Ινδοευρωπαϊκές Ρίζες, Ευρωπαϊκές Γλώσσες, Ετυμολογία, Σανσκριτική, Ετυμολογία και Σημασιολογία λέξεων Ινδοευρωπαϊκής Προέλευσης
Στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια υφίστανται πανεπιστημιακές ΕΔΡΕΣ για την επιστήμες ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ, ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ τοπώνυμων και εθνώνυμων).
Και στο πανεπιστήμιό μας υπάρχει από δεκαετίες μία τέτοια έδρα. Είχα ενδιαφέρον, ήδη όταν ήμουν φοιτητής στις αρχές των 60χρονων. Ο καθηγητής μου έχει συστήσει ένα τεράστιο έργο (35 τόμοι !)περί των κοινών ινδογερμανικών λέξεων στις ανατολικές ινδογερμανικές γλώσσες (Shatem από το Shat : 100 στην Σανσκριτική ) και στις δυτικές ινδοευρωπαΪκές γλώσσες (Hatem, από το 100 στα αρχαιότατα Ελληνικά) .
Δηλαδή πρόκειται για λέξεις που έχουν κοινές ινδοευρωπαϊκές ΡΙΖΕΣ. Βρήκα στα γρήγορα περίπου 60 τέτοιες λέξεις. Αναφέρω μόνον μία : καρδία (Ελλην.). κάρδα (Σανσκριτικά, Αρχαία Ιρανικά), κοr cordis (Λατινικά), herz (Γερμ.) κτλ.
Συμπέρασμα : Δεν ανήκει στα Ελληνικά κάθε λέξη που ακούγεται ολίγον τι ως ελληνική.
Το υδρωνύμιο Δούναβης είναι όπως σχεδόν όλοι οι ποταμοί και τα όρη στην Κεντρική Ευρώπη ΚΕΛΤΙΚΗΣ προέλευσης μεν, αλλά σημειώνεται και στα Αρχαία Ιρανικά και στα αρχαία Σανσκριτικά ως danu : ποταμός. Στην κελτική γλώσσα σημαίνει ακόμη και στα Νεοκελτικά ακόμη το ίδιο. Οι Ρωμαίοι τον ονόμασαν DANUBIUS, στηριζόμενοι σε κελτική λέξη με την σημασία θεός του ποταμού. Ο Δνείστερος είναι ιρανοσκυθικής προέλευσης δηλαδή μίας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας.
Πρόκειται για επιστήμη. Και εγώ ασχολούμαι μεν με την Ετυμολογία ονομάτων στα αρχαία Ελληνικά, στα Λατινικά, στα Γερμανικά, στα Ρωσικά και στα Περσικά σχεδόν εδώ και μισόν αιώνα, αλλά δεν τολμώ να βγάζω το συμπέρασματα . ότι σχεδόν όλες οι γλώσσες προέρχονται από την ελληνική γλώσσα , φαινόμενο γνωστό ως “ελληνοκεντρική παραεπιστήμη).
Καθημερινή (17.1.16)
Το πιο αρχαίο κείμενο στην Σανσκριτικής γλώσσας είναι οι Veda (γνώσις) από το 1200 π.Χ., κατόπιν έπονται οι Upanishad (Ιδέ Upanischaden, Die alte Weisheit Indiens, ISBN 3-86533-024-x, München 2005) και η Bhagavadgita (Ιδέ Die Bhagavadgita, ISBN 10:3-86539-099-4, Wiesbaden 2006). Σήμερα ομιλείται η Σανσκριτική από περίπου 200 χιλιάδες άτομα, μεταξύ αυτών πολλοί ινδουιστές ιερείς. Και ο Βουδισμός έχει γραφεί στην Σανσκριτική.
Πηγές
-Klaus Mylius: Sanskrit − Deutsch, Deutsch − Sanskrit. Wörterbuch.
-Harrassowitz, Wiesbaden 2005.
