Μυστικισμός (Αποκρυφισμός)
Η Επιστήμη είναι ένα σύστημα γνώσεων σε κατάσταση αέναης εξέλιξης περί των ιδιοτήτων, αιτιακών αλληλουχιών και νομοτελειών της φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης σε μορφή εννοιών, κατηγοριών, κανόνων, θεωριών και υποθέσεων. Επιστήμη είναι επίσης η εργασία, η οποία παράγει γνώσεις, οι οποίες δέον να αποδειχθούν μέσω των κανόνων της λογικής και κριτικής σκέψης έτσι ως σωστές, ώστε να αναγνωρίζονται ως τέτοιες από τους ειδικούς επιστήμονες ομόφωνα ( consensus professorum et doctorum ), (1).
Είναι αυτονόητο, ότι μόνον οι επιστήμονες - ερευνητές είναι σε θέση να εκφέρουν συγκροτημένη άποψη περί της συγκεκριμένης επιστήμης των και όχι οι δημοσιογράφοι ή οι αδαείς. Μπορεί κανείς να αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις πρωτίστως μέσω απαραιτήτων σπουδών ή εν μέρει μερικές γνώσεις μελετώντας κατάλληλα κείμενα με την προϋπόθεση, ότι κατέχει τις βάσεις της επιστημονικής Μεθοδολογίας. Είναι περιττό να επισημάνουμε, ότι αποφθέγματα, παροιμίες και συναισθηματισμοί δε συμβάλλουν στην απόκτηση σοβαρών επιστημονικών ή φιλοσοφικών γνώσεων. Τέτοιοι παλιμπαιδισμοί που ούτως ή άλλως προκαλούν μεγάλη ζημία σε αδαείς αναγνώστες, είναι στην προηγμένη Ευρώπη τελείως άγνωστοι.
Μυστικισμός
Τί σημαίνει υπό το πρίσμα της Φιλοσοφίας ο Μυστικισμός;
Πρόκειται για μίαν ιδιαίτερη μορφή της θρησκευτικής θεοσέβειας και εμπειρίας, η οποία έγκειται σε μίαν απομάκρυνση από τον κόσμο των αισθήσεων και του νου και στη στροφή προς τη βαθειά ενόραση με σκοπό τη δημιουργία μίας ψυχικής κατάστασης (Εκστασις), μέσω της οποίας επιτυγχάνεται μία Ενωσις της ανθρώπινης ψυχής με τo Θείον. Το ανάλογο θρησκευτικό βίωμα επιτυγχάνεται όχι μέσω της γνώσης της επίσημης θεολογικής διδασκαλίας, άλλα μέσω της Γνώσεως του Θεoύ (cognito dei experimentalis et non doctrinalis), (2). Αυτός ο τρόπος της σύσμειξης έχει ονομασθεί unio mystica και αποτελεί το καθοριστικό χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε έκφανσης του Μ. (3) Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την αυτοπροσφορά του ανθρώπου ως συγκεκριμένη ένδειξη της ελεύθερής του επιλογής.
Κάτωθι θα αναφερθεί συνοπτικά η εξέλιξη αυτού του φαινομένου ως κάτι το ανθρώπινο που σημαίνει, ότι πέραν του νοητού (λόγου) υφίστανται και άλλα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με το Μυστικισμό ασχολούνται η Ιστορία, η Φιλολογία, η Ιστορία των Θρησκειών, Η Ψυχολογία των Θρησκειών, η Ψυχανάλυση, τελευταία γίνεται λόγος και για μία Μυστολογία ή και Μυστογραφία.
Ο Μυστικισμός έχει εμφανισθεί ήδη στην προϊστορική σαμανική εποχή, όταν ήταν αναγκαίο να ενωθούν οι άνθρωποι με το θεϊκό μέσω του σαμάνου (μάγου), οποίος ήταν σε θέση με τη βοήθεια ειδικών ουσιών, της μουσικής και του χορού να το επιτύχει αυτό. Στην παγκόσμια μυθολογία θεωρείται όμως ο αιγύπτιος θεός της σοφίας Θωτ ως μυθικός εμπεδωτής του Αποκρυφισμού, τον οποίο αργότερα έχουν ασπασθεί και οι αρχαίοι Ελληνες στους οποίους αυτός έγινε γνωστός με την ονομασία Ερμής Τρισμέγιστος.
Η επιστήμη έχει απελευθερωθεί από τη θρησκεία και το Μυστικισμό της ήδη τον 6ο αι. π.Χ. στην Ιωνία, όπου δίδασκαν οι πρώτοι φιλόσοφοι της Ευρώπης που ήταν ΥΛΙΣΤΕΣ. Αυτοί έθεσαν τη βάση της επιστημονικής σκέψης. Αλλά ο O Πυθαγόρας έμαθε και παρέλαβε το Μυστικισμό στην Αίγυπτο.
Αλλά τελικά έχει η επιστήμη απελευθερωθεί από τη θρησκεία και τον άκρατο Μυστικισμό της μέσω του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Ο διεθνώς κορυφαίος ιστορικός της Θρησκείας Mircea Eliade αξιολογεί αυτό το κράμα διαφορετικών παραδόσεων ως «εσχατολογικές και αποκαλυπτικές εικασίες». Ηδη σε αυτά τα μυστήρια αναφέρονται ο υπερβατικός «άγιος λόγος», η αποθέωσης του ανθρώπου και ο απαθανατισμός.
Η κυρίαρχη ίδέα του Ερμητισμού είναι σύμφωνα με τα ερμητικά βιβλία (Corpus hermeticum, »Σμαράγδινοι Πίνακες») η αντιστοιχία μεταξύ του κατώτερου κόσμου των φαινομένων και του ανώτερου κόσμου του πνεύματος. Στα πλαίσια των μυστηρίων για τους θεούς Ισις και Οσίρις ήταν η μυστικιστική εμπειρία με τη θεότητα εφικτή μόνον εκ μέρους των ιερέων ύστερα από νηστεία δέκα ημερών. Αλλά σύμφωνα με τη μονιστική και ταυτόχρονα πανθεϊστική Θεολογία του Ερμητισμού στην αισιόδοξη εκφανση μπορεί ο πιστός μέσω της θέασης του ωραίου κόσμου ως θεϊκού δημιουργήματος να αγγίξει το Θεό, ο οποίος είναι Ενας, Ολα και Δημιουργός, για αυτό ονομάζεται και Πατήρ. Ομως σύμφωνα με την απαισιόδοξη έκφανση του Ερμητισμού ο κόσμος αποτελεί κάτι το αρνητικό, δεν είναι δημιούργημα του (πρώτου) Θεού, γιατί αυτός βρίσκεται πέραν της ύλης και στο Μυστικό της ύπαρξής του. Επομένως, είναι προτιμότερο να απομακρυνθεί από τον κόσμο, εάν ο άνθρωπος θέλει να συναντήσει και τελικά να ενωθεί τον Θεό.
Υφίσταται και μία πολύ ενδιαφέρουσα φιλοσοφική πτυχή:Τό Θείον και το πνευματικό συστατικό (Νους) στοιχείο του ανθρώπου είναι ταυτόσημα. Οπως η Θεότης, έτσι και ο ανθρώπινος νους εμπεριέχει ζωή και φως (4).
Αλλά πιό ενδιαφέροντα για το θέμα μας είναι τα Ορφικά και τα Φρυγικά Μυστήρια καθώς και η λατρεία του Διονύσου με τα εξής καταπληκτικά, θα λέγαμε δικαίως σύγχρονα στοιχεία: α) Το μυστήριον δεν μπορεί να διδαχθεί, πρέπει ο άνθρωπος να κάνει τη δική του εμπειρία. β) Στη διάρκεια της τελετής του μυστηρίου ο άνθρωπος συσμίγει τελείως με τo Θείον. γ) Πραγματοποίηση της Ενωσης με το Θείον μέσω της Εκστασης με τη βοήθεια ήπιας μουσικής και ειδικού ομαδικού χορού. δ) Ειδικά στη λατρεία του Διονύσου σημειώνεται πέραν τούτου και η Ενόραση. Ο Πλάτων γράφει στο «Φαίδρο», ότι σκοπός των μυστηρίων είναι να ανυψωθεί η ψυχή εκεί, από όπου έχει κάποτε κατεβεί στη γη (5).
