Βυζάντιο μεταξύ της Αρχαιότητας και της Δύσης , Ελλάς-Κληρονόμος του Βυζαντινού Πολιτισμού

Βυζάντιο μεταξύ της Αρχαιότητας και της Δύσης , Ελλάς-Κληρονόμος του Βυζαντινού Πολιτισμού

Το Βυζάντιο μεταξύ του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της ευρωπαϊκής Αναγέννησης

( Η παρούσα μελέτη είναι ένα συμβολικό αφιέρωμα στο μεγαλύτερο Πόντιο σοφό ( καρδινάλιος Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τιτουλάριος Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Φιλόσοφος, Θεολόγος, Λόγιος, Ανθρωπιστής ),  τον έξοχο ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΙΟ Βασίλειο Βησσαρίονα
Ως  Τραπεζούντιος το θεωρώ αυτό ηθική υποχρέωση και μεγάλη τιμ ή)

Σκελετός

1.Ορολογία, 2.Συστατικά στοιχεία του Imperium Romanum, 3. Πολιτισμός του Βυζαντίου, 4.Πατριάρχης Φώτιος και Μιχαήλ Ψελλός, 5.Κριτικό πνεύμα, Αμφισβήτηση, 6.Επιτεύξεις της Θεολογίας, 7. Επιστήμη και παιδεία, 8.Αρχαία ελληνική κληρονομιά, 9. Προβλήματα, Ελλειψη δημιουργικότητας, 10.Το Βυζάντιο ως πολιτισμικός κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, 11.Το Βυζάντιο ως μεσολαβητής μεταξύ της Αρχαιότητας και της Δύσης.

1.Ορολογία

Η επίσημη ονομασία της αυτοκρατορίας ήταν Imperium Romanum ( Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ) μεν , αλλά ύστερα από τον 7οαι. έχει εμπεδωθεί η ονομασία Αυτοκρατορία των Ρωμαίων που έμεινε έως το 1453. Η επίσημη αυτοκρατορική γλώσσα ήταν η Λατινική, αλλά μεταξύ του 6ου και του 7ου αι. έχει αντικατασταθεί από την Ελληνική, την οποία χρησιμοποιούσαν ούτως ή άλλως οι μορφωμένοι σε όλην την αυτοκρατορία και εκτός τούτου έχει επικρατήσει ο αναμφιβόλως ανώτερος ελληνικός πολιτισμός, ενώ στην Δύση κατόρθωσε η λατινική γλώσσα να παραγκωνίσει τις πολυάριθμες γλώσσες των κατακτημένων λαών.

Δηλαδή στην Ανατολή βρήκαν οι Ρωμαίοι κατακτητές στην κυριολεξία τον δάσκαλό τους. Ο μεγάλος πολιτικός και ρήτορας Cicero σαν να το προείδε αυτό διαπιστώνοντας ( τσιτάτο από μνήμη : Νικήσαμε στρατιωτικά την Graecia, αλλά αυτή μας νίκησε πολιτιστικά !) .

Η άρχουσα τάξη αποτελείτο κατ αρχάς από Ρωμαίους με λατινικά ονόματα με την συνηθισμένη κατάληξη –us, η οποία έχει αντικατασταθεί με την ελληνική κατάληξη –ος (π.χ. μετάλλαξη του Constantius η Constantinus σε Κωνσταντίνος που σημαίνει απλώς Ευστάθιος, Iustinianus σε Ιουστινιανός, Paulus σε Παύλο που σημαίνει μικρός κτλ.). Επομένως ο αυτοκράτωρ και δήθεν «άγιος» Constantinus ήταν γνήσιος Romanus (Ρωμαίος) και όχι Ελληνας. Ο όρος Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχει εισαχθεί τον 19ο αι. από Ευρωπαίους ιστορικούς, αλλά ήδη τον 16ο αι. έχουν οι Ευρωπαίοι Ουμανιστές ( φιλόλογοι των Ελληνικών και των Λατινικών )) χρησιμοποιήσει την έννοια Βυζάντιο.

2. Συστατικά στοιχεία του Imperium Romanum

Τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία του Imperium Romanum (Orientalis: Ανατολικό: ) τo έκαναν να διαφέρει ριζικά από τo Imperium Romanum ( Occidentalis: Δυτικό ) :
αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ελληνιστικός (διάδοχοι και επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ) πολιτισμός, ρωμαϊκό δίκαιο, μερικές επιτεύξεις ανατολικών πολιτισμών, ιδιαιτέρως του περσικού πολιτισμού (μεταξύ άλλων ενδυματολογικοί νεωτερισμοί : φουστάνια για όλους π.χ. και για τους επισκόπους κτλ. που είναι αιωνίως της μόδας ).

Κάτω από την μεγάλη επίδραση του Χριστιανισμού ως καλά οργανωμένης αυτοκρατορικής θρησκείας έχει συντελεσθεί από τα αναφερθέντα στοιχεία ένα ενδιαφέρον κράμα, το οποίο έθεσε τις βάσεις για την αυτοκρατορία με διάρκεια 1000 ετών ! Αυτό καθ ευτού αποτελεί μία τεράστια ιστορική επίτευξη.

Στον πολιτιστικό τομέα έχει ενδυναμωθεί βαθμιαία και συστηματικά η ελληνική επιρροή, ενώ παράλληλα άρχισε να επικρατεί η χριστιανική Θρησκεία. Ταυτόχρονα έχει εξελιχθεί το Βυζάντιο στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο σε ένα νέο οικονομικοκοινωνικό σύστημα, το οποίο έχει απομακρυνθεί κατά πολύ από το αρχικό Imperium Romanum, από το οποίο έχουν απομείνει μόνον ονόματα και μερικές παραδόσεις στον στρατό, στην διοίκηση και φυσικά όλο το δίκαιο.

3. Πολιτισμός του Βυζαντίου

Το υπεραναπτυγμένο οικονομικό και δημοσιονομικό σύστημα, η πρυτανεύουσα θέση στο διεθνές εμπόριο, το υπερεξελιγμένο νομικό σύστημα, η από κάθε άποψη ανώτερη τέχνη πολέμου, οι τέλεια καταρτισμένοι αυτοκρατορικοί υπάλληλοι, η εκλεπτυσμένη κουλτούρα του και η παγκοσμίως ανώτερη κοινωνική πρόνοια έχουν προσδώσει στο Βυζάντιο μίαν διεθνώς υπέρτερη θέση. Στην πραγματικότητα ήταν το Βυζάντιο στρατιωτικά, στον πολιτισμό, στην επιστήμη και στην διπλωματία μία υπερδύναμη.

