Υπερδύναμη, Μεγαλοδυνάμεις, Μεσοδυνάμεις, Ισορροπίες Διεθνώς και στη Μεσόγειο, Ισορροπία και Συμφέροντα, Συμμαχίες, Διπλωματία,Ρωσία και Ευρωπαϊκή Ενωση , ΗΠΑ και Κίνα

 

Υπερδύναμη, Μεγαλοδυνάμεις, Μεσοδυνάμεις, Ισορροπίες Διεθνώς και στη Μεσόγειο, Ισορροπία και Συμφέροντα, Συμμαχίες, Διπλωματία,Ρωσία και Ευρωπαϊκή Ενωση

Υπερδύναμη, Μεγαλοδυνάμεις, Μεσοδυνάμεις

Σύμφωνα με την Θεωρία των διεθνών σχέσεων η Κίνα δεν ήταν  στο παρελθόν υπερδύναμη. Τώρα είναι μεγαλοδύναμη και προσπαθεί να εξελιχθεί σε υπερδύναμη.

Η Σοβιετική Ενωση ήταν από στρατιωτική και στρατηγική άποψη υπερδύναμη, ενώ τώρα είναι μεγαλοδύναμη μόνον στον στρατιωτικό τομέα ιδίως λόγω των ατομικών όπλων.

Η μόνη υπερδύναμη του παρόντος είναι οι ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία είναι μόνον μεσοδυνάμες.

Η ΗΠΑ και η Ιαπωνία αποτελούν στον οικονομικό τομέα υπερδυνάμεις, ενώ η Ρωσία σχεδόν έχει ξεπέσει (εξαγωγή μόνον πρώτων υλών (sic) και οπλικών συστημάτων). Η Ρωσία δεν είναι σε θέση να διακδικήσει τέτοιο ρόλο, γιατί είναι οικονομικά και στις ειρηνικές υψηλές τεχνολογίες αδύναμη.
Εξάγει μόνον πρώτες ύλες (όπως οι τριτοκοσμικές χώρες ) και εξοπλιστικά συστήματα.
Προ μερικών ετών είπε ο Πούτιν είπε δημόσια το εξής λίαν ενδιαφέρον : Εχουμε μόνο 30 % της δυτικής οικονομίας. Πέραν τούτου υστερούμε και στις υψηλές τεχνολογίες.
Ας υπενθυμίσουμε ότι το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων είναι σε σύγκριση με το δυτικό πολύ χαμηλό (Καθημερινή, 15.10.17).

Η Γερμανία αποτελεί από οικονομική άποψη στα πλαίσια της ΕΕ μία υπερδύναμη, ενώ η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο παίζουν στον οικονομικό τομέα δευτερεύοντα ρόλο.

Εν τω μεταξύ αναδύεται η στο μέλλον τρίτη υπερδύναμη  και δη η Ινδία.

Για τους γερμανομαθείς ιδ.,. στο.Μπλογκ μου
)η δίμερη μελέτη “Gleichgewichtstheorie und Theorie von den Gegengewichten, Eine Völkerrechtssoziologische Abhandlung, Zwei Teile”.

Καθημερινή (18.9.16)

———————————————————–

Αλλαγή του διεθνούς σκηνικού, Ισορροπίες Υπερδυνάμεων

Σύμφωνα με την αμερικανική Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων (Theory of International Relations) έχουν οι ΗΠΑ μόνο ένα γνώμονα σε ό,τι αφορά την προσέγγιση σε διεθνή ζητήματα : το εθνικό συμφέρον (οικονομικό, στρατηγικό, διπλωματικό). Δεν είναι διατεθειμένες να λάβουν υπ όψη, ότι υπάρχουν και άλλα συμφέροντα, όπως π.χ.τα θεμιτά συμφέροντα ή τα συμφέροντα της ανθρωπότητας.

Οταν υπήρχε η Σοβιετική Ενωση ως η άλλη υπερδύναμη, σημειωνόταν επί τη βάσει της “ισορροπίας του τρόμου” ένας αμοιβαίος σεβασμός των υπαρξιακών συμφερόντων. Υστερα όμως από την κατάρρευση του μεγάλού αντιπάλου δεν κατόρθωσαν οι ΗΠΑ να ανταπεξέλθον υπό την ιδιότητα της μοναδικής υπερδύναμης στα πολλαπλά διεθνή προβλήματα.

Εν τω μεταξύ άλλαξαν στον διεθνή στίβο οι συσχετισμοί των δυνάμεων , γιατί αναδύεται ακόμη μία υπερδύναμη , η Κίνα. Δεν μπορούν πλέον ΟΙ ΗΠΑ να αλωνίζουν στις διεθνείς σχέσεις, όπως θέλουν. Εχουμε λόγω να νομίζουμε, ότι οι ΗΠΑ έχουν αντιληφθεί το μεγάλο κίνδυνο. Γι αυτό θα ασχοληθούν πρωτίστως με την Κίνα. Οι αντιπαραθέσεις θα αρχίσουν με έναν εμπορικό πόλεμο. Ανεξάρτητα από το αν οι ΗΠΑ δεν συμπαθούν ιδιαίτερα την ΕΕ, την οποία αξιολογούν στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ως μεγάλο ανταγωνιστή, σημειώνονται έντονες ενδείξεις , ότι η Κίνα εκτιμά και υποστηρίζει την ΕΕ.

Επίσης είμαι πεπεισμένος, ότι στα επόμενα έτη θα παίζουν οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι όμως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία μέσω της οικονομικής ισχύος καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Η ΕΕ θα εστιάζεται μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Η θέση της μικροσκοπικής Ελλάδας βρίσκεται μέσα στην ΕΕ. Εξω από αυτήν θα καταποντισθεί.

Καθημερινή (21.1.17)

=================================
Ισορροπία των Δυνάμεων

Θουκυδίδης  :  Αθηναίοι προς  Μιλησίους :”"Ειδότας ότι δίκαια μεν εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δε οι προύχοντες πράσσουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν”. (Θουκυδίδου Ιστορία, Βιβλίον Ε, 89).

“Αφού ξέρουμε και ξέρετε πως κατά την ανθρώπινη λογική μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ και ότι οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και το αποδέχονται”. (Μετφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος), γνωστό και   „ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του“

Σύμφωνα με την Θεωρία της ισορροπίας

των δυνάμεων ως τμήματος της γενικής Θεωρίας των διεθνών σχέσεων σημειώνονται μεταξύ γειτόνων συνήθως προβλήματα (αντιπαραθέσεις, διενέξεις, ενίοτε και συγκρούσεις), ενώ  οι σχέσεις  με τον γείτονα του γείτονα είναι παραδοσιακά καλές έως άριστες ( π.χ. στην πρώην Ευρώπη οι σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας ήταν κακές, το ίδιο ο σχέσεις μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας, αλλά οι σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Πολωνίας ήταν πάντα άριστες.  Το ίδιο ίσχυε και στις σχέσεις μεταξύ  Συρίας-Ιράκ, Ιρακ-Ιραν και  Συρίας-Ιραν.

Συμπέρασμα : Στο μέλλον θα είναι , όπως και τώρα, οι σχέσεις μεταξύ της σε μερικά χρόνια μεγαλοδύναμης (οικονομικά οπωσδήποτε υπερδύναμης)  Ευρωπαϊκής Ενωσης και της  μεγαλοδύναμης (μόνον στρατιωτική ισχή επί τη βάση ατομικών όπλων, οικονομικά σχεδόν τριτοκοσμική) Ρωσίας κακές, ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της υπερδύναμης Κίνας στηρίζονται σε αμοιβαία δυσπιστία.

Δεν αποκλείεται, στο μέλλον να διαμορφωθούν πολύ καλές σχέσεις  μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας.  Ακριβώς αυτή είναι η απώτερη επιδίωξη των περισσότερων ισχυρών κρατών της ΕΕ και ιδιαιτέρως της Γερμανίας.  Αυτό θα οδηγήσει βαθμιαία στον διεθνή υποβιβασμό , ίσως και σην εξουδετέρωση της Ρωσίας.

Με αυτό το συναρπαστικό θέμα ασχολούμαστε στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια από χρόνια εντατικότατα.

Ιδέ εκτενέστατα για τους γερμανομαθείς τη μελέτη μου  «Gleichgewichtstheorie und Theorie von den Gegengewichten, Eine Völkerrechtssoziologische Abhandlung, Erster Teil ( Historisches), Zweiter Teil (Theoretisches). Πηγή : Ιστότοπος και Μπλογκ :  http://panosterz.de

———————————————————

Ισορροπία, Συμφέροντα, Διπλωματία, Μεσόγειος

Μία ορθολογιστική μελέτη των προβλημάτων της Ανατολικής Μεσογείου δέον να στηρίζεται στις γνώσεις της Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων και συγκεκριμένα σε άμεση σχέση με τα κρατικά συμφέροντα, με την ισορροπία των δυνάμεων, με τις συμμαχίες και με την διπλωματία.