Από αυτόν το Μυστικισμό επί τη βάσει της εμπειρίας διαφέρουν κάπως ο θρησκευτικός/θεολογικός και ο ιδεαλιστικός/φιλοσοφικός Μυστικισμός, ενώ οι υλιστές φιλόσοφοι απέρριπταν ανεξαιρέτως το Μυστικισμό. Ο Μυστικισμός σημειώνεται π.χ. στο Χριστιανισμό, στον Ιουδαϊσμό (Kabbala και Chassidim), (6), στην αρχαία κινεζική φιλοσοφία και θρησκεία του Ταοϊσμού, στον ινδικό Βουδδισμό, ιδιαιτέρως στη φιλοσοφία του Yoga, στον Ισλάμ (Σουφισμός/Δερβίσηδες) και στην ιουδαϊκή παράδοση (Kabbala και Chassidim).
Ειδικά στο Σουφισμό και στο Χασσιδισμό η Ενωση με το Θεό είναι στενά συνυφασμένη με Εκσταση μέσω μαγικής και γλυκύτατης μουσικής, με υπέροχα τραγούδια και με χορό (έχω μία μεγάλη συλλογή μουσικής περί αυτού), (7).
Οι σημαντικότεροι μυστικιστές φιλόσοφοι και θεολόγοι ήταν μεν ο νεοπλατωνικός Πλωτίνος (3ος αι.),ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης (5οςαι.Επίσκοπος στην Αθήνα), πολύ αργότερα ο Γερμανός Meister Ecκhart (13oς/14ος αι.) και ο Ρώσσος Iwan Kirejeskij (19ος αι. ), αλλά ο Πλάτων έχει αναφέρει στο Συμπόσιον (211 a-d) τον Ερωτα ως πρώτος: Πρόκειται για τη μυστικιστική θέαση του αρχικού Ωραίου συγκεκριμένου και τελικά ως Ιδέα.
Δεν είναι τυχαίο που ο μεγάλος Γερμανός μυστικιστής Meister Eckhart έχει επηρεασθεί από τις ιδέες του Πλάτωνα. Με τον Πλωτίνο άρχισε η εξέλιξη του Μυστικισμού σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κατά την άποψη του Πλωτίνου το Εν αποτελεί το ανώτατο σκαλοπάτι του Είναι, ενώ η Υλη είναι το κατώτατο. Η Ενωσις συντελείται βαθμιαία και κλιμακωτά. Δε σκοπεύουμε να εμβαθύνουμε, αλλά τα πιό σπουδαία στοιχεία αυτής της αντίληψης δέον να αναφερθούν. Ο Πλωτίνος απέρριψε ριζικά την ύλη και παρέλαβε μυστικιστικά στοιχεία.
Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης έχει πρωτίστως στο έργο του „Περί της μυστικιστικής θεολογίας“ υπογραμμίσει, ότι α) ο Θεός είναι πολύ διαφορετικός από ό,τι μας είναι γνωστό και επομένως δεν είναι ανάγκη να τον περιγράψουμε, β) ότι υπάρχει μία στενή σύνδεση μεταξύ του κόσμου και του θεού μέσω του διαχύτου φωτός του και γ) ο άνθρωπος ως σκεπτόμενον ον πρέπει να καταλάβει το νόημα της ύπαρξής του σε μία μυστικιστική διαδικασία της προσέγγισης και τελικά της Ενώσεως με το Θεό. Αυτό όμως μπορεί να επιτευχθεί, μόνον όταν ο άνθρωπος απομακρυνθεί από τον υλικό κόσμο. Σύμφωνα με τον μυστικισμό του διαδραματίζονται τρία στάδια: Κάθαρσις, Φώτισις και Ενωσις. Ο Μυστικισμός του εμπεριέχει και πανθεϊστικές τάσεις, κάτι που έχει επηρεάσει σημαντικά τον Μυστικισμό στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα (8).
Πολύ ενδιαφέρουσα, σχεδόν συνταρακτική, είναι η άποψη του Meister (Magister) Eckhart (13ος αι.) , ο οποίος έχει παραθέσει στο έργο του «Opus tripartitum“ («Εργο τριών τεμαχίων») τις στην εποχή εκείνη επικίνδυνες σχεδόν πανθεϊστικές απόψεις του: Νοητικός τρόπος της απελευθέρωσης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας από τα γήινα προβλήματα μέσω της υπέρβασης του νου έως την τελική Ενωση με την πρώτη. Στον ανθρώπινο νου προσδίδονται θεϊκές ιδιότητες και η δημιουργική αρχή. Ο Θεός γεννιέται στην Ψυχή του ανθρώπου μέσω ενός «μικρού ψυχικού σπινθήρα». Υστερα από την εισχώρηση του Χριστού στην καθαρή ουσία του ανθρώπου αυτή εκλαμβάνει ένα Θείο Είναι, το οποίο μπορεί να κάνει υπέρβαση έναντι της νοημοσύνης και της βούλησης. Ακριβώς σε αυτόν τον “μικρό σπινθήρα της ζωής” λαμβάνει χώραν η ουσιαστική Ενωσις του ανθρώπου με το Θεό. Η άποψη περί του «μικρού σπινθήρα της ζωής» προέρχεται στην ουσία από τους στωικούς Φιλόσοφους, ότι πρόκειται για ένα σπινθήρα του θεϊκού φωτός, το οποίο προσλαμβάνει όλον τον κόσμο και το ανθρώπινο σώμα και εστιάζεται στην κορυφή της ψυχής.
Ο Meister Eckhart απέρριψε την παραδοσιακή έννοια του Θεού ως πρόσωπο και έχει διατυπώσει τη γνώμη, ότι ο Θεός είναι μία οντότητα, το γνήσιο Είναι, η πρώτη αιτία, η εσωτερική βάση του ανθρώπου, ένας γνήσιος νους και μία ολότητα του κοσμικού και του ανθρώπινου Είναι. Ο Θεός είναι ως ανώτατη οντολογική και ηθική εξουσία το Είναι, το Καλό, το Αληθινό και το Ενα (9).Η γνώμη του περί της έννοιας του θεού: Ο Θεός ως καθαρή ύπαρξη, πρώτη αιτία, και ως ολότης της ανθρώπινης ύπαρξης. Εν ολίγοις πρόκειται και εδώ για μία κάπως πανθεϊστική αντίληψη. Εχει θεαθεί τη σχέση μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου όχι ως σχέση μεταξύ του κυρίου και του δούλου, αλλά ως σχέση της ίσης Αγάπης (10). Δεν είναι επομένως τυχαίο που η Sancta Inquisition τον τιμώρησε ως αιρετικό.
Ο Μυστικισμός ήταν και είναι περαιτέρω υπεραναπτυγμένος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδιαιτέρως στη Ρωσσική. Ο πιό γνωστός θεολόγος εκπρόσωπος αυτής της ανθρωποαντίληψης ήταν ο Iwan Kirejewskij, ο οποίος θεωρούσε την κοινωνία της εκκλησίας ως σοπορνοστ (Ενωσις) όλων των πιστών στο μυστικιστικό σώμα του Χριστού. Στο έργο του „ Περί της αναγκαιότητας και της δυνατότητας νέων αρχών στη φιλοσοφία“ έχει διατυπώσει το φιλοσοφικό του credo ως εξής: απόρριψη του ορθολογισμού, του δυτικοευρωπαϊκού σχολαστικισμού και των απολύτων
δικαιωμάτων περί της ιδιοκτησίας καθώς και αποδοκιμασία του ατομικισμού, γιατί και τα δύο είναι οι σάπιες ρίζες της δυτικής σκέψης, η οποία ανταποκρίνεται μόνον εν μέρει στην ολότητα του κόσμου, ενώ το ρωσσικό ορθόδοξο πνεύμα λόγω της πίστης μπορεί να αντικατοπτρίζει την ολότητα των πραγμάτων ! Ο ορθολογισμός και η σωφροσύνη, για τα οποία φταίει ο Αριστοτέλης (sic), είναι κατά την γνώμη του άχρηστα και απορριπτέα πράγματα! Ολα αυτά δεν είναι η πραγματική αλήθεια, στην οποία οδηγεί μόνον η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας (11). Κατά τη γνώμη μου αυτός συγχύζει την ατομικότητα με τον ατομικισμό και τον εγωισμό ακριβώς όπως και οι περισσότεροι Ελληνες ορθόδοξοι θεολόγοι.