Ο πολιτισμός του Βυζαντίου έφτασε σε τέτοιο επίπεδο εκλαμπρότητας, που οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί το θαύμαζαν και το έβλεπαν σαν το « Versailles του Μεσαίωνα». Ακριβώς αυτήν την εκλαμπρότητα έχει επισημάνει ο μεγάλος Γερμανός ποιητής Friedrich Schiller εννοώντας τους σταυροφόρους (τσιτάτο από μνήμη ): Ο καταπιεσμένος δυτικός βάρβαρος ήταν έκθαμβος από την εκλαμπρότητα και τον πολιτισμό της Ανατολής. Ιδιαιτέρως στην εποχή μεταξύ του 850 και 1000 έχει εκλάμψει το Βυζάντιο στον ισλαμικό, σλαβικό και δυτικό κόσμο τόσο ισχυρά, ώστε οι άλλοι λαοί και οι άλλες αυτοκρατορίες θαύμαζαν και μιμούνταν τον πολιτισμό του, χωρίς όμως να φθάσουν το πρότυπο.

Εν τούτοις δε διαπιστώνουμε μία πάντα επιτυχή συνέχεια στην πολιτιστική ιστορία του Βυζαντίου. Οι περισσότεροι ειδικοί ιστορικοί συγκρίνουν την εποχή μεταξύ του 650 και του 8ουαι., γνωστή ως εποχή των «σκοτεινών αιώνων»  (5ος έως 6ος αι.) με τον χιλιετή Μεσαίωνα στην Ευρώπη, και όμως στα πλαίσιά του έχουν διαδραματισθεί συγκλονιστικές εξελίξεις, όπως η άνοδος του πολίτου στις πόλεις σαν ένδειξη ριζοσπαστικών κοινωνικών αλλαγών, η σχετική αυτονομία του πολίτου έναντι των αρχών, ειδικά έναντι της εκκλησίας και πολύ σημαντικό, επί τέλους η εστίαση της σκέψης του ανθρώπου στα γήϊνα προβλήματα.

Αλλά οι φορείς του ευρωπαϊκού Rinascimento (Αναγέννηση) ήθελαν οπωσδήποτε να επισημάνων την νέα εποχή αξιολογώντας περιφρονητικά όλον τον Μεσαίωνα ως σκοτεινή εποχή, κάτι που ήταν, όπως ήδη στα 80χρονα έχει αποδειχθεί από ειδικούς επιστήμονες, μία μεγάλη υπερβολή και επομένως μία εσφαλμένη αντίληψη. Το ίδιο λάθος έκαναν και οι Ουμανιστές (Ανθρωπιστές), κατακρίνοντας και περιφρονώντας συλλήβδην όλον τον Μεσαίωνα ως σκοτεινό και τελείως καθυστερημένο.

Τα προαναφερθέντα καθοριστικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα δεν μπόρεσαν μεν πρωτίστως λόγω των αδιακόπων πολέμων να εμφανισθούν μεταξύ του 7ου και του 8ου αι. στο Βυζάντιο, αλλά τον 9ο αι. άρχισε μία συστηματική ενασχόληση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε γενικά να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος «Αναγέννησης» και «Ουμανισμού» στο Βυζάντιο. Διέπρεψαν πρωτίστως δύο εξέχουσες προσωπικότητες και δη ο πατριάρχης Φώτιος και ο Μιχαήλ Ψελλός.
Θα τους αναφέρουμε κάπως λεπτομερειακά, γιατί αυτοί αποτελούν τους δικούς μας γίγαντες του πνεύματος στην εποχή της βυζαντινής «Αναγέννησης».

4. Πατριάρχης Φώτιος και Μιχαήλ Ψελλός

Υφίσταται μία διεθνής ομοφωνία των βυζαντινολόγων, ότι ο πατριάρχης Φώτιος ήταν ο μεγαλύτερος δάσκαλος, και ο μεγαλύτερος σοφός του 9ου αι., το σημαντικότερο πνεύμα, ο εξέχων πολιτικός και ο πιό ταλεντούχος διπλωμάτης. Αυτός απεφάσισε να αποσταλούν στους Σλάβους οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος με σκοπό να τους εκπολιτίσουν μέσω της χριστιανικής θρησκείας και της γραφής. Επίσης έχει εμπεδώσει τη θεωρία των δύο εξουσιών (Αυτοκράτορας και Πατριάρχης ως ισότιμες εξουσίες). Εχει συμβάλλει μέσω της «Βιβλιοθήκης» («Μυριόβιβλος») με μεγάλες επιτομές με δικά του σχόλια από 386 έργα της λογοτεχνίας των αρχαίων και των Βυζαντινών μεγίστως στην αξιοποίηση της κληρονομιάς.

Ο Μιχαήλ Ψελλός ήταν ο μεγαλύτεος εγκυκλοπαιδιστής σε όλην τη χιλιετή ιστορία του Βυζαντίου. Εχει εκδώσει πολυάριθμα συγγράμματα στη Φιλοσοφία, Ιστορία, Ρητορική, Νομικά και στις Φυσικές επιστήμες. Εκτός τούτου έχει συγγράψει 500 επιστολές. Ηταν άριστος γνώστης της αρχαίας πνευματικής κληρονομιάς. Οι διεθνείς βυζαντινολόγοι υπογραμμίζουν τη σπάνια ικανότητά του να ερευνά τις ιστορικές προσωπικότητες σύνθετα και πολύπλευρα και λαμβάνοντας υπ όψη τις ψυχολογικές τους αντιφάσεις.