-Carl Capeller: Sanskrit-Wörterbuch. Straßburg 1887. Nachdruck: de Gruyter, Berlin 1966. (im Wesentlichen ein Auszug aus den Petersburger Wörterbüchern)
———————————————
Ρήματα με κοινές ινδοευρωπαϊκές ρίζες
Ρήματα σε ινδοευρωπαϊκές γλώσσες π.χ. στα αρχαία Ελληνικά το ρήμα δίδωμι (τινί τί).
Σανσκριτική, Αρχαία Περσικά Λατινικά, Αρχαία Σλαβικά .
dadami – dadami – do – dami
dadasi – dadahi – das – dasi
dadati – dadaiti – dat – dasti
dadwas – dademahi – damus – damu
datta – dasta – datis – daste
dadati – dadenti – dant – dadant
Ρήμα φέρω
Σανσκρ. Λατιν. Αρχ.Σλαβ.
bharami – fero – bera
bharasi – fers – beresi
bharati – fert – beretu
bharamas – ferimus – beremu
bharata – fertis – berete
bharanti – ferunt – beratu
Γερμανικά (6ος-1οαι. μ. Χ.)
biru
biris
birit
berames
beret
berant
Πηγή (πρωτίστως)
FG. Bodmer, Die Sprachen der Welt, Geschichte,
Grammatik, Wortschatz in vergleichender Darstellung (Orig. The Loom of Language), ISBN 3-88059-880-0, Köln,1977.
————————
Λέξεις με κοινές ινδοευρωπαϊκές ρίζες
Μερικά ενδιαφέροντα παραδείγματα από τους καταλόγους που έχω καταρτίσει 1991 επί τη βάση ενός τεράστιου έργου (πάνω από 30 τόμους ) Γερμανών ειδικών Γλωσσολόγων περί των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
-εστί . χιττ. : εεστ, περσ.: αστί, σανσκρ. : άστι, λατιν. : εστ, γερμ. ιστ.
-μήτηρ. σανσκρ. : ματά, περσ. : μάτα, λατιν. : μάτερ, φρυγικά : ματέραν, γερμαν. μούτερ κλπ.
-εσμί (είμαι) . σανσκρ. : άζμι, περσ. : αχμί ή και αμίυ, χιτίττικα : εσσμί (!).
-ισταμι(στέκω ). σανσκρ. : στχάναμ, περσ. : στχα, λατιν. : στο, γερμαν. στέε.
Ζεύς Δίας . σανσκρ. : ντιάους, ιλλυρικά : Τζις, αρχ. γερμαν. : τσιάου, οντιν, βόνταν.
Καθημερινή ( 21.2.16)
—————————————————–
Σανσκριτική, Ιλιάδα, Ποντιακά
Στην Σανσκριτική υπάρχει τo επίθετο trimurti του πιό σπουδαίου θεού που σημαίνει τριπρόσωπος. Σημειωνονται όντως τέτοιες αναπαραστάσεις.
Είναι γνωστό, ότι τα αρχαία Ελληνικά και η Σανσκριτική ανήκουν στον μεγάλο κλάδο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Μερικές λέξεις στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια είναι Αιολικής προέλευσης, ενώ και τα δύο Επη έχουν γραφεί στην Ιωνική διάλεκτο.
Στα Ποντιακά έχουν σωθεί σχετικά πολλές ιωνικές λέξεις, η κατάληξη -ων (π.χ. ο Νίκων ) καθώς και το σύμφωνο ν στην αιτιατική.
Καθημερινή (17.1.17)
———————————————–
Σανσκριτικά
1. Τα Σανσκριτικά αποτελούν την κορυφαία γλώσσα των Σάτεμ/Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Υπάρχει γραμματική, τεράστια λεξικά και σημειώνονται όχι μόνον στην Ινδία, αλλά και στην Ευρώπη πανεπιστημιακές έδρες.
2.Η λέξη Σανσκριτικά σημαίνει σωστή (γλώσσα), δηλαδή στην ουσία μεταφράζεται ως ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ.