Κρατικά συμφέροντα ΒΑΣΙΚΑ, ιδιαίτερως  ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ συμφέροντα)

Η ύπαρξη της Ελλάδας δεν απειλείται από κανέναν εχθρό. Επομένως δεν ανταποκρίνονται οι γνωστές κινδυνολογίες και συνωμοσιολογίες ούτε στην πραγματικότητα ούτε στην λογική.

Σε τελείως διαφορετική κατάσταση βρίσκεται το Ισραήλ, το οποίο πιστεύει ότι οι κίνδυνοι για τα υπαρξιακά του συμφέροντα βαθμιαία αυξάνουν.

Οι ΗΠΑ έχουν ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ συμφέροντα όχι όμως υπαρξιακού χαρακτήρα στην Μέση Ανατολή και διασφαλίζουν την κρατική ύπαρξη του Ισραήλ, στο οποίο στηρίζονται για να υλοποιήσουν τα δικά τους συμφέροντα.

Έτσι υπάρχουν μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΠΑ  ΣΥΝΑΔΟΝΤΑ συμφέροντα .

Η Τουρκία έχει στην περιοχή αυτή δικά της συμφέροντα , τα οποία δεν έχουν τον χαρακτήρα ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΩΝ η ΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ συμφερόντων σε ότι αφορά τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και τα υπαρξιακά συμφέροντα του Ισραήλ.

Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν στην Ανατολική Μεσόγειο ανταγωνιστικά η και αντικρουόμενα συμφέροντα της κατηγοριας ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΩΝ συμφερόντων.

Μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ υφίστανται αντικειμενικώς ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ συμφέροντα , τα οποία δεν επηρεάζονται καθοριστικά από τις εκάστοτε διακρατικές σχέσεις. Επειδή όμως οι σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο κρατων ήταν παραδοσιακά πολύ καλές , ουδόλως αποκλείεται , ότι σχετικά χρήγορα θα ξεπερασθούν τα προς το παρόν υφιστάμενα προβλήματα .

Μεταξύ των περισσοτέρων αραβικών κρατών και του Ισραήλ υπάρχουν παραδοσιακά συγκρουόμενα συμφέροντα ( Ιδέ εδώκαι  στο Μπλογγ μου τη μελέτη “Συμφέρον, Οφελος, Χρήσιμο, “ΧρησιμοΘηρία” και στο  Διαδίκτυο το θεωρητικό πόνημα “Interessentheorie…).

Ισορροπία δυνάμεων

Η εκρηκτική και πολυεπίπεδη ανάπτυξη της Τουρκίας ( οικονομία, βιομηχανία, παιδεία σε όλα τα επίπεδα, παραγωγή, ανταγωνιστικότητα και εξαγωγή ) έχει ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων. Η ιλλιγγιώδης εξέλιξη της Τουρκίας την μετέβαλλε ήδη σε μία περιφεριακή ( Ανατολική Μεσογειος, Μέση Ανατολη) μεγαλοδύναμη.

Με τις τεράστιες πολυεπίπεδες ( οικονομία, βιομηχανία, ανταγωνιστικότητα, παραγωγή εξαγωγή, ριζικές μεταρρυθμίσεις όλης της παιδείας ) επιτεύξεις της μετέλλαξε η Τουρκία εκ των βάθρων τον συσχετισμό δυνάμεων σε σύγκριση με την Ελλάδα, της  οποίας η απελπιστική κατάσταση είναι πασίγνωστη.

Υπενθύμιση :Προ ολίγων ετών ετών η Τουρκία έχει δανισθεί  χρήματα από το ΔΝΤ , υλοποίησε χωρίς εξαίρεση όλες τις διεθνείς υποχρεώσεις και εν τω μεταξύ έχει ξεχρεωθεί τελείως.

Συμμαχίες

Είναι απαραίτητες με σκοπό να αντιμετωπισθεί μία προκείμενη επίθεση. Κανένα κράτος δεν σκοπεύει να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας , η οποία ούτως η άλλως είναι όπως και η Τουρκία πολυετές μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Είναι προστατευμένη όπως όλα τα μέλη των δύο οργανισμών. Επί πλέον συμμαχίες θα ήταν ούτε απαραίτητες ούτε λογικές.

Ομώς το Ισραήλ έχει μόνον ένα σύμμαχο, τις ΗΠΑ. Στη μέση Ανατολή είναι το Ισραήλ απομονομένο. Ποιό όφελος θα απέρρεε άραγε για την Ελλάδα από μία “συμμαχία” με το Ισραήλ ;

Εκτός τούτου δεν είναι απαραίτητο για την Ελλάδα να επιδεινωθούν οι σχέσεις της με όλο τον τεράστιο ισλαμικό κόσμο. Είναι η Ελλάδα τόσο πεπεισμένη , ότι το Ισραήλ θέλει μία τέτοια “συμμαχία” ;

Διπλωματία

Στην Ευρώπη επιλύνονται οι διαφορές μεταξύ των κρατών με τα μέσα της διπλωματίας, που θα πεί με ειρηνικά μέσα, πράγμα που ούτως η άλλως προβλέπει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών. Η εποχή των ηρωϊκων απελευθερωτικών πολέμων με την βοήθεια συμμάχων έχουν ήδη παρέλθει.

Οι καθοριστικοί αγώνες δίνονται στο παρόν πρώτα από ολα στην παραγωγή. Μεταρρυθμίσεις, παραγωγή, δημιουργικότητα, ανταταγωνιστικότητα, αυτά είναι οι καινούριες Θερμοπύλες και Αλβανίες. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν ! “Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα”. Δημοσιευθέν από το 2016 συχνά στον ηλεκτρονικό τύπο Καθημερινή, Το Βήμα)

——————————————————-

Ρωσία, Καθεστώς

1.Η σημερινή “καπιταλιστική” Ρωσία έχει ένα καθυστερημένο πολιτικό σύστημα με ισχυρές αυταρχικές τάσεις. Δηλαδή πρόκειται για μία δημοκρατικά υποανάπτυκτη χώρα.
2. Μεταξύ του σημερινού αυταρχισμού και του σοβιετικού ολοκληρωτικού συστήματος υπάρχει μία συνέχεια πολλών συμβόλων και της πολιτικής νοοτροπίας της κυβέρνησης και της πλειονότητας του λαού. Ακριβώς αυτό το στοιχείο θαυμάζουν στην Ευρώπη οι οπαδοί των άκρων πολιτικών κινημάτων και κομμάτων.
3.Οι θαυμαστές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης δεν είναι ψυχολογικά διατεθειμένοι να συνειδητοποιήσουν, ότι αυτή έχει καταρρεύσει ανεπιστρεπτί. Στα κατάβαθα της ψυχής τους επιθυμούν μίαν ανάσταση του παρελθόντος καθεστώτος.Καθημερινή (10.4.15)

—————————————————————————-

Ρωσία και Ευρωπαϊκή Ενωση

Πολιτισμικός αυτοπροσδιορισμός. Είναι όντως πολύ ενδιαφέρον που μία σημαντική ρωσική πολιτική προσωπικότητα κάνει διαχωρισμό a priori μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρώπης χρησιμοποιώντας τόσο έντονα τους δύο όρους.

Σχετικά με τον διαχωρισμό πρωτοστατεί από αιώνες η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία επισημαίνει την „ηθική“ ανωτεροτητά της ( μυστικοπάθεια και μεταφυσική ) απέναντι στην „αμαρτωλή « Δύση ( Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμός, ατομικότητα, ανθρώπινα δικαιώματα). Υπό  αυτήν την πυξίδα   η Ρωσία ποτέ δεν ανήκε στην Ευρώπη , αν και σε μερικά πεδία ( μουσική, λογοτεχνία, μερικοί επιστημονικοί κλάδοι ) έχει να παρουσιάσει αξιόλογες επιτεύξεις, οι οποίες αναμφιβόλως έχουν εμπλουτίσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Είναι αντικειμενική αλήθεια και όχι βολονταριστική ερμηνεία , ότι η εικόνα του ανθρώπου του ρωσικού πολιτισμού, διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη της Ευρώπης του Διαφωτισμού. Στην ρωσική κοινωνία δεν έχει ακόμη ωριμάσει το άτομο. Η πανίσχυρη Εκκλησία συγχίζει σκοπίμως την ατομικότητα με τον ατομικισμό και με τον εγωϊσμό. Αυτονοήτωςο πολίτης απουσιάζει οποίος είναι η conditio sine qua non ( τελείως απαραίτητη προϋπόθεση ) για την δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού κράτους που σημαίνει ενός κοινωνικού κράτους του δικαίου.

Βαθμιαία δημιουργούνται μεν μεμονομένα δημοκρατικά κινήματα, αλλά αυτά είναι δυστυχώς ανεπαρκή, για να μεταλλάξουν την πολιτικά καθυστερημένη κοινωνία. Ακόμη και τα περισσότερα ηγετικά στελέχη δεν έχουν μίαν ώριμη δημοκρατική συνείδηση. Οι απαιτήσεις και οι επιδιώξεις των είναι ασαφείς. Εν γνώσει του αντικειμένου πρεσβεύω την άποψη, ότι το „σύστημα Πούτιν“ είναι προς το παρόν το μόνο ρεαλιστικό. Το Βήμα ( 13. 10. 12 ).