Η επίσημη μεγάλη γερμανική Εγκυκλοπαίδεια Brockhaus γράφει για τον μεγάλο Ψελλό το εξής λίαν εντυπωσιακό: « So kann Psellos als Vorläufer der Renaissance-Gelehrten gesehen werden» (« Ετσι μπορεί ο Ψελλός να θεωρηθεί ως πρόδρομος των σοφών της Αναγέννησης» ( Kunst und Kultur, Band 3 , S. 668 . Professor Dr. Dieter R. Reinsch, Berlin. Λεπτομεριακά ιδέ στις Πηγές ). Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση για τον έξοχο Ψελλό μας.

5. Κριτικό πνεύμα, Αμφισβήτηση

Μία μεγαλύτερη κατανόηση της διαφοράς μεταξύ του Βυζαντίου και της Δύσης προϋποθέτει απαραιτήτως γνώσεις περί των πνευματικών παραδόσεων της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολισμού. Ενώ π.χ. η δυτική Εκκλησία στηρίζεται στα αποτελέσματα της ρωμαϊκής νομικής σκέψης, η βάση της ανατολικής Εκκλησίας είναι ο αρχαίος ελληνικός ιδεαλισμός, ιδιαιτέρως ο πλατωνισμός.

Από αυτή τη βασική διαφορά απορρέουν τα τελείως διαφορετικά θέματα, τα οποία εστιάζονται στο επίκεντρο της εκάστοτε θεώρησης και ενασχόλησης. Ετσι η Θεολογία της Δύσης έχει ασχοληθεί  πρωτίστως με θέματα ηθικού χαρακτήρα, ενώ η βυζαντινή Θεολογία τον 9ο αι. έκανε ως κύρια θέματα ειδικά  τη φύση της Αγίας Τριάδος και τη φύση του Ιησού Χριστού. Λόγω χώρου δεν είναι δυνατόν να εμβαθύνουμε ειδικά στο ζήτημα του filioque (σύμφωνα με την καθολική θεολογία είναι πηγή του Αγίου Πνεύματος όχι μόνον ο Πατήρ Θεός, αλλά και ο υιός Ιησούς Χριστός ).

Αν και είναι γνωστή η ερμηνεία του τρισυπόστατου Θεού, δεν είναι σύμφωνα με τη λογική και τον κοινό νου δυνατό να την κατανοήσουμε, εκτός εάν πιστεύουμε τυφλά και χωρίς σκέψη σε όλα τα χριστιανικά δόγματα.

Ο προαναφερθείς σοφός Ψελλός δεν ακολούθησε αυτόν τον επίσημο δρόμο, αλλά έδειχνε σεβασμό έναντι του νου, ερευνούσε τα πράγματα, και ήθελε οπωσδήποτε να διεισδύσει στην ουσία, στο punctum quaestionis των φαινομένων. Εχει διατυπώσει και τη γνώμη, ότι κάτι που αντιτίθεται στη φύση , δεν έχει θέση σε αυτήν.

Είναι λίαν ενδιαφέρον να επισημάνουμε, ότι ο Ψελλός, όπως και ο φιλόσοφος της Δύσης και ουμανιστής Petrus Abaelard ( 11ος /12ος αι. ) και ο κορυφαίος Πέρσης φιλόσοφος al Farabi (10ος αι.,  προσπάθησε να συμφιλιώσει την πίστη με τον λόγο των αρχαίων Ελλήνων.

Τοιουτοτρόπως δεν είναι τυχαίο που το αργότερο τον 12ο αι. άρχισαν να ενδυναμώνουν τόσο η αδιαφορία και η αμφιβολία εκ μέρους των πιστών, ώστε οι Εκκλησίες δεν ήταν όπως συνήθως γεμάτες. Μερικοί φεουδάρχες έδειχναν ήδη την περιφρόνησή τους έναντι του Πατριάρχου. Βαθμιαία εμφανιζόταν σατιρικά κείμενα όπως το παρακάτω με τον σκωπτικό τίτλο «Περί της βελτίωσης του βίου των μοναχών». Συγγραφέας του ήταν ο Ευστάθιος από τη Θεσσαλονίκη, ένας από τους μεγαλύτερους φιλολόγους της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, καθηγητής της Πατριαρχικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα Αρχιεπίσκοπος στη Θεσσαλονίκη. Και ο Martin Luther, ο εμπεδωτής του Προτεσταντισμού έγραψε τέτοια κείμενα, αλλά τριακόσια έτη αργότερα !

Και τα έργα άλλων φιλοσόφων και θεολόγων  έχουν επιδείξει ορθολογικές τάσεις. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν το ανέχθηκε αυτό και άρχισε να τιμωρεί σκληρά τους ορθολογιστές. Πρώτα τιμώρησε τον Ιωάννη τον Ιταλό, γιατί δεν αναγνώριζε βασικά δόγματα και εκτός τούτου τόλμησε να διατυπώσει τη γνώμη, ότι ο ορθός λόγος (Αριστοτέλης) πρέπει να προέχει της πίστης ! Αυτό ήταν χωρίς υπερβολή ηρωϊκό. Υστερα από αυτόν τιμώρησαν τον μαθητή του Ευστράτιο από τη Νικαία, γιατί χρησιμοποιούσε στους θεολογικούς διαλόγους μεν κανόνες της λογικής , αλλά ποτέ τσιτάτα από το Ευαγγέλιο και τα κείμενα των Αγίων Πατέρων. Το σχόλιό του περί του Αριστοτέλη είχε στη Δύση μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι στην Ανατολή  A.P. Kashdan, S.170. Ιδέ στις Πηγές ).

Τον 12ο αι. ο Μιχαήλ Γλυκάς έχει σκληρά τιμωρηθεί, τον τύφλωσαν και τον έκλεισαν σε ένα μοναστήρι, όπου πέθανε. Αληθώς στη γραφή του «Περί των θεϊκών μυστηρίων» έχει αμφιβάλλει σχεδόν όλα τα δόγματα της Ορθοδοξίας, μεταξύ αυτών και τη σωματική ανάσταση των θνητών στην Δευτέρα Παρουσία. Εγραψε ματαξύ άλλων, ό,τι  ο Ιησούς Χριστός έχει σταυρωθεί για τον εαυτό του ! Αλλά γενικά  η Εκκλησία ήθελε υποταγμένους ανθρώπους στο Θεό και στον αυτοκράτορα ελαίω Θεού και όχι σκεπτόμενα και ιδίως αμφιβάλλοντα όντα. Λοιπόν, η δυτική Εκκλησία εκαιγε, η ανατολική Εκκλησία τύφλωνε και το Ισλάμ αποκεφάλιζε τους ορθολογιστές ως «αιρετικούς». Κατά τη γνώμη μου  αυτοί ήταν ήρωες και μάρτυρες της ορθολογιστικής σκέψης.