Ο Γερμανός προτεστάντης Θεολόγος και Φιλόσοφος του Πολιτισμού Ernst Troeltsch έχει παραθέσει τα καθοριστικά στοιχεία του δυτικού Μ. ευστοχότατα:
1.Εσωτερικότητα του θρησκευτικού βιώματος. Προτεραιότητα της αίσθησης προ του νου. 2. Προτεραιότητα του ατομικισμού και της ψυχολογικής ενδοσκόπησης. 3. Οχι η επίσημη Εκκλησία, αλλά το ελεύθερο πνεύμα καθορίζει τη θρησκευτική τοποθέτηση και γενικά τη θρησκευτικότητα. 4. Το Θείον είναι εσωτερικευμένο, κατοικεί στην ψυχή του μυστικιστή, δεν εστιάζεται έξω από αυτόν. 5. Κυριαρχία του πνεύματος μέσω της «θείας υιοθεσίας». 6. Σε σύγκριση με την προσωπική εμπειρία η ιστορία έχει μόνο μία δευτερεύουσα σημασία.7. Προτεραιότητα της ελευθερίας της συνείδησης ως συστατικού στοιχείου του ανθρώπου έναντι του φυσικού δικαίου. 8. Παράδοση, λατρεία και επίσημα θεσμά είναι περιττά. 9. Ο ατομισμός εστιάζεται στο επίκεντρο.
Ο θεολογικός Μυστικισμός παίζει και στην ισλαμική θρησκεία ένα σημαντικό ρόλο και δη σε μερικές περιπτώσεις με ισχυρές πολιτικές εκφάνσεις.Πολύ ενδιαφέρον είναι αυτό που γράφει ένας από τους μεγαλύτερους μωαμεθανούς μυστικιστές Al Dshunaid, ο οποίος διατυπώνει την ακόλουθη άποψη: Μέσω της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης στο Θεό, είναι εφικτό να υπερβεί „η οδός της αγάπης’“ την αυστηρότητα του Θεού. Αλλά οι υπεύθυνοι ιεράρχες αντέδρασαν σε τέτοιες αντιλήψεις δρακόντεια: Σταύρωσαν τον Πέρση Al-Halladsh και θανάτωσαν το 1191 ύστερα από διαταγή του Salah Adin έναν άλλον μεγάλο μυστικιστή, τον Suhraward ως αιρετικό. Ένας εκπρόσωπος του μυστικιστικού πανθεϊσμού, ο Ibn Arabi (13oς αι.) έχει επισημάνει την απόλυτη εσωτερικότητα του Θεού, ο οποίος αφομοιώνει αυτούς που αγαπούν το σύμπαν και τους ανθρώπους (13).
Μία ιδιαίτερη έκφανση του ισλαμικού Μυστικισμού είναι ο Σουφισμός (Τασαβούφ), από την αραβική λέξη σουφ (μαλλί, ιμάτιο). Σκοπός του είναι η απόκτηση άμεσης γνώσης του θεού, κάτι που δε μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της διαμεσολάβησης ενός ιερέως ή γενικά μέσω του Κορανίου. Πρόκειται συγκεκριμένα για την “Αδελφότητα των Δερβισών” (από το περσικό Darwesh), οι οποίοι προσπαθούν να επιτύχουν την Ενωση με τον Θεό μέσω της εκστάσεως δια ειδικού χορού του βαθμιαίως επιταχυνομένου στριφογυρίσματος και θρησκευτικών ασμάτων.
Κάποτε όμως τους έχει και αυτούς η επίσημη μουσουλμανική εκκλησία τιμωρήσει (14).
Ο εμπεδωτής του Σουφισμού Mevlana Celaleddin Rumi από την Κόνυα (Ικόνιο), (13oς αι. ) έχει μεταξύ άλλων εκφέρει τη γνώμη, ότι δέον να καούν «όλα τα εγώ στο πυρ του Θείου». Σύμφωνα με τη θεωρητική τοποθέτηση των σουφιστών πρέπει αυτός που επιθυμεί να είναι ένα με τον Θεό (Φάνα), να έχει σε αυτόν απόλυτη εμπιστοσύνη (tawwakul) και πέραν τούτου να ακολουθήσει την οδό (Ταρίγκα) για να βρεθεί στη μυστικιστική κατάσταση (Χαλ). Τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι απαραίτητες: ο φόβος ή κάθαρση, η αγάπη ή θυσία και η γνώση.
Στα πλαίσια και της πρώτης μονοθεϊστικής Θρησκείας, του Ιουδαϊσμού, έχει εμφανισθεί σχετικά αργά τον 18οαι. στους Ανατολικούς Ευρωπαίους Εβραίους (Ashkenasim) μία μυστικιστική σέκτα, o Χασσιδισμός ως αντίδραση των θεοσεβών (Chassidi) Εβραίων στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό (15). Η Ενωσις με το Θεό επί τη βάσει της αντίληψης αυτής της μυστικιστικής σέκτας εμπεριέχει στοιχεία του πολυθεϊσμού. Ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός (ius rationis) ως το αποκορύφωμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έχει παραγκωνίσει μαζί με τη θρησκεία και τον Μυστικισμό.
Εν τούτοις, ίσως να είναι μία έκπληξη, που ακόμη και στη νεώτερη εποχή σημειώνονται σε μερικούς φιλόσοφους μυστικιστικές τάσεις αλλά μάλλον αντιδραστικού χαρακτήρα (π.χ. Jaspers,“Lehre vom “Umgreifenden“ και Heidegger „Weltfrömmigkeit,“)
Συμπεράσματα :
α) Πολλές θρησκείες και ιδιαιτέρως και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες γνωρίζουν τον Μυστικισμό.
β) Ο Μυστικισμός αντιτίθεται στο μονοπώλιο ερμηνείας των ιερών κειμένων εκ μέρους του εκάστοτε ιερατικού κατεστημένου.
γ) Το κατεστημένο τιμωρεί συχνά σκληρά τους μυστικιστές ως αιρετικούς.
δ) Σημειώνονται από κοινωνική και πολιτική άποψη δύο κύριες κατευθύνσεις του Μυστικισμού, μία αντιδραστική και μία προοδευτική.
Πηγές
1.Ιδέ J.Mittelstraß et alt. (Edit.), Enzyklopädie, Philosophie und Wissenschaftstheorie,vier Bände, Band 4, ISBN 3-476-02012-6, Stuttgart/Weimar 2004, S.719/720.
2. G. Wehr, Europäische Mystik, ISBN 3-926642-54-8, Wiesbaden, S. 8-14,17-26
3. Ιδέ J.Mittelstraß et alt. ibid., Band 2, S.947-949.
4.Ιδέ M. Eliade, Geschichte der religiösen Ideen (Orig. Histoire des croyances et idees religieuses, Paris 12978, 1992), ISBN 3-451-05274-1, Band 2, Breisgau 2002, S. 245-256.
5. Iδέ εκτενέστατα P.Fiebag /E.Gruber/ R. Holbe, Mysterien des Altertums, ISBN-3-426-66469-0, Gütersloh/München 2002, S.145, 147, 153, 157.
6. Ιδέ Kabbala, Eine Textauswahl, hrsg. von H. Werner, ISBN 3-899836-349-X, Köln 2002.
7. M. Klaus/M. Buhr (Edit.), Philosophisches Wörterbuch, Band 2, Leipzig, 1969, S. 752-754.
8. Ιδέ εκτενέστατα Η.- N. Wöhler, Geschichte der mittelalterlichen Philosophie, Lehrbuch (Εγχειρίδιο), ISBN 3-326-00464-8, Berlin, 1990, S. 13-15.
9. Ιδέ id., S. 169-175.
10. Ιδέ H.-N, Wöhler, ibid., S.173/174.
11.Ιδέ Ian Buruma / Avishai Margalit, Okzidentalismus, Der Westen in den Augen seiner Feinde ( Orig.: Occidentalism. The West in the Eyes of its Enemies, New York 2004), ISBN 3-446-20614-0, München / Wien 2005, pp.79-85
12. Ernst Troeltsch, Aufsätze zur Geistesgeschichte und Religionssoziologie, ISBN 3-511-06214-4.
13. Ιδε Yves Thoraval, Lexikon der islamischen Kultur (Orig. Dictionnaire de civilisation musulmane, Paris, 1995), ISBN 13: 978.3.937872.05.6, pp. 333-336).
14. Ιδέ id., p. 96).
15. Iδέ J. Maier, Judentum von A-Z, Glauben, Geschichte, Kultur, ISBN 978.3.86756.011.5, Erfstadt, 2001, S.91-94.
Συνέχεια
-Apokalypse, Apokalypsen, Hrsg. E. Hennecke, Wiesbaden 2007
Meister Eckhart, Textauswahl und Kommentare von G.Wehr, Wiesbaden 2015
-Sagen und Legenden aus Talmud und Midrasch, Eine Sammlung von Sagen, Allegorien und Fabeln, Hrsg. D.Ehrmann, Wiesbaden 2004
Καθημερινή (28.12.2013) και επεξεργασμένο (11.12.1016)
Επίσης στο βιβλίο μου, Παναγιώτης Δημητρίου Τερζόπουλος (Panos Terz), Εγκυκλοπαιδική και Κοινωνική Μόρφωση, Εκλαϊκευμένα: Φιλοσοφία, Διεθνές Δίκαιο, Διεθνείς Σχέσεις, Πολιτολογία, Πρώτος Τόμος (Enzyklopädische und Allgemeinbildung: Philosophie, Völkerrecht, Internationale Beziehungen, Erster Band ), ISBN: 978-620-0-61337-0, Saarbrücken 2020, 289 S., σελ.72
——————————————————————————–
Τα κάτωθι κείμενα είναι παρμένα από αλλού. Τα έχω μόνον εδώ αποθηκεύσει.