——————————————————————————-

ΗΠΑ-Κίνα

Σύμφωνα με την Θεωρία των διεθνών σχέσεων υπάρχει παγκοσίως ένα τεράστιο κενό:

Από τις δύο υπερδυνάμεις ΗΠΑ και Σοβιετική Ενωση, όταν επί δεκαετίες επικρατούσε η , Ισορροπία των δυνάμεων  (balance du pouvoir ,balance of pοwer, bilancia di potenze, Gleichgewicht der Kräfte)  , έμεινε προς το παρόν μόνον μία , η οποία αντί να συμβάλλει στην επίλυση των γνωστών προβλημάτων του κόσμου, έχει επιδοθεί σε στρατιωτικές στην ουσία ιμπεριαλιστικές περιπέτειες.
Μόνον μέσω της ανερχόμενης δεύτερης υπερδύναμης της Κίνας θα εμπεδωθεί μία νέα ισορροπία των δυνάμεων και η Κίνα θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να βάλλουν μυαλό και να έχουν , όπως κάποτε μία πιο ρεαλιστική πολιτική.
Οντως σήμερα ο Αμερικανός “πρόεδρος” αποτελεί ένα μεγάλο κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη. Λοιπόν το δημιουργηθέν κενό είναι άκρως επικίνδυνο.
Ας ευελπιστούμε, ότι οι Αμερικανοί θα βρούν σύντομα μία λύση του προεδρικού προβλήματος. Καθημερινή (7.1.2018

——————————————————————————————————–

Ιάπωνες

Παρέλαβαν προ δύο χιλιάδων ετών τα πάντα περί πολιτισμού και πρωτίστως την γραφή μεταβάλλωντάς την από τους Κινέζους, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. νομοθεσία και μηχανολογία από τους Γεμανούς , και ύστερα από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο υψηλές τεχνολογίες από τις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ παράγουν και οι ίδιοι τέτοιες τεχνολογίες.
Κατά τα άλλα έχετε δίκιο. Είχα σπουδαστές από την Ιαπωνία με ακριβώς αυτή την συμπεριφορά. Ηταν κυριολεκτικά η προσωποποίηση της ευγενικότητας.
iefimerida (10.10.17)

———————————————————————————

 

 

——————————————————————————————————————————————————

Θουκυδίδου Ιστορίη Α’, 76.
(Μετάφραση του Γυμνασιάρχη μου, Τάσου Γεωργοπαπαδάκου, στο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης). Μιλούν οι Αθηναίοι, αντικρούοντας τα επιχειρήματα των Κορινθίων, προς τους Σπαρτιάτες.

Σεις, άλλωστε, Λακεδαιμόνιοι, ασκείτε την ηγεμονία σας πάνω στις πόλεις της Πελοποννήσου, αφού ταχτοποιήσατε τα πολιτεύματά τους σύμφωνα με το συμφέρον σας, κι αν τότε είχατε μείνει ως το τέλος ηγεμόνες των Ελλήνων κι είχατε γίνει απ’ αυτό μισητοί,όπως γινήκαμε εμείς,ξέρουμε καλά πως δε θα ήσαστε λιγότερο πιεστικοί απέναντι των συμμάχων και θα είχατε αναγκαστεί ή να ασκείτε την ηγεμονία σας με χέρι δυνατό ή να εκτεθείτε οι ίδιοι σε κίνδυνο. Έτσι κι εμείς δεν κάναμε τίποτε το παράδοξο ή αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση, αν δεχθήκαμε την ηγεμονία που μας προσφερόταν και τώρα αρνιόμαστε να τη αφήσουμε,εμποδισμένοι από τους εξής σπουδαιότατους λόγους : την τιμή, τον φόβο και το συμφέρον. Δεν είμαστε, άλλωστε, οι πρώτοι που εφαρμόσαμε τέτοια πολιτική, αλλά από πάντα έχει επικρατήσει ο κανόνας ο πιο αδύναμος να καταπιέζεται από τον πιο δυνατό.Ταυτόχρονα νομίζουμε πως το αξίζουμε αυτό,πράγμα το οποίο και εσείς το νομίζετε, ως τη στιγμή,που, λογιάζοντας το συμφέρον σας,προβάλλετε αρχές δικαιοσύνης, οι οποίες δεν εμπόδισαν ποτέ κανέναν, όταν του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αποκτήσει κάτι με την βία, να το κάμει κι όχι να προτιμήσει την δικαιοσύνη. Κι είναι αξιέπαινοι όσοι, αφού ακολούθησαν την ανθρώπινη φύση και πέτυχαν ν’ αποκτήσουν εξουσία πάνω σ’ άλλους, δείχνονται ωστόσο πιο δίκαιοι απ’ ό,τι τους επιτρέπει η δύναμη ου διαθέτουν. Πιστεύουμε πως αν άλλοι έπαιρναν την θέση μας, θα αποδειχνόταν με το παραπάνω με πόση μετριοπάθεια ασκούμε την εξουσία μας.Κι όμως η επιείκειά μας αυτή, παράλογα, είχε σαν αποτέλεσμα να κερδίσουμε πιο πολύ την κατάκριση παρά τον έπαινο”.

Cuestiones teoricas fundamentales del proceso de formacion de las normas internacionales, Con especial analysis de las resoluciones de la ONU

Cuestiones-teoricas-fundamentales-parte -1

Cuestiones-teoricas-fundamentales-parte -2

Cuestiones-teoricas-fundamentales-parte -3

Cuestiones-teoricas-fundamentales-parte -4

 

 

Prinzipien und Normen des Völkerrechts, Ihr Verhältnis zueinander

Prinzipien und Normen des Völkerrechts, Ihr Verhältnis zueinander

Verhältnis von Prinzip und Norm im Völkerrecht als Gegenstand der Völkerrechtstheorie

Der Begriff „Prinzip“ bedeutet in der Rechtstheorie eine grundlegende Idee des Rechtssystems, eine normative Aufforderung und vor allem einen „Leitgrundsatz“ im Recht. In den Prinzipien kristallisieren sich heraus und vereinen sich die typischen Züge des jeweiligen Rechtstyps.

1 Dabei unterscheiden sich die Prinzipien des Rechts „von anderen ähnlichen gesellschaftlichen Kategorien, insbesondere von den Prinzipien der Rechtswissenschaft, des Rechtsbewusstseins…2  Weil der Begriff „Prinzip“ im

__________________________________________________
1. S. S. Aleksejew, allgemeine Theorie des sozialistischen Rechts, Swerdlowsk 1963, S. 3 150 und 151 (in Russisch).
2. O. W. Smirnow, Das Wechselverhältnis von Normen und Prinzipien im sozialistischen Recht, in: SGIP, S. 11 (in Russisch).

__________________________________________________
innerstaatlichen Recht eben etwas Grundlegendes per definitionem bedeutet, ist es nicht üblich, noch dazu den Begriff „Grundprinzip“ zu verwenden. Abgesehen davon, der Begriff „Grundprinzip“ wäre eine Tautologie und sogar bezüglich der Verwendung ein Pleonasmus. Die Prinzipien des Rechts besitzen Rechtsnormativität.

Die objektiven Erfordernisse in den internationalen Beziehungen finden über den consensus iuris generalis der Staaten ihre Widerspiegelung in entsprechenden grundlegenden und allgemeinanerkannten Prinzipien, die jedoch auch Rechtsgrundlage bei der Entscheidung konkreter Fälle sein können. Ein Prinzip des Völkerrechts ist wie jede Rechtsnorm eben eine normative Vorschrift. Seine typische Merkmale sind hoher Abstraktionsgrad, universelle Geltung, allgemeine Anerkennung und zwingender Charakter. Es bringt ferner grundlegende und konsensfähige internationale Werte zum Ausdruck und regelt das Verhalten ausnahmslos aller Staaten in ihrer Eigenschaft als Völkerrechtssubjekte.

Mit dem Ziel, in das gegenwärtige terminologische Chaos Ordnung zu bringen, ist in der UNITAR-Studie vom Oktober 1984 in Verbindung mit der Herausbildung von Prinzipien der Neuen Internationalen Wirtschaftsordnung der Versuch unternommen worden, den Begriff „Prinzip“ zu definieren. Dabei sind die Verfasser der Studie von der internationalen Praxis ausgegangen und haben insofern den Ist-Zustand eingefangen und beschrieben. Hiernach kann ein Prinzip folgendes sein: a) eine fundamentale Norm des Völkerrechts wie z. B. das Verbot der Gewaltandrohung und –anwendung; b) eine gut etablierte und tief verwurzelte Norm wie z. B. das Prinzip der Freiheit des offenen Meeres; c) eine Norm von allgemeiner Natur und größerer Reichweite als spezielle Normen.