6. Επιτεύξεις της Θεολογίας

Παρ όλα αυτά σημειώνονται και μεγάλες επιτυχίες στη Θεολογία, οι οποίες έχουν επιδράσει σημαντικά στη Θεολογία της Δύσης. Αναφέρουμε εδώ μόνον μερικές επιτεύξεις, όπως το σύγγραμμα του επισκόπου Νεμέσιου από την Εμεσα (5ος αι.) με τον τίτλο «Περί της φύσεως του ανθρώπου», το οποίο άσκησε καθοριστική επίδραση στη χριστιανική ανθρωπολογία σε όλον τον Μεσαίωνα. Το σύγγραμμα έχει μεταφρασθεί στα Λατινικά τον 11ο αι. στο Παλέρμο.

Αναφέρουμε επίσης τον Αγιο Πατέρα Ιωάννη τον Δαμασκηνό (7ος/8o αι. ), ο οποίος έχει συγγράψει το πολύ σημαντικό βιβλίο για τη Φιλοσοφία καθώς και για τη Θεολογία με τον τίτλο «Η Πηγή της γνώσεως». Η ενασχόληση αφορά ενδιαφέροντα θέματα, όπως « Τέχνη των καλών τεχνών» και « Αγάπη στη σοφία» σαν ιδιαίτερος τρόπος σκέψης και έκφανση γενικής μόρφωσης καθώς και τρόπος βίου. Αυτή η αντίληψη είναι όντως πολύ επίκαιρη.

7. Επιστήμη, Παιδεία

Σε γενικές γραμμές ανήκε η επιστήμη με μερικούς περιορισμούς στις αναγνωρισμένες αξίες. Ηδη τον 9ο αι. σημειώνεται μία άνοδος της παιδείας και των επιστημών. Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά το Βυζάντιο παρέλαβε όλο το αρχαίο ελληνικό σύστημα της σχολικής μόρφωσης. Βάση της παιδείας ήταν γενικά κατ αρχάς πρώτα από όλα τα ομηρικά έπη και η Αγία Γραφή.

Στο επίκεντρο των μαθημάτων εστιαζόνταν η γραμματική ανάλυση, η συντακτική και οι ρητορικές εκφράσεις.
Στην ανώτερη παιδεία ανήκαν η ρητορική στα αρχαία Ελληνικά, η Φιλοσοφία ( γνώση και ερμηνεία των έργων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη), η Αριθμητική, η Αστρονομία και η Θεωρία της μουσικής. Οι Βυζαντινοί διάβαζαν με ιδιαίτερη προσοχή και ευχαρίστηση τα ιστορικά έργα του Θουκυδίδη και του Πολυβίου.

Αν και η βυζαντινή κοινωνία εκτιμούσε την επιστήμη, υπήρχαν κληρικοί που την απέρριπταν ως επικίνδυνη. Δηλαδή επικρατούσε μία παρανοϊκή κατάσταση, γι αυτό έγινε διαχωρισμός μεταξύ των “πραγματικών γνώσεων”, οι οποίες προέρχονται φυσικά ως δώρο από τον Θεό και δεν είναι ανάγκη να καταβάλλει κανείς προσπάθεια για να τις αποκτήσει και πολύ υποτιμητικά οι «ψευδογνώσεις» των αρχαίων Ελλήνων. Εν ολίγοις, οι γνώσεις θεωρούνταν ως κάτι το πολύτιμο, ιδίως εάν διευκόλυναν στον άνθρωπο να γνωρίσει καλύτερο τον Θεό και την αιωνιότητα.

Αλλά διαπιστώνουμε και μίαν επιστημονική επίτευξη του Βυζαντίου παγκοσμίων διαστάσεων, ίσως και κοσμοϊστορική, το Corpus Juris Civilis του Ιουστινιανού ( Iustinianus ) από τον 6ο αι. Αυτός ο νομικός κώδικας είναι πιό σπουδαίος και από τον Codex Hammurapi (προ 3.700 ετών) η απο τον Codex Eshnuna (προ 4.284 ετών, τότε έχουν κατεβεί στην Ελλάδα οι πρωτοελληνικά ομιλούντες «Ινδοευρωαπαίοι» !), γιατί αποτελεί το αστικό δίκαιο σε όλον τον κόσμο. Η ορολογία του είναι όντως διεθνής.

Βυζαντινοί νομικοί επιστήμονες τον εχουν συχνά προσαρμόσει σε νέα κοινωνικά δεδομένα. Τον 11ο αι. έφθασε ήδη στην Ιταλία (Pavia και Bologna) και ήταν η βάση για την εκπαίδευση των νομικών. Στη Γερμανία ήταν ο κώδικας η βάση για την εκπαίδευση των νομικών στα πανεπιστήμια και πολλοί κανόνες του ίσχυαν έως τα τέλη του 19ου αι. ! Δεν καταλάβαμε ποτέ, γιατί αυτό το μοναδικό έργο δεν αναφέρεται όπως κανονικά θα έπρεπε στην Ελλάδα.

8. Αρχαία ελληνική κληρονομιά

Αν και οι κάτοικοι του πολυεθνικού Βυζαντίου αυτονομάζονταν Ρωμαίοι (Ρωμιοί), κάτι που αφορούσε μόνο το κράτος, του οποίου ήταν υπήκοοι, αποτελούσε η αυτοκρατορία έναν ιδιαίτερο οργανισμό στηριζόμενο στον ελληνικό πολιτισμό. Σε ό,τι αφορά τη μόρφωση, „waren sie unstrittig die direkten Erben der alten Hellenen , deren Bildungsgut , einbezogen in den christlichen Gesichtskreis, fast ungeschwächt fortlebt“ («ήταν αυτοί αναμφιβόλως οι άμεσοι κληρονόμοι των αρχαίων Ελλήνων, των οποίων η μόρφωση βίωνε περαιτέρω σχεδόν χωρίς αδυναμία, περιτυλιγμένη με χριστιανικό μανδύα»(δική μου μετάφραση ). Η επιστήμη, οι καλές τέχνες και η Φιλοσοφία παρέμειναν «πολύτιμη περιουσία του χριστιανικού Βυζαντίου» (Große Enzyklopädie, 3, S.12 ).