“Ινδικός Μυστικισμός
Κλασσική χώρα του μυστικισμού είναι οι Ινδίες. Ιδίως η φιλοσοφία της Βιντάντα παρέχει σε εμάς καταρτισμένο και συστηματοποιημένο μυστικισμό. Οι Βραχμάνες ανάγουν το πλήθος των θεών σε μια ενιαία και μοναδική αρχή, την οποία καλούν Βραχμάν ή Ατμάν. Το Βραχμάν τούτο ως κάτι πνευματικό και άμα απρόσωπο, «βλέπει χωρίς οφθαλμούς, ακούει άνευ ώτων, δεν ομιλεί δια λέξεων, δεν νοεί δι’ ιδεών». Είναι η ζωή, η πνοή του σύμπαντος, εξ ης τα πάντα απορρέουν και εις την οποία επιστρέφουν τα πάντα, η μόνη άφθαρτος ουσία, η οποία παραμένει αναλλοίωτος στην διηνεκεί ροή. Του Βραχμάν απορροή είναι και ο άνθρωπος- κατ’ ακολουθία η πνοή αυτή του σύμπαντος ζει και εντός αυτού είναι σπινθήρ εκπηδήσας εκ της θείας πυράς, σταγόνα εκ του ωκεανού της θεότητας. Καθήκον μοναδικό έχει να επιστρέψει πίσω στην θεία πηγή, να αφανίσει εαυτό εντός του απείρου φωτός. Η ένωση αυτή μετά του Βραχμάν ή ο αφανισμός αυτός της ιδίας προσωπικότητας σε αυτώ είναι η μόνη οδός προς την απολύτρωση από του πόνου της υπάρξεως. Η κατάσταση αυτή της αποσβέσεως, το Νιρβάνα, κατορθώνεται δια της Γιόγκα, της ασκήσεως, η οποία αποτελείται εκ σειράς συστηματικώς διαρθρωμένων ασκήσεων, των οποίων αποτέλεσμα η συγκέντρωση. Έτσι το Εγώ του ασκητή ευρίσκει την ανάπαυσή του εν τω απείρω Εγώ (Ατμάν).
Δυτικός χριστιανικός μυστικισμός
Τη δυτική Χριστιανοσύνη επηρέασε προπαντός ο Αυγουστίνος (354-430), ο οποίος μίλησε για τη θεία εικόνα κυρίως με ψυχολογικούς όρους, αρχίζοντας από τη σχέση Δημιουργού -δημιουργήματος, την οποία η θεία έλξη και η ανταπόκριση του ανθρώπου σ’ αυτήν μεταμορφώνει σε ταυτότητα. Αργότερα ο Johannes Scotus Eriugena (810-877), υιοθετώντας τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και μεταφράζοντας τα συγγράματα που φέρουν το όνομα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, έδωσε νέους χυμούς στον πρώιμο μεσαιωνικό μυστικισμό. Οι μυστικοί της Δύσεως παραμέρισαν τον μυστικισμό της εικόνας και στράφηκαν περισσότερο σ’ έναν ιδιωτικό και συναισθηματικό μυστικισμό, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ερωτικό χριστιανικό μυστικισμό.
Από τους διαπρεπέστερους υμνητές του πνευματικού ερωτά υπήρξε ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ (1090-1153). Η αγάπη του ήταν χριστοκεντρική, ενατενίζουσα τον εσταυρωμένο Χριστό. τον 13ο αι. αναπτύχθηκε μιά νέα αντίληψη της σημασίας της σαρκώσεως του Λόγου και της σπουδαιότητας που έχει μετά από αυτήν όλη η δημιουργία. Έκτοτε η παρουσία του Θεού αναζητείται περισσότερο μέσα στη δημιουργία παρά έξω από αυτήν.
Ο Φραγκίσκος της Ασίζης (1182-1226) δίδαξε τους συγχρόνους του να αντιμετωπίζουν τη φύση με σεβασμό και αγάπη, καθώς επίσης τον άρρωστο και τον φτωχό άνθρωπο. Η ζωηρή συνείδηση της μοναδικής σημασίας που έχει το γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος χάρισε στον χριστιανικό ερωτικό μυστικισμό ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο και ενδιαφέρον για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πολλοί δυτικοί μυστικοί, όπως η Αικατερίνα της Σιέννας (1347-1380) και ο Ιγνάτιος Λογιόλα (1491-1556), έζησαν δραστήριο βίο και επηρέασαν ευρύτερα την κοινωνία.
Ο μεσαιωνικός μυστικισμός έφθασε σε μεγάλα ύψη με τον Έκαρτ (Johannes Eckhart, 1260-1327), που θεωρείται ο σημαντικότερος μυστικός θεολόγος της Δύσεως. Συνύφανε αυγουστίνειες και ελληνικές θεωρίες με μιά τολμηρή αποφατική θεολογία και δημιούργησε ένα επιβλητικό σύστημα, με κέντρο της θεολογικής του οντολογίας την εικόνα, οδηγώντας τον μυστικισμό της εικόνας στα απώτατα όρια. Ο άνθρωπος καλείται να αποκτήσει συνείδηση του θείου στοιχείου που υπάρχει μέσα του. Η νέα γέννηση του Χριστού στα μύχια της ψυχής αποτελεί τον σκοπό της ιστορίας της σωτηρίας. Ο Έκαρτ επιμένει ότι η μυστική ένωση δεν αποτελεί προνόμιο ορισμένων, αλλά βασική κλήση και τελικό σκοπό της ανθρωπότητας. Για να επιτύχει όμως αυτό ο άνθρωπος, δεν φθάνει μιά διανοητική διαδικασία• απαιτείται απόσυρση από τα εγκόσμια και απάρνησή τους. Τις ιδέες αυτές απλοποίησε ο J. Tauler (;1300-1361), κηρύττοντας έναν προσωπικό, βιωματικό Χριστιανισμό. Αργότερα ο Ολλανδός Jan van Ruysbroek (1293-1381) συμπεριέλαβε στον μυστικισμό της εικόνας ένα μυστικισμό της κτίσεως.
Από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του ερωτικού μυστικισμού της Δύσεως υπήρξαν οι Ισπανοί, Θηρεσία της Άβιλλας (1515-1582) και Ιωάννης του Σταυρού (1542-1591). Ο τελευταίος, που υπήρξε και πνευματικός της Θηρεσίας, περιέγραψε την πνευματική ζωή ως αυξάνουσα κάθαρση – μιά πορεία που αρχίζει με τη νύκτα των αισθήσεων, προχωρεί στη νόηση και καταλήγει στον γνόφο της ενώσεως με τον Θεό. Άλλοι μυστικοί αποκάλεσαν τη δεύτερη και τρίτη φάση, φωτισμό και ένωση αντίστοιχα. η Θηρεσία αναφέρθηκε στη μυστική αγαπητική ένωση ως «γάμο» και περιέγραψε τέσσερις βαθμίδες που οδηγούν στον Θεό: Αυτοσυγκέντρωση, συνδυασμένη με προσευχή. Προσευχή της ησυχίας. Συνενωτική προσευχή, στην οποία βούληση και νους βρίσκονται ενωμένα με τον Θεό. Εκστατική ένωση (unio mystica). Οι διδασκαλίες αυτές επηρέασαν ευρύτερα τον ρομαντικό μυστικισμό των νεοτέρων χρόνων και καλλιέργησαν μιά μυστική διάθεση στοχαστικής, συναισθηματικής και εκστατικής προσευχής.
Μυστικά ρεύματα διαχύθηκαν και στον χώρο των προτεσταντικών κοινοτήτων, που διαμορφώθηκαν από τη μεταρρύθμιση. Το πρώτο εκπροσωπούν ο V. Weigel (1533-1588), που συνέθεσε παραδοσιακές ιδέες από τον Γνωστικισμό και τον Παράκελσο, σ’ ένα απαρτισμένο σύστημα. Το δεύτερο ρεύμα πήγασε από τον J. Bohme (1575-1624), το οποίο, στην αρχή μεν συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις, αργότερα όμως επηρέασε τη γερμανική πνευματικότητα, όταν αναπτύχθηκε ο μυστικοπαθής ευσεβισμός. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο διακεκριμένος μυστικός υπήρξε ο G. Fox (1624-1691), ιδρυτής των Κουάκερων. Με την ανάπτυξη του γερμανικού ιδεαλισμού και με τον F. Schleiermacher ο μυστικισμός προσείλκυσε το ενδιαφέρον της θεολογίας. Αργότερα ο R. Otto επισήμανε τη βαθιά σχέση του μυστικού βιώματος με την ουσία της θρησκείας.