Ausgehend von der Makrostruktur des Völkerrechtssystems könnte die Meinung vertreten werden, dass innerhalb dieses Systems sieben Prinzipien – sie sind in der UN-Prinzipien-Deklaration von 1970 genannt worden – und dazu noch zahlreichen Normen existieren. Einige Normen haben allgemeinen Charakter, ohne jedoch die Qualität der Prinzipien zu besitzen. Die meisten Normen sind jedoch spezieller Natur. Geht es dann um das Verhältnis zwischen den Prinzipien und den anderen Normen, so sind diese Unterschiede zu beachten. Hierdurch entsteht ein differenzierteres Bild, als im allgemeinen im Schrifttum angenommen wird. Zwischen ihnen kann in der Regel ein Wechselverhältnis bestehen. Auch ist es möglich, dass ein Prinzip Normen hervorbringt oder umgekehrt, d. h., es entstehen allmählich Normen, die sich eines Tages zu einem Prinzip verdichten.3  Prinzipien können von Normen spezifiziert werden. In diesem Falle gilt zwischen ihnen das Verhältnis von Allgemeinem (Prinzip) und Besonderem (Normen).4

Diese möglichen Beziehungen gelten jedoch nicht für alle Normen. Sie gelten z. B. nicht für Normen, die zwar allgemein und allgemein anerkannt sind, ohne jedoch Prinzipien zu sein. In einem solchen Fall kann nicht davon die Rede sein, dass die Normen die Prinzipien konkretisieren, ergänzen oder allmählich formen. Andererseits ist es durchaus möglich, dass Normen mit allgemeinem Charakter von speziellen Normen konkretisiert und ergänzt werden.
Der wesentliche Unterschied zwischen einem Prinzip und einer Norm besteht darin, dass erstere einen höheren Grad normativer Verallgemeinerung besitzen.

______________
3. UN-Doc. A/39/504/Add. 1, p. 34.
4. Siehe ähnlich auch V. Outrata,, Zum Begriff der allgemeinen und grundlegenden Prinzipien des Völkerrechts, in: Cazopis pro mezinárodni právo, 1961 (3), S. 191 (in Tschechisch).

Quelle :  Panos Terz, Die Völkerrechtstheorie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Pro theoria generalis Scientiae Iuris inter Gentes, in : Papel Politico, 2006/11/2, S.683-737. hrsg, von der Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana.

Völkerrechtsnormen,Charakter, Merkmale, Struktur, Bedeutung, Völkerrechtstheorie

Völkerrechtsnormen ,Charakter, Merkmale, Struktur, Bedeutung, Völkerrechtstheorie
Völkerrechtsnormen als Gegenstand der Völkerrechtstheorie

Charakter und Merkmale der Völkerrechtsnormen

Für die Zwecke der Normbildungstheorie im Völkerrecht ist jene Definition besonders geeignet, nach der die Rechtsnorm eine „allgemeinverbindliche, formalbestimmende allgemeine Verhaltensregel“1 ist. Eine ähnliche Auffassung wird von mehreren Völkerrechtlern vertreten.2  Als Verhaltensregel ist ferner die Rechtsnorm ein „allgemeinverbindlicher, gleicher Maßstab für das Handeln“ jedes Rechtssubjekts. Insofern besitzt jede Rechtsnorm Aufforderungscharakter. Demnach sind die Völkerrechtsnormen das allgemeinverbindliche Maß für das notwendige und mögliche Verhalten der Staaten innerhalb des Gesamtsystems der internationalen Beziehungen.

Die einzelne Rechtsnorm ist im Wesen nach „die kleinste sinnvolle Einheit des Systems des geltenden objektiven Rechts, für die die allgemeinen Eigenschaften des Rechts zutreffen“.3.  Dabei handelt es sich um folgende Eigenschaften des Rechts: a) Die Allgemeinheit (Generalität). Sie bedeutet in erster Linie, dass die Rechtsnormen für mehrfache Anwendung durch die Rechtssubjekte bestimmt sind und für ihr Verhalten gleiche Maßstäbe setzen. Es wird also von den konkreten Sachverhalten abstrahiert und es werden ungleiche, aber gleichartige Rechtssubjekte und Vorgänge am gleichen Maßstab gemessen.

Die Generalität bedeutet ferner, dass die in den Rechtsnormen fixierten Handlungsaufforderungen abstrakten Charakter besitzen. Die allgemeinen Verhaltensmaßstäbe können individualisiert werden. b) Die Rechtsnormen haben außerdem Aufforderungscharakter. Er kann von unterschiedlicher Intensität und Schärfe sein.

_____________________________________________________________________
1. Vgl. ähnlich: UNITAR-Studie vom Oktober 1984 (A/39/504/Add. 1) unter Berufung auf das „Concise Oxford Dictionary“ (Norm als legitimiertes rechtlich vorgeschriebenes Verhalten).
2. Es seien beispielsweise einige genannt : I. I. Lukaschuk, Der Mechanismus der völkerrechtlichen Regulierung; Kiew, 1980, s. 27; D. B. Lewin, Das Völkerrecht, die Außenpolitik und die Diplomatie, Moskwa, 1981, S. 96 (beides in Russisch); G. Morelli, Nozioni di diritto internazionale, Padova, 1963, p. 60; H. Neuhold et alt., Österreichisches Handbuch des Völkerrechts, Band 1, Wien, 1983, (darin Herausgeber-Bemerkung: Normen als „Verhaltensmuster“), S. 2.
3. W. Grahn, Die Rechtsnorm – eine Studie, Leipzig, 1979, S. 6.

________________________________________________________________

Diese rechtstheoretischen Erkenntnisse können etwa modifiziert und differenziert von der Völkerrechtstheorie übernommen und verwendet werden. In einem hohen Abstraktionsgrad stellt die Rechtsnorm auch im Völkerrecht die kleinste sinnvolle Einheit und die „primäre Zelle“ dar.4 Während jedoch die Eigenschaften der Allgemeinheit, Allgemeinverbindlichkeit und Abstraktheit für allgemeine Prinzipien und Normen gelten, ist dies bei den konkreten Vertragsnormen nicht unbedingt der Fall. Die Eigenschaft hingegen, Verhaltensmaßstab zu sein, gilt für alle Rechtsnormen.

Ebenso stellt das Völkerrecht als Recht gleichen Maß für ungleiche Sachverhalte und Subjekte dar. Gerade diese Eigenschaft macht die Normativität des Völkerrechts aus. Dabei sind jedoch neuere Entwicklungen wie z. B. die bevorzugte Behandlung von Entwicklungsländern zu beachten. In diesem Falle gilt eher der Grundsatz ungleiche Maßstäbe auf ungleiche Rechtssubjekte anzuwenden.

Struktur der Völkerrechtsnormen

Nach gängiger Auffassung in der Rechtstheorie hat eine Rechtsnorm drei Bestandteile:

a) Prämisse (Hypothese). Sie gibt an, unter welchen Bedingungen eine Rechtsnorm verwirklicht werden muss. Sie legt ferner fest, unter welchen Umständen und Bedingungen für welche Rechtssubjekte Rechte und Pflichten entstehen.

b) Disposition (Erlaubnis, Gebot, Verbot). Sie legt das Verhältnis fest, das beim Vorliegen der Prämisse von den betreffenden Rechtsadressanten verbindlich gefordert wird. Sie enthält damit die eigentliche Verhaltensregeln.

c) Sanktion. Sie bestimmt die Rechtsfolgen, die für jeden Normadressaten eintreten, der die Disposition verletzt bzw. nicht verwirklicht.
Da es aber schwierig ist, in jeder Rechtsbestimmung diese Elemente zusammen zu finden, wird seit einiger Zeit von einzelnen Rechtstheoretikern vorgeschlagen, in einer Rechtsnorm nur zwei Elemente zu sehen: Tatbestandteil und ein Folgehandlungsteil (hauptsächlich Sanktionen) mit einem Operator. Für gleichartige Situationen und Bedingungen (Tatbestand) gebietet, verbietet oder erlaubt (Operator) sie ein angegebenes Verhalten (Folgehandlung).5  Dabei gestaltet der Operator („ist verpflichtet“, „darf“, „ist

__________________________________________________
4. Vgl. auch I. I. Lukaschuk, (Anm. 154), S. 30.
5. W. Grahn, Recht als eine besondere Widerspiegelung der Gesellschaft, in: Staat und Recht, 1982 (2), S. 2.

_____________________________________________________

verboten“, „muss“), eindeutig Rechtsnormen von allgemeinen Aussagen, Werturteilen und Fragen zu unterscheiden.6 Gemäß der hier vorgestellten Zweigliederungs-Konzeption wird also jede Rechtsnorm betrachtet als eine durch einen deontischen (Gebots-, Verbots- oder Erlaubnis) Operator verknüpfte Beziehungen zwischen einem Tatbestand und einer Folgehandlung.

Im Prinzip kann dieser modernen Konzeption von der Rechtsnormstruktur von der Völkerrechtswissenschaft übernommen werden. Zugleich ist jedoch darauf hinzuweisen, dass die Sanktion nicht in jeder einzelnen Rechtsnorm, sondern vielmehr im Völkerrechtssystem und zwar im Institut der völkerrechtlichen Verantwortlichkeit enthalten ist. Ginge man von der Dreigliederungs-These aus, so wäre es kaum möglich, alle drei Elemente in einer Völkerrechtsnorm zu finden. Deshalb ist in der Völkerrechtstheorie diese überholte These abzulehnen.

Es kann somit festgestellt werden: Einerseits gehört die Sanktion zum Recht und ganz allgemein gesehen, auch zur Rechtsnorm,7 andererseits ist sie im Völkerrecht nicht unbedingt bei jeder Rechtsnorm als ein konkret ausgewiesenes Strukturelement anzutreffen, sondern im Gesamtsystem des Völkerrechts.