Το Βυζάντιο ήταν άξιος κληρονόμος και στον γλωσσικό τομέα. Ηταν ακριβώς η αρχαία ελληνική γλώσσα, η οποία στην κυριολεξία έχει μέσα σε περίπου 800 έτη κατατροπώσει και εξαφανίσει τα Λατινικά ως αυτοκρατορική γλώσσα. Κάτι το παρόμοιο έχει διαδραματισθεί στον Μεσαίωνα και με τους πολεμικά ισχυρότατους, αλλά πολιτιστικά τελείως καθυστερημένους Μογγόλους στην Κίνα και στη Βόρεια Ινδία.

Επαναλαμβάνουμε : Το Βυζάντιο έσωσε την αρχαία ελληνική γλώσσα και την κράτησε ζωντανή έως την πτώση της Πόλης και πέραν αυτής μέσω της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποία πρέπει όλος ο Ελληνισμός να ευγνωμονεί για αυτό το πνευματικό άθλημα αιωνίως και, άλλο θαύμα, μέσω των Ουμανιστών της Ευρώπης.

9. Προβλήματα, Ελλειψη δημιουργικότητας

Εν τούτοις διαπιστώνουμε στον τρόπο αξιολόγησης της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς και μεγάλα προβλήματα. Υστερα από την ανακήρυξη του Χριστιανισμού σε αυτοκρατορική θρησκεία, δηλαδή σε ένα πολιτικό εργαλείο του κράτους (γνωστό φαινόμενο σε όλες τις θρησκείες), άρχισε η εποχή των μεταφυσικών εικασιών , του μυστικισμού και των θεολογικών οικοδομημάτων στην αφάνταστη αοριστολογία πολύπλοκων και ακατανόητων επουρανίων θεμάτων (1+1+1=1 κλπ.).

Η βασική Κοσμοθεωρία του Βυζαντίου σε όλη τη διαδρομή της και σε συνέχεια της Ανατολικής Ορθοδοξίας έγκειται στο ό,τι μέσω της θείας Αποκάλυψης έχει ολοκληρωθεί και περατωθεί η ανθρώπινη πρόοδος. Εδώ όμως πρόκειται για μίαν άκαμπτη, μη δυναμική και πρωτίστως μη δημιουργική αντίληψη περί του πολιτισμού και της προόδου. Η προσέγγιση στα έργα των αρχαίων ημών έχει συντελεσθεί κυρίως με μέγιστο σεβασμό, αλλά με λίαν φιλολογικό που σημαίνει με στείρο τρόπο, ο οποίος βρίσκει την ολοκλήρωσή του στην ενασχόληση με γραμματική, συντακτική και πρώτα από όλα με συνεχή και αιωνία επανάληψη. Η κριτική σκέψη ήταν υποανάπτυκτη.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη εδώ εστιάζεται ο εθισμός των Νεοελλήνων στην αποστήθιση και στην παπαγαλία. Επίσης εδώ βρίσκονται οι αιτίες για την έλλειψη της δημιουργικότητας. Όλα αυτά τα έχουμε βιώσει ως θύματα της καθυστερημένης νεοελληνικής παιδείας στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο.

10. Το Βυζάντιο ως πολιτιστικός κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού

Αν και πρόκειται για κάτι το αυτονόητο, θα προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε με σκοπό να πείσουμε και τον πιό διστακτικό. Το Βυζάντιο κληρονόμησε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό πρωτίστως στα καθοριστικά πεδία της φιλοσοφίας, της παιδείας και της λογοτεχνίας.

Επί αιώνες προείχε η παράδοση έχοντας ως φιλοσοφική αφετηρία την καθοριστική αντίληψη του Νεοπλατωνισμού, ότι ο η ζωή είναι καλά καμωμένη και χρήσιμη. Ο κόσμος ανταποκρίνεται κατά την άποψη αυτή στη σοφία του Θεού, επομένως είναι κάθε προσπάθεια αλλαγής της θεϊκής τάξης βλασφημία και κάτι το αφύσικο. Ετσι έχει η χριστιανική κοσμολογία δικαιολογήσει και προασπισθεί την παράδοση στην οικονομική και στην πολιτική της έκφανση. Η μη μετάλλαξη των αξιών ήταν στην ουσία της η ιδανική εγγύηση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Εφθασαν στο σημείο να θεωρούν την παράδοση ως έκφραση της θεϊκής θέλησης. Ταυτόχρονα έχει απορριφθεί η αυτονόητη ανθρώπινη εμπειρία και ενδιέφερε μόνον μία επιπόλαια και ρηχή προσέγγιση στα φαινόμενα του πραγματικού βίου (όπως και σήμερα).

Σύμφωνα με την επίσημη αντίληψη είχε η παράδοση την απαρχή της στην «ουσία» των πραγμάτων (θεϊκά), ενώ η ανθρώπινη εμπειρία αφορούσε μόνον την εξωτερική μορφή τους. Εδώ εστιάζονται οι λόγοι για την αρνητική τοποθέτηση στις μεταρρυθμίσεις σε όλες τις χώρες με ορθόδοξη παράδοση. Ακριβώς αυτό βιώνουμε και σήμερα. Η παράδοση έχει ενδυναμωθεί μέσω των γνωστών λειτουργιών και πολυάριθμων συμβόλων που τελικά απέκτησαν μέσω της επανάληψης τους ένα σημαντικότερο ρόλο από τις καθ εαυτού πράξεις. Στον σημερινό πολιτικό βίο της Ελλάδας γίνεται κάτι το παρόμοιο.