Βασικά θέματα του βυζαντινού μυστικισμού
Οι όροι-κλειδιά, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα βυζαντινά μυστικά κείμενα, είναι: «γνώσις», «ησυχία», «νήψις», «προσευχή», «απάθεια», «κάθαρσις του νοός», «άσκησις», «πράξις», «θεωρία», «έκστασις», «έλλαμψις», «μνήμη Θεού»,«θεατού Θεού»,«θείο φως», «μέθεξις», «θείος έρως», «θέωσις». Την ιδιοτυπία του μυστικού βιώματος εκφράζουν επίσης οι αντινομικοί συνδυασμοί που αγκαλιάζουν διαλεκτικά τη χριστιανική εμπειρία: «λαμπρός γνόφος», «ευφρόσυνο πένθος», «νηφαλία μέθη» κ.α. Ενώ όμως την προσοχή πολλών μελετητών ελκύει η ιδιοτυπία ορισμένων από τους ανωτέρω όρους της Ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, εντούτοις δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι από τις περισσότερο επαναλαμβανόμενες έννοιες στους Ορθόδοξους μυστικούς είναι οι όροι: «Θεός»,«Ιησούς», «Χριστός», «Πνεύμα», «Αγία Τριάς», «χάρις», «εντολαί», «Σταυρός», «Ανάστασις», «αγάπη».
Τα τυπικότερα στοιχεία του βυζαντινού μυστικισμού είναι:
α) Η ήρεμη έκσταση, στην οποία συμβάλλει η αδιάλειπτη νοερά προσευχή και ο νους με τη συμμετοχή των αρετών. Ο βυζαντινός μυστικισμός δεν γνωρίζει τους τύπους εκείνους εκστάσεως που συναντούμε σε άλλα θρησκεύματα (Σαμανισμό, αφρικανική πνευματοληψία, διονυσιακή έκσταση, δερβίσηδες κ.λπ.), η οποία σχετίζεται με τεχνικές ψυχοσωματικών διεγέρσεων, χορούς, ναρκωτικά κ.λπ. Ούτε ακόμη ταυτίζεται με την έκσταση των μυστηριακών θρησκειών ή τη φιλοσοφική λεγόμενη έκσταση των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, με την έξοδο δηλαδή του νου από το σώμα, από τον χρόνο, για να λειτουργήσει δήθεν καθαρά.
β) Γνώση – αγνωσία. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του. Συχνότατες είναι οι αποφατικές διατυπώσεις, όπως «υπερούσιος αοριστία» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «υπερ-άρρητος», «υπεράγνωστος» (Μάξιμος).
γ) Έλλαμψη και θέρμη. η πολυδιάστατη εμπειρία του φωτός έχει άμεσες χριστολογικές, πνευματολογικές και εσχατολογικές συναρτήσεις. Η μυστική θεωρία προεκτείνεται σε θέα εσχατολογική, έξοδο από την Ιστορία προς το αιώνιο φως της Δευτέρας Παρουσίας. Παρά τη συχνότητα όμως και τη σημασία του φωτός, ποτέ δεν δόθηκε το βάρος σε εξωτερικά φαινόμενα. Αυτά θεωρήθηκαν μόνο μιά πλευρά της θέας του Θεού. ο ουσιαστικός σκοπός παρέμεινε η συνάντηση του προσώπου του Χριστού.
δ) «Θείος έρως». Ενώ η λέξη «έρως» επανέρχεται στα κείμενα των βυζαντινών μυστικών, οι ερωτικές περιγραφές είναι λιτές και διαφοροποιούνται σαφώς από ανάλογες σελίδες του μουσουλμανικού ή του ινδουιστικού μυστικισμού. Ακόμα και σε σχέση με τους δυτικούς μυστικούς, οι όποιοι συχνά χρησιμοποιούν ρομαντικές και ρεαλιστικές περιγραφές, οι Βυζαντινοί διαφέρουν όταν μιλούν για τον έρωτα του Θεού – όπως οι αποπνευματοποιημένες βυζαντινές εικόνες από τα δυτικοχριστιανικά αγάλματα. «Ο θείος έρως», «ο μακάριος έρως», δεν νοείται σαν μιά συναισθηματική διέγερση. Δένεται άμεσα με την αγάπη στην καθολική της μορφή, στην οποία δίνεται σταθερά το πρωτείο.
ε) Μία διαλεκτική τάση μεταξύ «έχειν» και «μη έχειν», μεταξύ στάσεως και συνεχούς κινήσεως, συνεχούς επεκτάσεως σε νέες εμπειρίες «από δόξης εις δόξαν», δεσπόζει στον βυζαντινό μυστικισμό. Η ανέλιξη αυτή συνδυάζεται με βαθιά ταπείνωση, ευγνώμονη εξάρτηση από τη θεία χάρη και ανοικτή συνείδηση στην ιστορική, εσχατολογική προοπτική.
στ) «Θέωσις». Οι βυζαντινοί θεολόγοι, στηριγμένοι βιωματικά στη θεολογία της σαρκώσεως, οδηγούνται σταθερά σε μιά θεολογία της θεώσεως. Ο αγ. Μάξιμος, ο όποιος ιδιαίτερα επιμένει σ’ αυτήν τη διδασκαλία, τονίζει ότι το δράμα του Θεού στον γνόφο είναι ήδη μετοχή στον Θεό. στη θέωση τελικά οδηγεί η μετοχή και η μέθεξη των ενεργειών του Θεού. Γινόμαστε «θεοί κατά χάριν», θεοί, «άνευ της κατ’ ουσίαν ταυτότητος». Πρόκειται για ένα τολμηρό δράμα, γεμάτο εμπιστοσύνη στη δύναμη της θείας χάριτος, πίστη στην οντολογική αλλοίωση που συντελείται στον κόσμο με τη σάρκωση του Χριστού και τη συνεχή δράση του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρισμένο από ανεκλάλητη αισιοδοξία για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου.
(Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του Ορθόδοξου μυστικισμού βλ. κατωτέρω: Γιόγκα και Ορθόδοξος Ησυχασμός.)
Γενικά, ο Ορθόδοξος μυστικισμός παρουσιάζει ήρεμη νηφαλιότητα και ανάταση, σε ριζική αντίθεση προς μυστικίζουσες θεοσοφικές ή απόκρυφες θεωρίες και ψυχοσωματικές τεχνικές. Όλα είναι δώρα της χάριτος του Θεού. Εκείνο που κυρίως καταθέτει ο άνθρωπος είναι η προαίρεση, το μόνο ουσιαστικό που έχει δικό του. Ιδιαίτερα εξωτερικά φαινόμενα -όπως τα στίγματα, που είναι τόσο συχνά στους μυστικούς της Δύσεως- δεν αναφέρονται στους μυστικούς της Ανατολής. Πολλοί από τους τελευταίους προειδοποιούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο των σωματικών οραμάτων ή φαντασιώσεων. Διότι και τα δύο καταστρέφουν την ενότητα του ανθρώπου, την οποία ο Χριστός ήρθε να αναστηλώσει.
* Ρωσικός μυστικισμός. Στην Ορθόδοξη Ρωσία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα μυστικισμού. Το ένα υπήρξε άμεση συνέχεια της βυζαντινής και γενικά της Ορθόδοξης παραδόσεως. Τροφοδοτήθηκε σταθερά από τη λειτουργική ζωή και τις μεταφράσεις βυζαντινών μυστικών, όπως της Φιλοκαλίας, που κυκλοφόρησε αρχικά στη σλάβονική και αργότερα (1894) στη ρωσική γλώσσα. Ασκητικές μορφές, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ (1-1794), ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833) και πολλοί άλλοι είχαν στη ζωή τους ζωηρά μυστικά βιώματα.