Es kann aber auch festgestellt werden, dass es inzwischen im Interesse von Entwicklungsländern Völkerrechtsnormen gibt, die nicht unbedingt Sanktionen vorsehen. Hierbei handelt es sich um Normen zur bevorzugten und nichtreziproken Behandlung von Entwicklungsländern. Versucht man jedoch nachzuweisen, dass auch Resolutionen der UN-Vollversammlung Rechtsnormen seien8  – sie sehen in der Regel keine Sanktionen vor – so ist dies nicht überzeugend. Die rechtliche Sanktion wird ferner ziemlich lato sensu so aufgefasst, dass Reaktionen der öffentlichen Meinung miterfasst werden. Im Völkerrecht sollte jedoch diese eminente Frage eher lege strictum betrachtet werden.

_________________________________________
6. Vgl. H. Klenner, Zur logischen Struktur sozialistischer Rechtsnormen (Thesen), in: Wissenschaftliche Zeitschrift der riedrich-Schiller-Universität Jena, 1966, S. 451 ff.
7. Vgl. auch M. Bos, will an order in: the nation-state system, in: Netherlands International Law Review, 1982 (XXIX – 1), p. 22.
8.So R.-J. Dupuy im Zusammenhang mit dem Entwicklungsvölkerrecht und dem Umweltschutz. Vgl. Droit déclaratoire et droit programmatoire: de la coutume souvage al la „soft law“, in: L´élaboration du droit international public, Paris, 1975, p. 147.

_______________________________________________________________

Bedeutung der Völkerrechtsnormen

Die Rechtsnorm ist das zentrale Element des Systems der rechtlichen Regelung,des gesamten rechtlichen Normenbildungs- und –durchsetzungsprozesses und damit das Kernstück des Völkerrechts. Dies gilt insbesondere für die Prinzipien und Normen mit einem ius cogens-Charakter.

Auf Grund ihrer volitiven Natur vermögen die Rechtsnormen nicht nur Interessen widerzuspiegeln, sondern auch gesellschaftliche Verhältnisse aufrecht zu erhalten und auch zu gestalten. D. h., dass die Rechtsnormen eine passive sowie eine aktive, eine statische sowie eine dynamische Funktion haben. Entstehen zwischen der Widerspiegelungs- und der Gestaltungsfunktion der Rechtsnormen irgendwelche Widersprüche, dann können diese nur durch die souveränen Staaten im Rahmen des komplexen Normenbildungsprozesses überwunden werden.

Dies bedeutet, dass angesichts der Existenz von souveränen Staaten die Rechtsnormen ex nihilo und automatisch weder entstehen noch vergehen. Es ist also so gut wie ausgeschlossen, dass sich über Nacht aus einer res necessaria (z. B. Entwicklung in der Dritten Welt) ein ius necessarium (z.B. ein „Recht auf Entwicklung“) herausbildet.

Nur durch das konsuale Wirken der souveränen Staaten und auf der Basis gegenseitiger Kompromisse können Rechtsnormen geschaffen werden.

Quelle :  Panos Terz, Die Völkerrechtstheorie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Pro theoria generalis Scientiae Iuris inter Gentes, in : Papel Politico, 2006/11/2, S.683-737. hrsg, von der Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana.

Völkerrechtsprinzipien und Normen, Hierarchien

Völkerrechtsprinzipien und Normen, Hierarchien

Innerhalb des Systems des Völkerrechts bedingen sich Prinzipien und Normen gegenseitig. Hierdurch werden Aufgaben und Funktionen des Völkerrechts realisiert. Demnach kann man innerhalb der Völkerrechtsordnung eine gewisse Rangordnung erkennen. Sie widerspiegelt indirekt materielle Erfordernisse, Interessen und Willen. Die Hierarchie von Prinzipien und Normen ist nicht zufällig. Sie besitzt dem Wesen nach einen dreifachen Charakter

: a) Sie ist objektiv bedingt und wird durch die Willensübereinstimmung der Staaten geschaffen.

b) Sie ist Widerspiegelung der oben genannten Art sowie der Rechtsstruktur.

c) Sie stellt ferner eine Metawiderspiegelung dar, d. h. eine wissenschaftliche Widerspiegelung.

Rechtstheoretisch betrachtet, ergibt sich die Normenhierarchie aus der inneren Struktur, dem Begriff als eines Normensystems und aus der Makrostruktur des Rechts, aus der gegenseitigen Abhängigkeit der Normen, aus dem Normativitätscharakter und nicht zuletzt aus der besonderen Bedeutung von Prinzipien und Normen für die gesamte Völkerrechtsordnung sowie für die Lösung der globalen Probleme der Menschheit.

Hieraus ergibt sich die Schlussfolgerung, dass zum einen das Bestimmen der Hierarchie nicht willkürlich sein kann und darf und zum anderen, dass es konkreter Kriterien bedarf, um innerhalb des Völkerrechtssystems eine oder mehrere Rangordnungen aufstellen zu können.

Wird der Normativitätscharakter als Kriterium genommen, dann ist zwischen den ius cogens und den ius dispositivum Normen zu unterscheiden.1 168 Erstere besitzen Priorität. Legt man die Bedeutung der Normen für den internationalen Normenbildungsprozess zugrunde, so stehen die sieben Prinzipien an erster Stelle.

Wird die Bedeutung der Normen für die Lösung der globalen Probleme der Menschheit zum Maßstab erhoben, dann entsteht eine andere hierarchische Ordnung :

a) Alle Prinzipien und Normen zur Erhaltung des Weltfriedens, der internationalen Sicherheit und zur Abrüstung;

b) die Prinzipien und Normen zur Überwindung der Unterentwicklung; c) die Prinzipien und Normen zum Schutze der menschlichen Umwelt.

_________________________________________
1.  Hierauf machetn mehrere Autoren aufmerksam. Siehe beispielsweise R. Quadri, Diritto internazionale pubblico, Palermo, 1964, p. 86, et 87.

________________________________________

Hier handelt es sich offensichtlich um eine vertikale Struktur, die jedoch horizontale Strukturbeziehungen nicht ausschließt. Wird die Erhaltung des Weltfriedens zum entscheidenden Maßstab erhoben, dann sieht die vertikale Struktur etwas anders aus: An erster Stelle stehen die sieben Prinzipien

. An zweiter Stelle stehen Normen in den multilateralen Verträgen universellen Charakters. Unter ihnen genießen wiederum jene Verträge Priorität, welche echten Abrüstungsmaßnahmen enthalten, von den in Frage kommenden Staaten ratifiziert und in Kraft gesetzt worden sind.

Den dritten Platz könnten Normen bilateralen Charakters zwischen der Sowjetunion und den USA einnehmen. Danach würden unter Umständen jene ius cogens-Normen folgen, die nicht zu den sieben Prinzipien gehören. Schließlich würde man weitere ius dispositivum-Normen in Betracht ziehen.

Unabhängig von den jeweiligen Kriterien stehen die sieben Prinzipien an erster Stelle. In bezug auf die Verbindlichkeit mögen sie gleichwertig sein. Damit käme ein horizontales Verhältnis in Frage. Es ist jedoch legitim, unter ihnen etwas zu differenzieren :

Nimmt man als Kriterium das schwerwiegendste globale Problem der Menschheit, nämlich die Gefährdung des Weltfriedens, dann würde das Prinzip des Verbots der Gewaltandrohung und Gewaltanwendung den ersten Platz einnehmen. Wird das globale Problem der Unterentwicklung in Betracht gezogen, dann kämen in erster Linie die Prinzipien der friedlichen internationalen Zusammenarbeit und der souveränen Gleichheit in Frage.

Geht man insgesamt von den Erfordernissen des Zeitalters der Globalisierung aus, so würde sich folgende politische Gewichtung innerhalb des Systems der sieben Prinzipien ergeben:

Verbot der Gewaltandrohung und –anwendung, friedliche internationale Zusammenarbeit, souveräne Gleichheit der Staaten. Hieraus könnten hinsichtlich der staatlichen Souveränität schwerwiegende Konsequenzen erwachsen. Abgesehen davon, ist die politische Bedeutung auch der Prinzipien historisch bedingt. So stand z. B. in der Zeit des antikolonialen Kampfes das Selbstbestimmungsrecht der Völker im Mittelpunkt. In unserem Zeitalter wird dem Prinzip des Verbots der Gewaltandrohung und –anwendung Priorität zuerkannt. In der Persektive  wird bei einer weiteren Zuspitzung der globalen Probleme der Unterentwicklung und der Gefährdung der menschlichen Umwelt das Prinzip der friedlichen internationalen Zusammenarbeit höchstwahrscheinlich die wichtigste Rolle spielen.

Quelle :  Panos Terz, Die Völkerrechtstheorie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Pro theoria generalis Scientiae Iuris inter Gentes, in : Papel Politico, 2006/11/2, S.683-737. hrsg, von der Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana.