11. Το Βυζάντιο ως μεσολαβητής μεταξύ της αρχαιότητας και της Δύσης

Εχουμε ήδη αναφέρει τα πιό σημαντικά παραδείγματα, με τα οποία αποδεικνύεται, ότι το Βυζάντιο κατόρθωσε να παίξει με μεγίστη επιτυχία τον ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Η προαναφερθείσα Standard γερμανική Εγκυκλοπαίδεια γράφει το εξής διαφωτιστικό : «»Χωρίς τις ανώτερες σχολές στο Βυζάντιο χωρίς τις ξακουστές βιβλιοθήκες και χωρίς ένα σχετικά μεγάλο στρώμα μορφωμένων μη κληρικών δε θα είχαν μεταδοθεί ντοκουμέντα της κλασσικής εποχής της Ελλάδας, όπως π.χ. τα έργα του Ομήρου, του Ησιόδου, του Πλάτωνα και του Ηροδότου» (3, S.685, δική μου μετάφραση).

Συγκεκριμένα πρόκειται για τα πολυάριθμα συγγράμματα, τα οποία μετέφεραν αμέσως ύστερα από την πτώση της Πόλης στη Βόρεια Ιταλία Βυζαντινοί λόγιοι και τα οποία μπόρεσαν οι Δυτικοί να διαβάσουν στο πρότυπο, αφού προηγουμένως τους δίδαξαν οι Βυζαντινοί τα αρχαία Ελληνικά.

Ας υπενθυμίσουμε, ότι ο Πόντιος φιλόσοφος, θεολόγος και λόγιος ,πρώην μητροπολίτης Νικαίας και καρδινάλιος στη Ρώμη Βησσαρίων από την Τραπεζούντα ήδη προ της άλωσης της Πόλης ανήκε στους πρώτους φωτοδότες και δασκάλους της Δύσης. Ιδρυσε π.χ. στη Ρώμη την πρώτη Ακαδημία, στην οποία διδάσκονταν μαθηματικά, αστρονομία και κλασσική φιλολογία. Στην Ενετία ίδρυσε την τότε μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της Ευρώπης περί της πνευματικής κληρονομιάς των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός συνέβαλλε κατά πολύ στη δημιουργία των πνευματικών βάσεων της Αναγέννησης και του ουμανιστικού κινήματος.

Πήγαιναν απεσταλμένοι του στο πλέον τουρκοκρατούμενο Βυζάντιο για να συλλέξουν αρχαία συγγράμματα. Πρόσφυγες λόγιοι από την Κωνσταντινούπολη βρήκαν καταφύγιο και απασχόληση στο παλάτι του.
Ενας άλλος λόγιος, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, γεννηθείς στην Κρήτη από Τραπεζούντιους γονείς, έχει ανακηρυχθεί σε καθηγητή του πανεπιστημίου της Ενετίας  (Ιδέ Χ. Σαμουηλίδης, Ιστορία του Ποντιακού Πολιτισμού, Αθήναι, σελ. 80-82).Οταν τα άκουα αυτά στα παιδικά μου χρόνια έκανα ως Πόντιος και Τραπεζούντιος όνειρα για μιαν ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στο εξωτερικό !

Αλλά γενικά ήταν πολλά έργα των αρχαίων φιλοσόφων ήδη γνωστά στη Δύση και από άλλην πηγή : Στα Λατινικά και στα Αραβικά. Είναι γνωστό, ότι μεταξύ του 8ου και του 11ου αι. έχει λάβει χώραν στις ισλαμικές χώρες μία ιδιαίτερη μορφή της Αναγέννησης του αρχαίου πνεύματος επί τη βάσει πολυάριθμων μεταφράσεων στη Δαμασκό και κυρίως στη Βαγδάτη από τα αρχαία Ελληνικά στα Αραβικά. Κατόπιν έχουν μεταφρασθεί στην Ισπανία πολλά συγγράμματα των αρχαίων φιλοσόφων από τα Αραβικά στα Λατινικά.

Ετσι σπούδαζαν ήδη αιώνες προ της πτώσης της Πόλης δυτικοί φιλόσοφοι κατ αρχάς μερικά συγγράμματα στα Λατινικά, κατόπιν στην αραβοκρατούμενη Ισπανία (Toledo και Gordoba) την ελληνική σοφία στα Αραβικά, κατόπιν στα Λατινικά και ύστερα στο Παρίσι και στην Βόρεια Ιταλία γενικά στα Λατινικά. Οταν όμως αυτοί ήταν σε θέση να τα μελετήσουν στα αρχαία Ελληνικά, τότε αποτελούσε αυτό ένα τεράστιο γλωσσικό και ποιοτικό άλμα για τη συστηματική αξιολόγηση των αρχαίων γνώσεων, κάτι που οι ουμανιστές συνέχισαν με τόσο μεγάλη επιτυχία που σχεδόν έχουν λησμονήσει, από που προήλθε το φως του αρχαίου πνεύματος. Τότε άρχισαν να θαυμάζουν τους αρχαίους και ταυτόχρονα να περιφρονούν τους Ελληνες της εποχή τους.

Δυστυχώς συνέβει και κάτι το δυσάρεστο και λίαν ολέθριο για τον Ελληνισμό: Οι δυτικοί επιστήμονες ήδη απο την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού έχουν αξιολογήσει επιτυχέστατα το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, εξοικειωθήκαν με αυτό πλήρως, το έχουν ερμηνεύσει με τον δικό τους τρόπο, επί τη βάσει του έχουν εμπεδώσει ολόκληρα φιλοσοφικά οικοδομήματα (ιδιαιτέρως οι Γερμανοί γίγαντες της φιλοσοφίας I.Kant και Hegel ), ενώ ο Ελληνισμός έχει ξεκοπεί τόσο από αυτήν την εξέλιξη, που εν τω μεταξύ εμφανίζονται οι Δυτικοί ως  οι πραγματικοί κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Μερικοί το επισημαίνουν απερίφραστα, ενίοτε και προκλητικά. Πέραν τούτου κατόρθωσαν οι Δυτικοί  να ΕΦΑΡΜΩΣΟΥΝ  καθοριστικά στοιχεία το αρχαίου ελληνικού πνεύματος.

Τώρα εξαρτάται από τους Νεοέλληνες επιστήμονες, να μελετήσουν κατ ευθείαν την αρχαία ελληνική πηγή χωρίς την συνηθισμένη παρακαμπή μέσω της Δύσης.Υπάρχουν ήδη τέτοια επιτυχή παραδείγματα. Η αξιολόγηση των δυτικών γνώσεων είναι κάτι το αυτονόητο.