Το άλλο ρεύμα προήλθε από μεταφράσεις διαφόρων γνωστών και αγνώστων μυστικών συγγραφέων της δυτικής Χριστιανοσύνης, συνήθως ευσεβιστικών τάσεων, και παρουσίασε επικίνδυνες εξάρσεις και αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστικές μορφές στη δεύτερη αυτή τάση υπήρξαν οι: Γρ. Σ. Σκοβορόντα (1722-1794), Ν.Ι. Νοβικώφ και Α.Φ. Λά-μπσιν. Τον 19ο αι. εμφανίσθηκαν στη Ρωσία διάφορες μυστικοπαθείς ομάδες, με πρωταγωνιστές την Ταταρίνοβα, τον Α .Π. Ντουμποβίσκυ, τον Κοτέλνικωφ (του οποίου οι οπαδοί ονομάσθηκαν «οχήματα του Πνεύματος» -«ντουχονόστσι»), οι όποιες προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρωσικού μυστικισμού υπήρξε ο Βλ. Σολοβιώφ (1853-1900). Με σαφείς επιδράσεις από τον Νεοπλατωνισμό και τους μυστικούς της χριστιανικής Δύσης, όπως τους Eriugena, Bohme κ.α., ο Σολοβιώφ, έχοντας ο ίδιος έντονες προσωπικές μυστικές εμπειρίες, ανέπτυξε τις απόψεις του για τη μυστική πίστη, την «πανενότητα» του Θεού με το κοσμικό και ιστορικό σύμπαν κ.λπ. Αρχικά σλαβόφιλος, δέχθηκε 4 χρόνια πριν πεθάνει τη ρωμαιοκαθολική ομολογία. Κάπως πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση, ο θεολόγος και φιλόσοφος Α.Σ. Χομιάκωφ (1804-1860) πλούτισε τον ρωσικό μυστικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τη μυστική εμπειρία της Εκκλησίας και στρεφόμενος γύρω από αυτήν, ανέπτυξε ένα μυστικισμό της ολοκληρώσεως και συναδελφότητας, που κέντρο του έχει το Πνεύμα του Χρίστου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ρωσική θεολογική σκέψη.
Βασικά θέματα του βυζαντινού μυστικισμού
Οι όροι-κλειδιά, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα βυζαντινά μυστικά κείμενα, είναι: «γνώσις», «ησυχία», «νήψις», «προσευχή», «απάθεια», «κάθαρσις του νοός», «άσκησις», «πράξις», «θεωρία», «έκστασις», «έλλαμψις», «μνήμη Θεού»,«θεατού Θεού»,«θείο φως», «μέθεξις», «θείος έρως», «θέωσις». Την ιδιοτυπία του μυστικού βιώματος εκφράζουν επίσης οι αντινομικοί συνδυασμοί που αγκαλιάζουν διαλεκτικά τη χριστιανική εμπειρία: «λαμπρός γνόφος», «ευφρόσυνο πένθος», «νηφαλία μέθη» κ.α. Ενώ όμως την προσοχή πολλών μελετητών ελκύει η ιδιοτυπία ορισμένων από τους ανωτέρω όρους της Ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, εντούτοις δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι από τις περισσότερο επαναλαμβανόμενες έννοιες στους Ορθόδοξους μυστικούς είναι οι όροι: «Θεός»,«Ιησούς», «Χριστός», «Πνεύμα», «Αγία Τριάς», «χάρις», «εντολαί», «Σταυρός», «Ανάστασις», «αγάπη».
Τα τυπικότερα στοιχεία του βυζαντινού μυστικισμού είναι:
α) Η ήρεμη έκσταση, στην οποία συμβάλλει η αδιάλειπτη νοερά προσευχή και ο νους με τη συμμετοχή των αρετών. Ο βυζαντινός μυστικισμός δεν γνωρίζει τους τύπους εκείνους εκστάσεως που συναντούμε σε άλλα θρησκεύματα (Σαμανισμό, αφρικανική πνευματοληψία, διονυσιακή έκσταση, δερβίσηδες κ.λπ.), η οποία σχετίζεται με τεχνικές ψυχοσωματικών διεγέρσεων, χορούς, ναρκωτικά κ.λπ. Ούτε ακόμη ταυτίζεται με την έκσταση των μυστηριακών θρησκειών ή τη φιλοσοφική λεγόμενη έκσταση των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, με την έξοδο δηλαδή του νου από το σώμα, από τον χρόνο, για να λειτουργήσει δήθεν καθαρά.
β) Γνώση – αγνωσία. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του. Συχνότατες είναι οι αποφατικές διατυπώσεις, όπως «υπερούσιος αοριστία» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «υπερ-άρρητος», «υπεράγνωστος» (Μάξιμος).
γ) Έλλαμψη και θέρμη. η πολυδιάστατη εμπειρία του φωτός έχει άμεσες χριστολογικές, πνευματολογικές και εσχατολογικές συναρτήσεις. Η μυστική θεωρία προεκτείνεται σε θέα εσχατολογική, έξοδο από την Ιστορία προς το αιώνιο φως της Δευτέρας Παρουσίας. Παρά τη συχνότητα όμως και τη σημασία του φωτός, ποτέ δεν δόθηκε το βάρος σε εξωτερικά φαινόμενα. Αυτά θεωρήθηκαν μόνο μιά πλευρά της θέας του Θεού. ο ουσιαστικός σκοπός παρέμεινε η συνάντηση του προσώπου του Χριστού.
δ) «Θείος έρως». Ενώ η λέξη «έρως» επανέρχεται στα κείμενα των βυζαντινών μυστικών, οι ερωτικές περιγραφές είναι λιτές και διαφοροποιούνται σαφώς από ανάλογες σελίδες του μουσουλμανικού ή του ινδουιστικού μυστικισμού. Ακόμα και σε σχέση με τους δυτικούς μυστικούς, οι όποιοι συχνά χρησιμοποιούν ρομαντικές και ρεαλιστικές περιγραφές, οι Βυζαντινοί διαφέρουν όταν μιλούν για τον έρωτα του Θεού – όπως οι αποπνευματοποιημένες βυζαντινές εικόνες από τα δυτικοχριστιανικά αγάλματα. «Ο θείος έρως», «ο μακάριος έρως», δεν νοείται σαν μιά συναισθηματική διέγερση. Δένεται άμεσα με την αγάπη στην καθολική της μορφή, στην οποία δίνεται σταθερά το πρωτείο.
ε) Μία διαλεκτική τάση μεταξύ «έχειν» και «μη έχειν», μεταξύ στάσεως και συνεχούς κινήσεως, συνεχούς επεκτάσεως σε νέες εμπειρίες «από δόξης εις δόξαν», δεσπόζει στον βυζαντινό μυστικισμό. Η ανέλιξη αυτή συνδυάζεται με βαθιά ταπείνωση, ευγνώμονη εξάρτηση από τη θεία χάρη και ανοικτή συνείδηση στην ιστορική, εσχατολογική προοπτική.
στ) «Θέωσις». Οι βυζαντινοί θεολόγοι, στηριγμένοι βιωματικά στη θεολογία της σαρκώσεως, οδηγούνται σταθερά σε μιά θεολογία της θεώσεως. Ο αγ. Μάξιμος, ο όποιος ιδιαίτερα επιμένει σ’ αυτήν τη διδασκαλία, τονίζει ότι το δράμα του Θεού στον γνόφο είναι ήδη μετοχή στον Θεό. στη θέωση τελικά οδηγεί η μετοχή και η μέθεξη των ενεργειών του Θεού. Γινόμαστε «θεοί κατά χάριν», θεοί, «άνευ της κατ’ ουσίαν ταυτότητος». Πρόκειται για ένα τολμηρό δράμα, γεμάτο εμπιστοσύνη στη δύναμη της θείας χάριτος, πίστη στην οντολογική αλλοίωση που συντελείται στον κόσμο με τη σάρκωση του Χριστού και τη συνεχή δράση του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρισμένο από ανεκλάλητη αισιοδοξία για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου.
(Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του Ορθόδοξου μυστικισμού βλ. κατωτέρω: Γιόγκα και Ορθόδοξος Ησυχασμός.)
Γενικά, ο Ορθόδοξος μυστικισμός παρουσιάζει ήρεμη νηφαλιότητα και ανάταση, σε ριζική αντίθεση προς μυστικίζουσες θεοσοφικές ή απόκρυφες θεωρίες και ψυχοσωματικές τεχνικές. Όλα είναι δώρα της χάριτος του Θεού. Εκείνο που κυρίως καταθέτει ο άνθρωπος είναι η προαίρεση, το μόνο ουσιαστικό που έχει δικό του. Ιδιαίτερα εξωτερικά φαινόμενα -όπως τα στίγματα, που είναι τόσο συχνά στους μυστικούς της Δύσεως- δεν αναφέρονται στους μυστικούς της Ανατολής. Πολλοί από τους τελευταίους προειδοποιούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο των σωματικών οραμάτων ή φαντασιώσεων. Διότι και τα δύο καταστρέφουν την ενότητα του ανθρώπου, την οποία ο Χριστός ήρθε να αναστηλώσει.