Zweige und Institute des Völkerrechts als Gegenstand der Völkerrechtstheorie

Zweige  und Institute  des Völkerrechts als Gegenstand der Völkerrechtstheorie

Zunächst sei die Bemerkung vorangestellt, dass fast ausschließlich Völkerrechtler der ehemaligen Sowjetunion sich der Zweigproblematik zugewandt haben, und dass es außerdem über die Zweitkriterien keine einheitliche Auffassung festgestellt werden kann. Werden die verschiedenen Meinungen kritisch und wertend zusammengefasst, so müssen die folgenden Kriterien vorliegen, damit von einem Völkerrechtszweig gesprochen werden kann :

a) Ein bestimmter Bereich der internationalen Beziehungen, in concreto ein spezieller Gegenstand;1.  b) Auf alle Fälle ein mit dem Gegenstand in enger Verbindung stehendes spezielles Ziel;  2.  c) Spezielle Rechtsnormen mit inhaltlich ebenso speziellen Rechten und Pflichten;3 d) Die Normengruppe stütz sich auf ein grundlegendes Völkerrechtsprinzip 4 und widerspricht keinem der sieben grundlegenden Völkerrechtsprinzipien; e) Die Zweigmaterie, also der Gegenstand ist von der Mehrheit der Staaten als wichtig und als normierungsnotwendig betrachtet worden; f) Möglicherweise liegt ein besonderes Rechtserzeugungsverfahren vor 5  wie z. B. bei der Internationalen Seerechtskonvention von 1982. Dagegen ist jedoch Einwand durchaus berechtigt, weil die Normierungsmethode bzw. der Regelungsmechanismus im Völkerrecht grundsätzlich einheitlich ist. Bedingt durch den Normierungsgegenstand kommt es allerdings zu Modifizierungen des einheitlichen

_____________________________________________________________
1. Vgl. ähnlich z. B. I. T. Ussenko, das Prinzip des demokratischen Friedens – die Grundlagen des Völkerrechts, in: SEMP, 1973, Moskau, 1975, S. 34; L. A. Iwanaschenko, Internationales Sicherheitsrecht – Ein neuer Zweig des modernen Völkerrechts, in: SGPiP, 1985 (6), S. 99 ff; W. I. Margiew, Zum System des Völkerrechts, in: Prawowedenije, 1981 (2), s. 106; D. I. Feldmann (Anm. 107), S. 47 (alle Quellen in Russisch).
2. Vgl. ähnlich auch L. A. Iwanaschenko, ibid., S. 99 ff; I. T. Ussenko, ibid., S. 34.
3. Vgl. ähnlich auch J. A. Schibajjewa, Das Recht der internationalen Organisationen als Zweig des gegenwärtigen Völkerrechts, in: SGiP, 1978 (1), S. 105 (in Russisch); W. I. Margiew (Anm. 137), S. 107; M. B. Ramirez, El derecho internacional del desarrollo, nueva rama del derecho internacional publico, in: Bolletin Mexicano des Derecho Comparado, 1986 (57 – XIX), p. 859.
4. So I. T. Ussenko (Anm. 137), S. 34; L. A. Iwanaschenko (Anm.1)                                                                                  S. 99 ff.; M. B. Kotzew, Die allgemein anerkannten Prinzipien und Normen des gegenwärtigen Völkerrechts, Rechtswesen und Bedeutung, in: Prawna Misal, 1985 (2), S. 71 (in Bulgarisch).
5. Vgl. M. B. Ramirez (Anm. 1), p. 859.
_______________________________________________________

völkerrechtlichen Rechtserzeugungs- und Normenbildungsprozesses,6  der auf den Kodifikationskonferenzen im allgemeinen als treaty making process bekannt ist. Es liegt bereits eine Definition des Völkerrechtszweiges vor: „Gesamtheit der Rechtsprinzipien und Normen, die die spezifischen Beziehungen zwischen den Völkerrechtssubjekten auf einem bestimmten Gebiet ihrer gegenseitigen Beziehungen regeln sowie ein Rechtsregime einer bestimmten Sphäre festlegen“.7

Im Prinzip kann man dieser Definition zustimmen. Sie ist allerdings sehr allgemein. Daher soll hier versucht werden, auf der Grundlage der oben gewonnenen Erkenntnisse eine konkretere Definition zu formulieren: Der Völkerrechtszweig ist ein rechtlich geregelter, bestimmter Bereich der internationalen Beziehungen mit besonderen Normen sowie mit besonderen Rechten und Pflichten, der sich auf ein grundlegendes Völkerrechtsprinzip stützt, dessen Normen den sieben grundlegenden Völkerrechtsprinzipien nicht widersprechen, dessen Normierungsnotwendigkeit von der Staatenmehrheit akzeptiert worden ist und außerdem ein modifiziertes Rechtserzeugungsverfahren aufweist.

Will man die gegenwärtig tatsächlich vorhandenen Völkerrechtszweige aufzählen, so ist zunächst methodisch davon auszugehen, welche in den Völkerrechts-Lehrbüchern, international gesehen, normalerweise und traditionell Erwähnung finden. D. h. über sie liegt ein Consensus generalis doctorum et professorum vor: Diplomaten- und Konsularrecht, Humanitäres Völkerrecht („Ius in bello“), Internationales Verwaltungsrecht, Internationales Vertragsrecht (Völkervertragsrecht), Internationales Seerecht (Völkerseerecht), Internationales Luftrecht, Weltraumrecht, Völkerrechtlicher Schutz der Menschenrecht,

_______________________________________________________________
6. Vgl. Hierzu sehr ausführlich P. Terz,  1999). Cuestiones teóricas fundamentales del proceso de formación de las normas internacionales, Con especial análisis de las recoluciones de la ONU, Universidat Santiago de Cali, 1999 , speziell pp. 65 – 71, ss. Vgl. ferner: W. I. Margiew (Anm. 1), S. 106; I. W. D. Sorokon, Die Methode der rechtlichen Regelung, Moskwa, 1976, S. 118 (in Russisch).
7. So das sowjetische Standardlexikon des Völkerrechts („Slowar meshdunarodnowo prawa“), (hrsg.) von B. F. Petrowski/B. M. Klimenko/J. M. Rybakow), Moskwa, 1982, S. 142.

__________________________________________________________

Internationales Flüchtlingsrecht, Internationales Recht der Staatennachfolge, Internationales Strafrecht, Internationales Wirtschaftsrecht (größtenteils). Weitere Völkerrechtszweige sind hinzugekommen: Internationales Atomrecht, Internationales Sicherheitsrecht, Vertragsrecht der internationalen zwischenstaatlichen Organisationen, das „Entwicklungsvölkerrecht“ in statu nascendi sowie – bedingt durch den wissenschaftlich-technischen Fortschritt  8  – das Internationale Umweltschutzrecht und das Internationale Informations- und Kommunikationsrecht.

Während einige Völkerrechtler weitere Zweige nennen wie z. B. das Internationale Medizinrecht, das Internationale Meteorologische Recht, das Internationale Handelsrecht 9 , das Internationale Arbeitsrecht  10 , finden andere diese Sicht übertrieben 11 oder lehnen sogar die Zweigproblematik im Völkerrecht überhaupt schlicht weg ab. 12 150
Die Elemente, vor allem die Prinzipien und Normen eines Völkerrechtszweiges, machen dessen System aus. Die Wechselbeziehungen wiederum dieser Elemente untereinander stellen seine Struktur dar. Am perfektesten ist dies bei einigen Zweigen wie z. B. bei dem Völkerseerecht festzustellen, das einen gewaltigen Prinzipien- und Normenkomplex wie aus einem Guss bildet.

______________________________________________________
8. Vgl. ähnlich auch J. Azud, Die wissenschaftlich-technische Revolution und das Völkerrecht, in: Právny Obzor, 1980 (63 – 9), s. 769 ff. (in Tschechisch); M. I. lasaarew, Das Völkerrecht und die wissenschaftlich-technische Revolution, in: SEMP, 1978, Moskau, 1980, S. 41 ff. (in Russisch).
9. So beispielsweise S. A. Malinin, Friedliche Nutzung der Atomenergie, Völkerrechtliche Fragen, Moskwa, 1971, S. 6 – 9 (in Russisch).
10. Vgl. z. B. G. I. Tunkin, Ideologischer Kampf und Völkerrecht, Moskau, 1967, S. 117 (in Russisch).
11. So D. I. Feldmann  (1983). Das System des gegenwärtigen Völkerrechts, Moskau , 1983, S. 9.
12. Vgl. z. B. J. A. Schibajewa (Anm.1), S. 103.