Πηγέ

-Der Brockhaus, Geschichte, II, Mittelalterliche Welt und frühe Neuzeit, Leipzig, Mannheim, Augsburg, 2001, S.97.
-Der Brockhaus, Kunst und Literatur, 3, Mittelalter, Orient und Okzident, Leipzig, Mannheim, 1997, S.630, 666-669, 685.
-Große Enzyklopädie, 3, Köln, 1990, S.1250-1252.
-Geschichte der mittelalterlichen Philosophie, Berlin, 1989.
-F. Thiess, Die Griechischen Kaiser, Die Geburt Europas, Augsburg, 1992.
-A.P. Kashdan, BYZANZ und seine Kultur (Μετάφραση από τα Ρωσικά ), Berlin, 1968, S.81, 86/87, 117/118,124-126, 128/129, 167, 169-172, 177.

-OSTROGORSKY, Georg, Die Geschichte des byzantinischen Staates, München1963.

-Michael Grünbart: Das Byzantinische Reich (Geschichte kompakt). Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 2014.

-Grand Larousse Encyclopedique, Paris 1960-64.-Encyclopedia Britannica, London 1921-1922.
-Propyläen-Weltgeschichte, Berlin 1929-1933.
-Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1962.
-Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου, Αθήναι 1948.
-S. Runcinam, Byzanz, Von der Gründung bis zum Fall Konstantinopels ( Übersetzung ), München, 1983 und Byzantine Civilization, London 1933.

-Τreadgold Warren, A History of the Byzantine State and Society, Stanford 1997.

-Timothy E. Gregory, A History of Byzantium , Oxford et alt. 2005.

- Angold, Michael,  The Byzantine Empire, 1025–120: A Political History. London 1997.

-Cameron, Averil, The Byzantines, Oxford 2006.

-René Guerdan, Byzance, Librairie Académique, Paris 1973.

-Paul Lemerle, Le monde de Byzance, Paris 1978.

-CABRERA, Emilio, Historia de Bizancio. Editorial Ariel, 1998

-Francesco Cognasso, Bisanzio. Storia di una civiltà, dall’Oglio, Milano, 1976.

-Paolo Cesaretti, L’Impero perduto, . Una sovrana tra Oriente e Occidente, Milano 2006.

-Giorgio Ravegnani, Introduzione alla storia bizantina, Bologna 2006.

Δημοσιευθέν από το 2014 συχνά στην Καθημερινή.

————————————————————

Βυζαντινή Πολιτισμική Κληρονομιά

Κατά την ταπεινή μου γνώμη πρόκειται για την τοποθέτησή μας έναντι της πολιτισμικής βυζαντινής κληρονομιάς. Θα προσπαθήσω να διεισδύσω στην ουσία του προβλήματος.

Η κληρονομιά αναδεικνύει σε γενικές γραμμές πρωτίστως δύο καθοριστικές πλευρές και
δη την αντικειμενική που σημαίνει, ότι αυτή είναι δεδομένη και την υποκειμενική
που αφορά την τοποθέτηση έναντι αυτής.

α) Περί του αντικειμενικού χαρακτήρα της βυζαντινής πολιτιστικής κληρονομιάς

Προ περίπου δύο εβδομάδων έχουμε ασχοληθεί σε μία μελέτη (σχόλιο) λεπτομερειακά με τις διεθνώς σημαντικές πολιτισμικές και άλλες επιτεύξεις του Βυζαντίου (Ιδέ στο Μπλογκ μου  «Το Βυζάντιο μεταξύ της Αρχαιότητας και της Δύσης»).
Τίθεται το ερώτημα, ποιό έθνος έχει το δικαίωμα να λειτουργήσει ως κληρονόμος του
Βυζαντίου. Λόγω αντικειμενικών δεδομένων (πολιτισμός, γλώσσα και παράδοση)
είναι το ελληνικό έθνος αυτονοήτως ο μόνος κληρονόμος του Βυζαντίου.

Και όμως διερωτώμαι,τι θα είχε να συμβεί, εάν ο Κωνσταντινουπολίτης ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δεν είχε θεμελιώσει την αντίληψη περί της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και δεν επεδίωκε μίαν ενσωμάτωση του Βυζαντίου στην ελληνική ιστορία. Θα έμενε μία έκλαμπρη αυτοκρατορία χωρίς επίσημο κληρονόμο ή θα την απαιτούσαν άλλοι ;

Λοιπόν το Βυζάντιο ανήκει στην πολιτισμική κληρονομιά των Νεοελλήνων, ανεξάρτητα από την τοποθέτησή των έναντι αυτής της αληθώς πολύτιμης κληρονομιάς.

β) Περί του υποκειμενικού χαρακτήρα της βυζαντινής πολιτιστικής κληρονομιάς

Το υποκειμενικό ή στην υπερβολή του το βολονταριστικό στοιχείο του κληρονομείν έχει άμεση σχέση με την αξιολόγηση εκ μέρους του υποκειμένου και γενικά με την βασική τοποθέτησή του έναντι της κληρονομιάς ως αντικείμενο. Ο αντικειμενικά κληρονόμος μπορεί να αποδεχθεί ή να απορρίψει την κληρονομιά. Ακριβώς εδώ εστιάζονται τα γνωστά προβλήματα των περισσότερων Νεοελλήνων , οι οποίοι έχουν ως αφετηρία της στάσης των μία άκρως αρνητική αξιολόγηση όλης της βυζαντινής ιστορίας, κάτι που είναι άδικο,παράξενο, ακατανόητο, παράλογο , ανιστόρητο και αντιεπιστημονικό.

Πότε, πού, από ποιόν και γιατί έχει όλος ο Μεσαίωνας υποτιμηθεί ;

Κατ αρχάς επισημαίνουμε, ότι στους άλλους κύκλους πολιτισμού (Κονφουκιανισμός, Ινδουισμός, Ισλάμ ) το φαινόμενο του Μεσαίωνα είναι άγνωστο. Πρόκειται αληθώς για ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, το οποίο είχε την αφετηρία του στην εποχή της
Αναγέννησης, όταν οι δυτικοί Ευρωπαίοι έχουν πιό συστηματικά ανακαλύψει την ελληνική καθώς και την ρωμαϊκή ( δεν λαμβάνεται υπ όψη λόγω εθελοτυφλίας στην Ελλάδα) αρχαιότητα.

