Επιθετική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Εδώ και δεκαετίες επαναλαμβάνεται η πασίγνωστη αμερικανιή μέθοδος: Κατ αρχάς η κυβέρνηση μίας χώρας δαιμονοποιείται συστηματικά. Κατόπιν η αμερικανική κυβέρνηση ισχρίζεται, ότι το άλλο κράτος αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Αυτό κατηγορείται, ότι σκοπεύει να κατασκευάσει ατομικά όπλα που στο μέλλον θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Αμερικής. Επονται δρυμείς κατηγορές, ότι παραβιάζονται βαριά τα ανθρώπινα δικαιώματα, γι αυτό θα ήταν τελείως απαραίτητο οι ΗΠΑ να φέρουν στην άλλη χώρα την δημοκρατία. Βαθμιαία οι ΗΠΑ αρχίζουν να αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις του μέλλοντος θύματος. Υστερα ακολουθούν απειλές με «τιμωρίες» ή αμέσως «τιμωρίες». Επεται μία συστηματική εκστρατεία ψευδών στηριζόμενων σε δήθεν αξιόπιστες πληροφορίες της αμερικανικής κατασκοπείας. Ταυτόχρονα αρχίζουν οι στρατιωτικές προετοιμασίες για μίαν εισβολή. Η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να βρει «συμμάχους» διατεθειμένους να συμμετάσχουν στην επιθετική περιπέτεια με τον δήθεν σκοπό να υπερασπίσουν απο κοινού τις «αξίες της Δύσης» , δηλαδή να υλοποιήσουν τα οικονομικά και στρατηγικά συμμφέροντα των ΗΠΑ.
Κάπως έτσι η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003 έχει προετοιμαθεί και διεξαχθεί. Πολύ αργότερα ο πρώην υπουργός των εξωτερικών Collin Powell ζήτησε συγγνώμη από τον ΟΗΕ, γιατί αυτός είχε εξαπατήσει μέσω πολλών ψεμμάτων το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι μέσω της αμερικανικής εισβολής και αλλαγής κυβέρνησης (regime change) έχει σε αυτήν την επικίνδυνη περιοχή καταστραφεί η παραδοσιακή ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ του Ιράκ, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Μία από της αρνητικές συνέπειες αυτής της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ ήταν το χάος που έχει επικρατήσει στο Ιράκ, η ανθρωπιστική καταστροφή και η εμφάνιση στο προσκήνιο της περιοχής του «Ισλαμικού Κράτους».
Η ΗΠΑ είναι ύστερα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας (Imperium Supremum Sovieticum) δυστυχώς η μόνη υπερδύναμη, η οποία προσπαθεί με όλα τα μέσα να πραγματοποιείσει τα εγωιστικά τηςσυμφέροντα αγνοώντας και παραβίαζωντας τις οικουμενικές βασικές αρχές του ισχύοντος Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου οπως π.χ.την κυριαρχία των κρατών, τον σεβασμό ειλλημένων υποχρεώσεων (pacta sunt servanda), την διεθνή ειρηνική συνεργασία, την απαγόρευση της απειλής με χρησιμοποίηση βίας ή εξάσκηση βίας, απαγόρευση της ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων λαών κτλ. . Ακριβώς αυτές οι διεθνείς αρχές αποτελούν συγκεκριμένη έκφραση της πολιτισμικής εξέλιξης της ανθρωπότητας ιδιαιτέρως ύστερα από τον ολέθριο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εν τω μεταξύ οι ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε ένα Imperium Supremum Americanum monstruosum, arrogans et adversarium juris inter gentes ( Αμερικανική υπερδύναμη, τερατώδη, υπερφίαλη και εχθρός του Διεθνούς Δικαίου). Ιδιαιτέρως τώρα υπό τον παρανοϊκό πρόεδρο Τραμπ η αμεικανική κυβέρνηση έχει φθάσει στο σημείο να πιέζει και να απειλεί με «τιμωρίες» ακόμη και κατά τα άλλα φιλικές χώρες, έτσι ώστε αυτές να αγοράσουν το άκριβό αμερικανικό φυσικό αέριοα κα όχι το φθηνότερο αέριο από την Ρωσία (Nord stream). Το ό,τι οι ΗΠΑ απειλούν ακόμη και με πόλεμο το Ιράν, θεωρείται ως κάτι το αυτονόητο.
Η Αμερική δεν είναι διατεθειμένη ούτε τώρα στην εποχή τηςπαγκοσμιοποίησης να συμβάλλει στην επίλυση των υπαρχόντων διεθνών προβλημάτων. Τουναντίον εγκαταλείπει στο πλαίσιο του διεστραμμένου δόγματος „America first“ τις διεθνείς οργανώσεις και ακυρώνει τις διεθνείς συμφωνίες επιβεβαιώνοντας, ότι είναι μία ανάξια υπερδύναμη, η οποία ούτωςή άλλως έχει παύσει να παίζει καθοριστικά τον ρόλο ενός διεθνούς player (παίκτη). Μάλλον η Κίνα, η δεύτερη υπερδύναμη θα αναλάβει σε λίγο αυτόν τον ρόλο. Σε γενικές γραμμές οι ΗΠΑ Είναι γνωστό , ότι οι αμερικανικές ουδόλως λαμβάνουν υπ όψη τα θεμιτά συμφέροντα άλλων λαών ή το commune bonum humanitatis (κοινόν καλόν της ανθρωπότητας). Είναι γνωστό , ότι οι αμερικανική Πολιτολογία (political science) δεν χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «συμφέρον της ανθρωπότητας» ή «κοινόν καλόν του κόσμου». Αυτή ασχολείται πρωτίστως απολογητικά και όχι οπωσδήποτε επιστημονικά ανέκαθεν με τα «εθνικά» συμφέροντα των ΗΠΑ.