_____________________________________________________________

6. Institute des Völkerrechts als Gegenstand der Völkerrechtstheorie

Weil die ausführliche Behandlung der relativ komplizierten Instituts-Problematik den Rahmen des vorliegenden Beitrages bei weitem sprengen würde, kann darauf nur knapp eingegangen werden. Auch bei dieser Problemstellung gilt die Festlegung, dass sich fast ausschließlich Völkerrechtler der ehemaligen Sowjetunion ihr zugewandt haben. D. I. Feldmann schätzt allerdings den Diskussionsstand in den 60er Jahren sehr kritisch ein: Das Institut werde häufig betrachtet als „zu umfassend, verschwommen und unbestimmt.13  Es herrscht in der Tat ein Begriffswirrwarr vor.
Deswegen erweist sich der linguistisch-semantische Weg ad fontes als absolut notwendig. Das lateinische Wort Institutum bedeutet „jede durch Sitte, Gewohnheit, Verfassung … Anordnung des häuslichen und bürgerlichen Lebens 14 oder – etwa konkreter – das „durch positives (gesetzlich verankertes) Recht geschaffene Rechtsgebilde (z. B. Ehe, Familie, Eigentum o. ä.).15 Hieraus ergibt sich die Schlussfolgerung, dass erst durch das Recht ein Wort zum Rechtsbegriff wird. Aus der Rechtspraxis (Gesetzesbücher) lässt sich ableiten, dass zu einem solchen Institut mehrere und sogar zahlreiche Spezialnormen gehören, die in ihrer Gesamtheit ein Rechtsgebiet bzw. einen Rechtszweig wie z. B. Familienrecht, Arbeitsrecht, Polizeirecht etc. ausmachen.
Diese Erkenntnis kann auf das Völkerrecht angewandt werden: Ein Völkerrechtsinstitut ist ein durch internationale Konventionen geschaffenes Rechtsgebilde oder Rechtsphänomen. Aus Platzgründen seien hier nur einige Beispiele genannt wie z. B. Staatennachfolge, die insgesamt in zwei Konventionen umfassend geregelt wird: „Wiener

____________________________________________________________
13.  D. I. Feldmann, Die Anerkennung von Staaten im gegenwärtigen Völkerrecht, Kasan, 1965, S. 39 (in Russisch).
14.  K. E. Georges, Kleines Handwörterbuch, Lateinisch-Deutscher Teil (2734 S.), Leipzig, 1980, S. 1318.
15.  Duden, Das große Fremdwörterbuch, Herkunft und Bedeutung der Fremdwörter (1540 S.), Leipzig, et alt., 2000, S. 629.

____________________________________________________

Konvention über die Staatennachfolge in Verträge“ von 1978 und „Wiener Konvention über Staatennachfolge in Staatsvermögen, Staatsarchive und Staatsschulden“ von 1983. Es entstehen mehrere Institute. Ferner ist der Vertrag zu erwähnen, dessen Regelung in der „Wiener Konvention über das Recht der Verträge“ von 1969 sowie in der „Wiener Konvention über das Recht der Verträge zwischen Staaten und internationalen Organisationen oder zwischen Staaten und internationalen Organisationen oder zwischen internationalen Organisationen“ von 1986 umfangreich erfolgt ist. Relativ viele Institute sind in der „Seerechtskonvention“ von 1982 enthalten wie z. B. Territorialgewässer, Anschlusszone, Meerengen, Festlandsockel, Offenes Meer und Meeresboden. Zu jedem dieser Institute gehören gleich geartete Normen, die ähnliche Materien regeln. Die Gesamtheit dieser Institute und Rechtsnormen bilden im Wesentlichen der Völkerrechtszweig Völkerseerecht.
Die Institute sind in den oben genannten Konventionen auf der Basis der grundlegenden Prinzipien des Völkerrechts rechtlich geregelt bzw. verankert worden. Dies ist durch zahlreiche Rechtsbestimmungen, Rechtsnormen geschaffen worden. Hieraus folgt, dass das jeweilige Institut zwischen den grundlegenden Prinzipien und den Spezialnormen steht. Gerade in diesem Verhältnis liegt auch seine Funktion. Eine andere Schlussfolgerung besteht darin, dass zwischen den grundlegenden Völkerrechtsprinzipien und den Völkerrechtsinstituten ein vertikales Verhältnis besteht. Das Verhältnis jedoch zwischen den Instituten eines Völkerrechtszweiges sind eher horizontaler Natur. Dies gilt ebenso für die Beziehungen der zu einem Institut gehörenden Spezialnormen untereinander. Gehört aber dazu ein Prinzip, dann ist sein Verhältnis zu den Spezialnormen eindeutig vertikal. Weil aber Institute wichtige Elemente der jeweiligen Zweige sind, entsteht zumindest chronologisch eine interessante Kette: Grundlegende Völkerrechtsprinzipien – Völkerrechtsinstitute – Völkerrechtsnormen spezieller Natur – Völkerrechtszweige. In gnoseologischer Hinsicht sieht aber die Kette anders aus: Grundlegende Völkerrechtsprinzipien – Völkerrechtszweige – Völkerrechtsinstitute – Völkerrechtsnormen.16

____________________________________________________
16. E. A. Puschmin sieht eine „Struktur-Triade“: Norm – Institut – Zweig, Unter Anwendung der Dialektik betrachtet er ferner, ausgehend von dem Wechselverhältnis von Allgemeinem, Einzelnem und Besonderem, das Prinzip als das Allgemeine, das Institut als das Einzelne und die Norm als das Besondere. In Kenntnis seines Dialektik-Verständnis kann ich seinen interessanten Gedankengängen folgen und grundsätzlich zustimmen. Vgl. seinen stark theoretischen Beitrag „Über den Begriff …“ (Anm. 1), S. 81 – 82.

Quelle :  Panos Terz, Die Völkerrechtstheorie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Pro theoria generalis Scientiae Iuris inter Gentes, in : Papel Politico, 2006/11/2, S.683-737. hrsg, von der Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana.

Völkerrecht, Hauptfunktionen, Völkerrechtstheorie

Völkerrecht, Hauptfunktionen, Völkerrechtstheorie

Unter Beachtung der durch die Allgemeine Rechtstheorie erarbeiteten Funktionen des Rechts soll folgend auf die Hauptfunktionen des Völkerrechts eingegangen werden. Dabei sind die Spezifika des Völkerrechts als einer internationalen Rechtsordnung gebührend zu berücksichtigen.

1. Ordnungsfunktion : Sie besteht in erster Linie darin, das Verhalten der Staaten so zu steuern, dass das friedliche Zusammenleben der Völker gesichert wird. Hierdurch wird in den internationalen Beziehungen völlige Anarchie verhindert. Die Ordnungsfunktion liegt im Interesse aller Staaten. 1

________________________________________________________________
1. Vgl. ähnlich auch I. Seidl-Hohenfeldern , Völkerrecht, Köln et alt., 1987,   S. 7.

_______________________________________________________

2. Friedensfunktion : Gewährleistung der internationalen Sicherheit und des Weltfriedens als wichtige Voraussetzung für die Lösung vor allem der globalen Probleme der Menschheit sowie für das Wohlergehen aller Völker.2

3. Kooperationsfunktion : Förderung der Zusammenarbeit der Staaten auf allen relevanten Gebieten der internationalen Beziehungen durch entsprechende internationale Rechtsinstrumente3.

4. Stabilisierungsfunktion : Sie wird realisiert hauptsächlich durch die Schaffung stabiler ínternationaler Vertragsbeziehungen, vorausgesetzt, dass die Verträge auch tatsächlich erfüllt werden (Pacta sunt servanda).

5. Anpassungs- und Umgestaltungsfunktion : Zwischen ihr und der oben erwähnten Stabilisierungsfunktion besteht ein dialektisches Wechselverhältnis. Daher kann Michel Virally nicht beigepflichtet werden, wenn er schreibt: „Cést qu´on veut faire de lui instrument de changement, au lieu d´un instrument de stabilisation, ce qui lud confere une fonction vouvelle.4 Diese für die Weiterentwicklung des Völkerrechts unentbehrliche Funktion wird weder automatisch noch durch einzelne Staaten, sondern durch die hierfür vorgesehenen internationalrechtlichen Organe und Verfahren und ohne Zweifel auf der Grundlage von entsprechenden internationalen Konventionen realisiert.

6. Sicherungs- und Konfliktregulierungsfunktion : Es geht um die Sicherung der Prinzipien und Normen der gesamten Völkerrechtsordnung durch die dafür geeigneten Organe, Methoden und Maßnahmen.5  Hierdurch wird ein höheres Maß an Rechtssicherheit in den internationalen zwischenstaatlichen Beziehungen erreicht.6 92

______________________________________________________
2.   Vgl. teilweise ebenso P. Fischer/H. F. Köck, Allgemeines Völkerrecht, Ein Grundriss, Eisenstadt, 1983, S. 10.
3.  Vgl. auch E. Menzel/K. Ipsen, Völkerrecht, Ein Studienbuch, München, 1979, S. 20.
4.  M. Virally, Panorama du droit international contemporain, in : RdC, 1983 (83-V), pp. 33/34.
5.  Vgl. ähnlich auch : E. Menzel/K. Ipsen E, Völkerrecht, Ein Studienbuch, München, 1979, S. 21.
6. Vgl. auch K. Ipsen, Völkerrecht, Lehrbuch, München, 1990, S. 44.

_______________________________________________

7. Gerechtigkeits- und Entwicklungsfunktion: Gewährleisten, dass ein Mindestmaß an Gerechtigkeit in den internationalen Beziehungen herrscht, was in einigen Konventionen (z. B. Staatennachfolge in Verträge, Seerechtskonvention) durch die sachbezogene bevorzugte und präferentielle Behandlung von Entwicklungsländern sowie durch die Anwendung des Grundsatzes der Nichtgegenseitigkeit beachtet worden ist.7

8. Legitimitätsfunktion: Es geht vorwiegend darum, dass Handlungen militärischen Charakters durch den UN-Sicherheitsrat gemäß Kapitel VII der UN-Charta legitimiert sein müssen. Aber gerade diese absolut notwendige völkerrechtliche Legitimation fehlte bei dem Krieg der USA gegen den Irak. Die verheerenden Folgen dieser völlig völkerrechtswidrigen Aktionen sind gegenwärtig nicht zu übersehen.