Ευθύς εξ αρχής έχουν συγκρίνει τον γνωστό Μεσαίωνα με το όχι τόσο γνωστό ελληνικό και ρωμαϊκό παρελθόν πρωτίστως σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό και την φιλοσοφία. Αλλά οι πρωταγωνιστές στην εκστρατεία κατά του Μεσαίωνα ήταν οι πρώτοι πραγματικοί αρχαιολάτρες, οι ουμανιστές, κανονικά οι πρώτοι δυτικοί φιλόλογοι. Με σκοπό να υπογραμμίσουν την μορφωτική τους ανωτερότητα, έχουν κατακρίνει
συλλήβδην όλον τον Μεσαίωνα ως κάτι το σκοτεινό και τελείως καθυστερημένο.

Η απόρριψη του Μεσαίωνα έχει συνεχισθεί και έφθασε στην εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (17ος/18oς αι.) στο crescendo της.
Επί τη βάσει του Ius rationis (ορθολογισμός, πιό σωστή μετάφραση : Δίκαιο του ορθού λόγου) έχει απορριφθεί σχεδόν μανιωδώς , ό,τι ανήκε στο Μεσαίωνα. Αυτός ο τρόπος μπορεί εκ των υστέρων να χαρακτηρισθεί φονταμενταλιστικός και αντιεπιστημονικός, γιατί ο άνθρωπος δεν βιώνει μόνον επί τη βάσει της λογικής. Υφίστανται πέραν αυτής και ο πλούσιος κόσμος των συναισθημάτων, ο οποίος επηρεάζει τον τρόπο βίου συνήθως πιό καθοριστικά από τον λόγο καθώς και οι απαραίτητοι κανόνες της ηθικής.

Ακριβώς αυτή η υπερβολικά αρνητική αξιολόγησητου Μεσαίωνα, φυσικά και του Βυζαντίου, έχει επηρεάσει τους περισσότερους Ελληνες διανοούμενους και επιστήμονες , ιδαιτέρως αυτούς, οι οποίοι έχουν σπουδάσει στην Γαλλία και στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες.

Αλλά ήδη προ μερικών δεκαετιών  η αξιολόγηση του Μεσαίωνα και του Βυζαντίου άλλαξε τελείως.
Οι ιστορικοί επιστήμονες ειδικοί επί θεμάτων του Μεσαίωνα , μεταξύ αυτών και οι βυζαντινολόγοι στην Ευρώπη έχουν αποχωρισθεί από την υπερβολική απόρριψη της μεσαιωνικής εποχής και εν ολίγοις επανακάλυψαν αυτήν την εποχή και συγκεκριμένα και το Βυζάντιο !

Στα πλαίσια μίας επιμόρφωσης πανεπιστημιακών στις αρχές της δεκαετίας του 80  είχα την μεγάλη τύχη να γνωρίσω ένα από τους λίγους επιστήμονες , οι οποίοι είχαν το θάρρος και το σθένος να επιφέρουν ύστερα από τεράστιες δυσκολίες αυτήν την μεταλλαγή αξιολόγησης . Ο πανεπιστημιακός και πρώην πρύτανης του πανεπιστημίου μας ήταν και βυζαντινολόγος. Αυτά που άκουσα με έχουν τόσο εκπλήξει που άρχισα και εγώ να ασχολούμαι πιό εντατικά με το Βυζάντιο. Αυτός έχει εκφρασθεί μεταξύ άλλων πολύ αρνητικά για Ελληνες επιστήμονες εκτός της κ. Γλύκατζη Αρβελέρ  που υποτιμούν το Βυζάντιο και αποκρούουν μια τέτοια ανεκτίμητη κληρονομιά. Ταυτόχρονα αισθάνθηκα μίαν αντιπάθεια έναντι του όντως κατά τα άλλα μεγάλου Ελληνα διανοούμενο Καστοριάδη και άλλων  περιφρονητών του Βυζαντίου.

Οπως φαίνεται, πολλοί στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί αυτές τις λίαν σημαντικές εξελίξεις. Αυτό είναι χωρίς υπερβολή τραγικό και ολίγον τι μαζοχιστικό. Τί κρίμα ! Καθημερινή (30.3.149 _____________________________________________________________________________________________

Ελένη Αρβελέρ για το όνομα Βυζάντιο:

«Η παρεξήγηση γύρω από το Βυζάντιο ήταν ότι οι ιστορικοί που άρχισαν να το ερευνούν ήταν Δυτικοί. Οταν άρχισαν να δημοσιεύουν κείμενα της εποχής αναφέρονταν στην αρχαία Ελλάδα. Οταν έφτασαν σε Ζωναράδες, Προκόπιους, Σκυλίτζηδες και τα λοιπά, αναρωτιόντουσαν τι είναι όλοι αυτοί. Σκέφτηκαν να πουν «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Ηταν καθολικοί όμως καλόγεροι κι έτσι απέφυγαν το “ρωμαϊκή” γιατί θεωρούσαν ότι οι ίδιοι εκπροσωπούσαν τη Ρώμη, δεν ήταν αιρετικοί. Σκέφτηκαν μετά το «Βασίλειο Κωνσταντινούπολης». Ούτε όμως αυτό στάθηκε γιατί υπήρχε το Φραγκικό Βασίλειο, το οποίο έγινε το 1204 έως το 1261, οπότε ξαναπήραν οι Βυζαντινοί την Πόλη. Τότε κάποιος από τους μοναχούς είπε ότι η Κωνσταντινούπολη χτίστηκε στο παλαιό Βυζάντιο. Και πράγματι ονομάστηκε “Βυζάντιο”, αλλά μόνο από τους Καθολικούς στη Γαλλία. Οι Αγγλοι μιλούσαν για “Υστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία”, οι Γερμανοί για «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Μόνο όταν οι Ελληνες έκαναν λόγο για Βυζάντιο -και όχι για Ρωμιοσύνη – καθιερώθηκε το όνομα». iefimerida (30.5.22)