* Ρωσικός μυστικισμός. Στην Ορθόδοξη Ρωσία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα μυστικισμού. Το ένα υπήρξε άμεση συνέχεια της βυζαντινής και γενικά της Ορθόδοξης παραδόσεως. Τροφοδοτήθηκε σταθερά από τη λειτουργική ζωή και τις μεταφράσεις βυζαντινών μυστικών, όπως της Φιλοκαλίας, που κυκλοφόρησε αρχικά στη σλάβονική και αργότερα (1894) στη ρωσική γλώσσα. Ασκητικές μορφές, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ (1-1794), ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833) και πολλοί άλλοι είχαν στη ζωή τους ζωηρά μυστικά βιώματα.
Το άλλο ρεύμα προήλθε από μεταφράσεις διαφόρων γνωστών και αγνώστων μυστικών συγγραφέων της δυτικής Χριστιανοσύνης, συνήθως ευσεβιστικών τάσεων, και παρουσίασε επικίνδυνες εξάρσεις και αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστικές μορφές στη δεύτερη αυτή τάση υπήρξαν οι: Γρ. Σ. Σκοβορόντα (1722-1794), Ν.Ι. Νοβικώφ και Α.Φ. Λά-μπσιν. Τον 19ο αι. εμφανίσθηκαν στη Ρωσία διάφορες μυστικοπαθείς ομάδες, με πρωταγωνιστές την Ταταρίνοβα, τον Α .Π. Ντουμποβίσκυ, τον Κοτέλνικωφ (του οποίου οι οπαδοί ονομάσθηκαν «οχήματα του Πνεύματος» -«ντουχονόστσι»), οι όποιες προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρωσικού μυστικισμού υπήρξε ο Βλ. Σολοβιώφ (1853-1900). Με σαφείς επιδράσεις από τον Νεοπλατωνισμό και τους μυστικούς της χριστιανικής Δύσης, όπως τους Eriugena, Bohme κ.α., ο Σολοβιώφ, έχοντας ο ίδιος έντονες προσωπικές μυστικές εμπειρίες, ανέπτυξε τις απόψεις του για τη μυστική πίστη, την «πανενότητα» του Θεού με το κοσμικό και ιστορικό σύμπαν κ.λπ. Αρχικά σλαβόφιλος, δέχθηκε 4 χρόνια πριν πεθάνει τη ρωμαιοκαθολική ομολογία. Κάπως πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση, ο θεολόγος και φιλόσοφος Α.Σ. Χομιάκωφ (1804-1860) πλούτισε τον ρωσικό μυστικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τη μυστική εμπειρία της Εκκλησίας και στρεφόμενος γύρω από αυτήν, ανέπτυξε ένα μυστικισμό της ολοκληρώσεως και συναδελφότητας, που κέντρο του έχει το Πνεύμα του Χρίστου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ρωσική θεολογική σκέψη.
Βασικά θέματα του βυζαντινού μυστικισμού
Οι όροι-κλειδιά, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα βυζαντινά μυστικά κείμενα, είναι: «γνώσις», «ησυχία», «νήψις», «προσευχή», «απάθεια», «κάθαρσις του νοός», «άσκησις», «πράξις», «θεωρία», «έκστασις», «έλλαμψις», «μνήμη Θεού»,«θεατού Θεού»,«θείο φως», «μέθεξις», «θείος έρως», «θέωσις». Την ιδιοτυπία του μυστικού βιώματος εκφράζουν επίσης οι αντινομικοί συνδυασμοί που αγκαλιάζουν διαλεκτικά τη χριστιανική εμπειρία: «λαμπρός γνόφος», «ευφρόσυνο πένθος», «νηφαλία μέθη» κ.α. Ενώ όμως την προσοχή πολλών μελετητών ελκύει η ιδιοτυπία ορισμένων από τους ανωτέρω όρους της Ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, εντούτοις δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι από τις περισσότερο επαναλαμβανόμενες έννοιες στους Ορθόδοξους μυστικούς είναι οι όροι: «Θεός»,«Ιησούς», «Χριστός», «Πνεύμα», «Αγία Τριάς», «χάρις», «εντολαί», «Σταυρός», «Ανάστασις», «αγάπη».
Τα τυπικότερα στοιχεία του βυζαντινού μυστικισμού είναι:
α) Η ήρεμη έκσταση, στην οποία συμβάλλει η αδιάλειπτη νοερά προσευχή και ο νους με τη συμμετοχή των αρετών. Ο βυζαντινός μυστικισμός δεν γνωρίζει τους τύπους εκείνους εκστάσεως που συναντούμε σε άλλα θρησκεύματα (Σαμανισμό, αφρικανική πνευματοληψία, διονυσιακή έκσταση, δερβίσηδες κ.λπ.), η οποία σχετίζεται με τεχνικές ψυχοσωματικών διεγέρσεων, χορούς, ναρκωτικά κ.λπ. Ούτε ακόμη ταυτίζεται με την έκσταση των μυστηριακών θρησκειών ή τη φιλοσοφική λεγόμενη έκσταση των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, με την έξοδο δηλαδή του νου από το σώμα, από τον χρόνο, για να λειτουργήσει δήθεν καθαρά.
β) Γνώση – αγνωσία. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του. Συχνότατες είναι οι αποφατικές διατυπώσεις, όπως «υπερούσιος αοριστία» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «υπερ-άρρητος», «υπεράγνωστος» (Μάξιμος).
γ) Έλλαμψη και θέρμη. η πολυδιάστατη εμπειρία του φωτός έχει άμεσες χριστολογικές, πνευματολογικές και εσχατολογικές συναρτήσεις. Η μυστική θεωρία προεκτείνεται σε θέα εσχατολογική, έξοδο από την Ιστορία προς το αιώνιο φως της Δευτέρας Παρουσίας. Παρά τη συχνότητα όμως και τη σημασία του φωτός, ποτέ δεν δόθηκε το βάρος σε εξωτερικά φαινόμενα. Αυτά θεωρήθηκαν μόνο μιά πλευρά της θέας του Θεού. ο ουσιαστικός σκοπός παρέμεινε η συνάντηση του προσώπου του Χριστού.
δ) «Θείος έρως». Ενώ η λέξη «έρως» επανέρχεται στα κείμενα των βυζαντινών μυστικών, οι ερωτικές περιγραφές είναι λιτές και διαφοροποιούνται σαφώς από ανάλογες σελίδες του μουσουλμανικού ή του ινδουιστικού μυστικισμού. Ακόμα και σε σχέση με τους δυτικούς μυστικούς, οι όποιοι συχνά χρησιμοποιούν ρομαντικές και ρεαλιστικές περιγραφές, οι Βυζαντινοί διαφέρουν όταν μιλούν για τον έρωτα του Θεού – όπως οι αποπνευματοποιημένες βυζαντινές εικόνες από τα δυτικοχριστιανικά αγάλματα. «Ο θείος έρως», «ο μακάριος έρως», δεν νοείται σαν μιά συναισθηματική διέγερση. Δένεται άμεσα με την αγάπη στην καθολική της μορφή, στην οποία δίνεται σταθερά το πρωτείο.
ε) Μία διαλεκτική τάση μεταξύ «έχειν» και «μη έχειν», μεταξύ στάσεως και συνεχούς κινήσεως, συνεχούς επεκτάσεως σε νέες εμπειρίες «από δόξης εις δόξαν», δεσπόζει στον βυζαντινό μυστικισμό. Η ανέλιξη αυτή συνδυάζεται με βαθιά ταπείνωση, ευγνώμονη εξάρτηση από τη θεία χάρη και ανοικτή συνείδηση στην ιστορική, εσχατολογική προοπτική.
στ) «Θέωσις». Οι βυζαντινοί θεολόγοι, στηριγμένοι βιωματικά στη θεολογία της σαρκώσεως, οδηγούνται σταθερά σε μιά θεολογία της θεώσεως. Ο αγ. Μάξιμος, ο όποιος ιδιαίτερα επιμένει σ’ αυτήν τη διδασκαλία, τονίζει ότι το δράμα του Θεού στον γνόφο είναι ήδη μετοχή στον Θεό. στη θέωση τελικά οδηγεί η μετοχή και η μέθεξη των ενεργειών του Θεού. Γινόμαστε «θεοί κατά χάριν», θεοί, «άνευ της κατ’ ουσίαν ταυτότητος». Πρόκειται για ένα τολμηρό δράμα, γεμάτο εμπιστοσύνη στη δύναμη της θείας χάριτος, πίστη στην οντολογική αλλοίωση που συντελείται στον κόσμο με τη σάρκωση του Χριστού και τη συνεχή δράση του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρισμένο από ανεκλάλητη αισιοδοξία για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου.
(Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του Ορθόδοξου μυστικισμού βλ. κατωτέρω: Γιόγκα και Ορθόδοξος Ησυχασμός.)