3.Η λέξη Αστυ(υπάρχει και στα Σανσκριτικά) είναι πιό αρχαία από την λέξη Πόλις( άγνωστη στα Σανσκριτικά), Καθημερινή (30.1.16)
_______________________________________________________________________
Όλες οι ελληνικές διάλεκτοι, της μυκηναϊκής συμπεριλαμβανομένης, μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά που είτε δεν απαντούν σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε αναπτύχθηκαν ενδεχομένως στην ελληνική και μόνο, ανεξάρτητα δηλαδή από τις λοιπές γλωσσικές υποομάδες της ινδοευρωπαϊκής
Μια από τις εκατοντάδες γλώσσες που είχαν ως πηγή τους την αποκαλούμενη «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή», την αφετηριακή γλώσσα ή «πρωτογλώσσα» της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που μιλιόταν πριν από 6.500 περίπου χρόνια, υπήρξε η ελληνική. Εξ όσων γνωρίζουμε, μάλιστα, η ελληνική γλώσσα υπήρξε το τελικό αποτέλεσμα μιας αδιάκοπης διαδικασίας αλλαγών, μιας σειράς μεταβολών στο διάβα των αιώνων. Οι μεταβολές που έλαβαν χώρα κατά τη μετάβαση από την «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή», την κοινή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, στην «πρωτοελληνική», την ελληνική γλώσσα στα πρωιμότατα στάδιά της (πολλοί μελετητές τοποθετούν την ύπαρξή της στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.), αφορούν τη φωνητική, τις κλιτικές και παραγωγικές καταλήξεις, το λεξιλόγιο και τη σύνταξη.
Πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στις αλλαγές αυτές, κρίνεται σκόπιμο να προβούμε σε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τον όρο ελληνική γλώσσα. Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως δεν είμαστε σίγουροι ότι υπήρξε κάποτε μια απολύτως ομοιογενής γλώσσα που θα μπορούσε να ονομαστεί ελληνική. Απεναντίας, είμαστε βέβαιοι ότι η ελληνική γλώσσα περιελάμβανε ένα σύνολο διαλέκτων, ενώ πιθανολογείται ότι σε πρωιμότερα στάδια της γλώσσας αυτής διακρίνονταν όλο και λιγότερες διάλεκτοι. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο διαχωρισμός της ελληνικής σε διαλέκτους είχε συντελεστεί ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Αυτό φανερώνει η παλαιότερη μέχρι τούδε σωζόμενη μορφή της ελληνικής, η μυκηναϊκή γλώσσα των πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, καθώς είχε υποστεί αλλαγές που δεν είχαν συμβεί σε όλες τις διαλέκτους.
Εξάλλου, έχει διαπιστωθεί ότι κατά τους Κλασικούς Χρόνους υπήρχαν τέσσερις κύριες διαλεκτικές ομάδες: η δυτική ελληνική (σε αυτήν περιλαμβάνονταν η δωρική και οι διάλεκτοι της βορειοδυτικής Ελλάδας), η αιολική, η αττικοϊωνική και η αρκαδοκυπριακή.
Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι όλες οι ελληνικές διάλεκτοι, της μυκηναϊκής συμπεριλαμβανομένης, μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά που είτε δεν απαντούν σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε αναπτύχθηκαν ενδεχομένως στην ελληνική και μόνο, ανεξάρτητα δηλαδή από τις λοιπές γλωσσικές υποομάδες της ινδοευρωπαϊκής (υπενθυμίζεται ότι η ελληνική αποτελεί μόνη της μια τέτοια υποομάδα, έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό κύριο κλάδο της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας).
Οι μόνες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με τις οποίες μοιράζεται η ελληνική κοινές γλωσσικές δομές και τύπους είναι όσες ανήκουν στην ινδοϊρανική υποομάδα (δηλαδή, η σανσκριτική και οι κατοπινές ινδικές γλώσσες, η αβεστική, η αρχαία περσική και οι μετέπειτα ιρανικές γλώσσες), η αρμενική (όπως η ελληνική, και αυτή συνιστά μόνη της μια γλωσσική υποομάδα) και πιθανώς η ελάχιστα μαρτυρημένη φρυγική (μια από τις αποκαλούμενες «υπολειμματικές γλώσσες»). Οι κοινές αυτές χρήσεις στις προαναφερθείσες γλωσσικές υποομάδες ενδέχεται να αντανακλούν κοινές εξελίξεις.