Γενικά, ο Ορθόδοξος μυστικισμός παρουσιάζει ήρεμη νηφαλιότητα και ανάταση, σε ριζική αντίθεση προς μυστικίζουσες θεοσοφικές ή απόκρυφες θεωρίες και ψυχοσωματικές τεχνικές. Όλα είναι δώρα της χάριτος του Θεού. Εκείνο που κυρίως καταθέτει ο άνθρωπος είναι η προαίρεση, το μόνο ουσιαστικό που έχει δικό του. Ιδιαίτερα εξωτερικά φαινόμενα -όπως τα στίγματα, που είναι τόσο συχνά στους μυστικούς της Δύσεως- δεν αναφέρονται στους μυστικούς της Ανατολής. Πολλοί από τους τελευταίους προειδοποιούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο των σωματικών οραμάτων ή φαντασιώσεων. Διότι και τα δύο καταστρέφουν την ενότητα του ανθρώπου, την οποία ο Χριστός ήρθε να αναστηλώσει.
* Ρωσικός μυστικισμός. Στην Ορθόδοξη Ρωσία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα μυστικισμού. Το ένα υπήρξε άμεση συνέχεια της βυζαντινής και γενικά της Ορθόδοξης παραδόσεως. Τροφοδοτήθηκε σταθερά από τη λειτουργική ζωή και τις μεταφράσεις βυζαντινών μυστικών, όπως της Φιλοκαλίας, που κυκλοφόρησε αρχικά στη σλάβονική και αργότερα (1894) στη ρωσική γλώσσα. Ασκητικές μορφές, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ (1-1794), ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833) και πολλοί άλλοι είχαν στη ζωή τους ζωηρά μυστικά βιώματα.
Το άλλο ρεύμα προήλθε από μεταφράσεις διαφόρων γνωστών και αγνώστων μυστικών συγγραφέων της δυτικής Χριστιανοσύνης, συνήθως ευσεβιστικών τάσεων, και παρουσίασε επικίνδυνες εξάρσεις και αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστικές μορφές στη δεύτερη αυτή τάση υπήρξαν οι: Γρ. Σ. Σκοβορόντα (1722-1794), Ν.Ι. Νοβικώφ και Α.Φ. Λά-μπσιν. Τον 19ο αι. εμφανίσθηκαν στη Ρωσία διάφορες μυστικοπαθείς ομάδες, με πρωταγωνιστές την Ταταρίνοβα, τον Α .Π. Ντουμποβίσκυ, τον Κοτέλνικωφ (του οποίου οι οπαδοί ονομάσθηκαν «οχήματα του Πνεύματος» -«ντουχονόστσι»), οι όποιες προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρωσικού μυστικισμού υπήρξε ο Βλ. Σολοβιώφ (1853-1900). Με σαφείς επιδράσεις από τον Νεοπλατωνισμό και τους μυστικούς της χριστιανικής Δύσης, όπως τους Eriugena, Bohme κ.α., ο Σολοβιώφ, έχοντας ο ίδιος έντονες προσωπικές μυστικές εμπειρίες, ανέπτυξε τις απόψεις του για τη μυστική πίστη, την «πανενότητα» του Θεού με το κοσμικό και ιστορικό σύμπαν κ.λπ. Αρχικά σλαβόφιλος, δέχθηκε 4 χρόνια πριν πεθάνει τη ρωμαιοκαθολική ομολογία. Κάπως πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση, ο θεολόγος και φιλόσοφος Α.Σ. Χομιάκωφ (1804-1860) πλούτισε τον ρωσικό μυστικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τη μυστική εμπειρία της Εκκλησίας και στρεφόμενος γύρω από αυτήν, ανέπτυξε ένα μυστικισμό της ολοκληρώσεως και συναδελφότητας, που κέντρο του έχει το Πνεύμα του Χρίστου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ρωσική θεολογική σκέψη.
Κινεζικός Μυστικισμός
Στην Κίνα βλάστησε και αναπτύχθηκε ένα από τα πιο αρχαία μυστικά συστήματα. το θεωρητικό του υπόβαθρο βρίσκεται στα αρχαία φιλοσοφικά αξιώματα του Λάο-Τσέ και τα αποφθέγματα της ποιητικής δημιουργίας του Τσουάνγκ-Τσέ. Το βασικό ιερό βιβλίο του Ταόισμού Τάο-τε-Τσίνγκ (προφερόμενο Ντάου-ντα-Τσίνγκ),που αποδίδεται στον Λάο-Τσέ (6ος αι. π .Χ.), καθορίζει μιά γραμμή ασκητική με πολλές μυστικές τάσεις. Η ύψιστη πραγματικότητα, το Τάο, προσδιορίζεται με αντιφατικές φράσεις και αποφατική γλώσσα. Είναι αθέατο, ακατανόητο, άμορφο, τέλειο, αναλλοίωτο, απρόσωπο, πληροί τα πάντα, είναι πηγή των πάντων. Υπήρχε πριν από όλους τους αιώνες, πριν από τη γη και τον ουρανό. Είναι η πρώτη αρχή του σύμπαντος. Πρόκειται για μιά τάση μονιστική, που διαβλέπει απόλυτη ενότητα στο σύμπαν.
Η ταόιστική αντίληψη για τη δημιουργία είναι ότι από το Τάο προήλθε το Εν, δηλαδή η μεγάλη Μονάδα, και από αυτήν οι δύο πρώτες ουσίες, «γιάν» και «γίν », θετική και αρνητική, που αντιπροσωπεύουν και αγκαλιάζουν όλες τις μεγάλες αντινομίες: φως-σκιά, αρσενικό-θηλυκό κ.λπ. Τέλος, αυτές γέννησαν τον ουρανό, τη γη, τον άνθρωπο• από αυτές προήλθαν όλα τα δημιουργήματα. Το Τάο δεν είναι μόνο η απόλυτη πηγή κάθε υπάρξεως, αλλά συγχρόνως κρατάει σε αρμονία όλα τα φαινόμενα της φύσεως. Η ενέργεια του είναι αναγκαία και αυτόματη. Αποτελεί τον ύψιστο ανθρώπινο σκοπό. Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτοεγκατάλειψή του στο Τάο. Βασικά, τα μέσα γι’ αυτή την εναρμόνιση είναι η ησυχία, η απάθεια, η επιστροφή στην πρωτόγονη απλότητα.
Η βασική θέση που προτείνει ο Ταοϊσμός (η περίφημη «γουό γουάι») θα μπορούσε να συνοψισθεί στην παρότρυνση «μην κάνεις τίποτε» ή «κάνε το καθετί μην κάνοντας τίποτε». Για να επιτύχει ο άνθρωπος τον συντονισμό με το Τάο και να βρίσκεται σε αρμονία με τα εξωτερικά πράγματα, η ταοϊστική παράδοση καθόρισε μιά μυστική διαδικασία, με πρώτη φάση την κάθαρση, δεύτερη τον φωτισμό -όταν η αρετή δεν χρειάζεται πλέον μιά συνειδητή προσπάθεια, αλλά γίνεται αυθόρμητα- και τρίτη, την εσωτερική ενότητα. Όλοι οι άνθρωποι δυνάμει μπορούν να προχωρήσουν προς το Τάο. Ο Ταοϊσμός κήρυξε την περιφρόνηση του πλούτου, των ηδονών, της συσσωρεύσεως γνώσεως και διαμόρφωσε μιά νοοτροπία διαμετρικά αντίθετη από την αντίστοιχη του κλασικού Κομφουκιανισμού.
Αργότερα, ο Ταοϊσμός εκφυλίστηκε σ’ ένα σύστημα μαγείας, αλχημείας, αποκρυφιστικής μυστικοπάθειας. Το έργο του Τάο-Λίνγκ (1ος ή 2ος αι. μ.Χ.) έδωσε στον Ταοϊσμό σαφέστερη εξωτερική οργάνωση• ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια, ανδρικά και γυναικεία, που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα βουδδιστικά, καθώς και ναοί, οι όποιοι στέγασαν ποικίλες εικόνες διαφόρων θεοτήτων. Ανεξάρτητα από αυτή την εξέλιξη, ο κινεζικός μυστικισμός στις βασικές του πηγές εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τον Νεοπλατωνισμό, με τον όποιο συμφωνεί τόσο στο θέμα της τελικής ενότητας, που είναι απρόσιτη στη γνώση και μπορεί να επιτευχθεί με διαίσθηση, ανάταση και έκσταση, όσο και στην άποψη ότι η απόλυτη Αρχή δεν μπορεί να ταυτισθεί με το όλο ή μέρος του υλικού σύμπαντος.”