9. Sanktionsfunktion: Das Völkerrecht verfügt über viele, deren Anwendungen von dem konkreten Kräfteverhältnis abhängt. Es ist z. B. gegenwärtig nicht möglich, die USA für ihr völkerrechtswidriges Vorgehen gegen andere Staaten zur Verantwortung zu ziehen.

10. Schutzfunktion: Schutz hauptsächlich der kleinen und schwachen Staaten sowie der Menschenrechte.

_______________
7. Vgl. hierzu ausführlicher die Dissertationsschriften der ehemaligen Doktoranden und Mitglieder der von P. Terz geleiteten Forschungsgruppe „Normbildungstheorie/Neue und gerechte Internationale Wirtschaftsordnung“ sowie „Entwicklungsländer und Völkerrecht“:

R. Kossi, Normbildungstheoretische Aspekte der gleichberechtigten und bevorzugten Behandlung von Entwicklungsländern in den internationalen Beziehungen, Universität Leipzig, 1987;

K. Höhne, Die Bedeutung der Gerechtigkeit für das demokratische Völkerrecht. Eine normbildungstheoretische Untersuchung, Universität Leipzig 1986;

H. Rambinintsoa, Zum Verhältnis von Gegenseitigkeit und Nichtgegenseitigkeit im Völkerrecht, Universität Leipzig, 1990;

E. Pastrana, Die Bedeutung der Charta der ökonomischen Rechte und Pflichten der Staaten von 1974 zur Schaffung einer neuen internationalen Wirtschaftsordnung, Universität Leipzig 1995;

E. Pastrana, El principio de la no-reciprocidad  entre el deber ser y su regulación jurídica en el marco de las relaciones económicas internacionales y de cooperación,en : Papel 2005 (17) pp. 67 – 117.

Quelle :  Panos Terz, Die Völkerrechtstheorie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Pro theoria generalis Scientiae Iuris inter Gentes, in : Papel Politico, 2006/11/2, S.683-737. hrsg, von der Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana.

Methodologie des Völkerrechts, Methodologie der Völkerrechtswissenschaft, Überblick

Methodologie des Völkerrechts, Methodologie der Völkerrechtswissenschaft, Überblick

1.Theorie, Philosophie und Methodologie sind Bestandteile der Wissenschaft. Bei der Theorie geht es um das „Was“ bei der Philosophie um das „Warum“ und bei der Methodologie um das „Wie“. 1. Die Theorie besitzt eigene Philosophie und eigene Methodologie. Die Philosophie hat eigene Theorie und eigene Methodologie.

2. Die Völkerrechtsmethodologie setzt sich aus der Methodologie des Völkerrechts als internationale Rechtsordnung sowie aus der Methodologie der Völkerrechtswissenschaft zusammen.

3. Die Methodologie des Völkerrechts als internationale Rechtsordnung stellt die Lehre über völkerrechtliche Methoden dar, um völkerrechtsspezifische Erkenntnisse zu erlangen sowie Problemlösungen zu erzielen. Zu diesen Methoden gehören vorrangig die Deskriptivität, die Normativität, der Geneseprozess (historische Methode), die Funktionalität, die Analyse, die Systemhaftigkeit, die Strukturalität, die Differenziertheit, die Komparativität, die empirische Methode, die Stabilität, die Veränderung und die Prognose. Darüber hinaus bestehen spezielle Methoden für Völkerrechtszweige sowie für Probleme mit Querschnittscharakter (z. B. Interpretationsmethoden).

4. Die Methodologie des Völkerrechts hat eigene Theorie („Was“) und eigene Philosophie („Warum“).

5. Die Methodologie der Völkerrechtswissenschaft besteht aus den Methodologien der Bestandteile der Völkerrechtswissenschaft, vor allem aus der Methodologie der Völkerrechtsphilosophie und aus der Methodologie der Völkerrechtssoziologie.

6. Die Methodologie der Völkerrechtsphilosophie als Bestandteil der Völkerrechtswissenschaft sowie als Wissenschaftsgebiet in statu naschend ist die Lehre über Methoden, um völkerrechtsphilosophische Erkenntnisse zu erzielen. Sie besitzt eine Reihe von Methoden wie z. B. die Objektivität, die Komplexität, die Globalität, die Differenziertheit, die Systemhaftigkeit, die Analyse-Synthese, die Historizität, die Normativität, die Funktionalität, die Komparativität und die Prognose. Sie beziehen sich auf die Gegenstände der Völkerrechtsphilosophie, d. h., sie weisen einen spezifischen Inhalt auf.

7. Die Methodologie der Völkerrechtssoziologie stellt die Lehre über Methoden dar, um völkerrechtssoziologische Erkenntnisse zu erlangen. Sie weist eine Reihe von gegenstandsbezogenen Methoden auf, wie vorwiegend die Priorität des Völkerrechts gegenüber der internationalen Politik, die Priorität der Völkerrechtswissenschaft gegenüber der Lehre von den internationalen Beziehungen, die Objektivität, die Komplexität, die Differenziertheit, die Systemhaftigkeit, die Analyse-Synthese, die Historizität, die Normativität, die Funktionalität und die Komparativität.

8. Die Völkerrechtsmethodologie und speziell der Methodologie der Völkerrechtssoziologie benötigt nicht die von den Vertretern der „political scienses“ („Theory of International Relations“) entwickelten konzeptionellen Konstrukte.

Quelle : Panos Terz, Die Völkerrechtsmethodologie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Ad promotionem Gradus Investigationis Scientiae Iuris inter Gentes , In honorem illustris Parmenides, in: Papel Politico, 2007/12/1 , p.173-208 ,Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana

Völkerrechtssoziologie, Überblick

Völkerrechtssoziologie, Überblick

1.Die Völkerrechtssoziologie ist eine Wissenschaft in statu nascendi. Sie stützt sich in erster Linie auf die Soziologie, die Rechtssoziologie und die Wissenschaft von den Internationalen Beziehungen. Sie besteht aus den folgenden Bestandteilen: Theorie, Methodologie, Dogmatik und Geschichte der Völkerrechtssoziologie.

2. Die wichtigsten Gegenstände der Völkerrechtssoziologie sind die folgenden: die globalen Herausforderungen der Menschheit; die Interessen der Menschheit, der Völker und der Staaten; der politische Wille der Staaten; die Macht, der Einfluss, das internationale Kräfteverhältnis und nunmehr das fehlende Gleichgewicht; die Problemstellungen der Stabilität, der Entwicklung und Veränderung in den internationalen Beziehungen; die geopolitischen und geostrategischen Faktoren; das Verhalten der Staaten; die internationale öffentliche Meinung; die Verhandlungen, die politischen Abmachungen und politischen Normen sowie ihr Verhältnis zu den Rechtsnormen; die politische Verbindlichkeit und die politische Verantwortlichkeit sowie die politischen Reaktivmaßnahmen; das Verhältnis zwischen der Völkerrechtswissenschaft und der Wissenschaft von den Internationalen Beziehungen.

3. Die Völkerrechtssoziologie hat eine Reihe von methodologischen Grundsätzen mit spezifischem Inhalt wie Objektivität, Analyse/Synthese, Induktion, Komplexität, Systemhaftigkeit und Globalität. Bei dem internationalen Normenbildungsprozess gilt die „goldene“ Kette Bedürfnisse – Interessen – Wille – Normen – Verhalten. Dieser Prozess hat weitestgehend konsensualen Charakter. Durch ihn entstehen drei Normkategorien, namentlich die Rechtsnormen, die politischen Normen und die Moralnormen. Für die politischen Normen gilt der Grundsatz „ex consenso norma Politica oritur“.

4. Normen in Deklarationen/Resolutionen bringen einen consensus opinionis politicae generalis der Staaten zum Ausdruck. Politische Normen in konkreten Abmachungen politischen Charakters sind Ausdruck eines consensus voluntatis politicae der daran beteiligten Staaten. Aus politischer Normen erwachsen politische Verpflichtungen bzw. die politische Verbindlichkeit. Solche Verpflichtungen sind nach dem Grundsatz bona findes zu erfüllen. Andernfalls kommt es auf der Grundlage der politischen Verantwortlichkeit zu politischen Reaktivmaßnahmen. In diesem Falle sind vor allem die grundlegenden Prinzipien des Völkerrechts sowie spezielle Grundsätze, wie die Verhältnismäßigkeit, zu respektieren. Politische Normen können sich zu Rechtsnormen entwickeln.

5. Die Völkerrechtssoziologie ist die absolut notwendige und auch die passende völkerrechtswissenschaftliche, völkerrechtsfreundliche sowie völkerrechtsverteidigende Antwort auf die vorwiegend völkerrechtsnihilistisch, völkerrechtsleugnerisch und mitunter auch völkerrechtszerstörerisch ausgerichtete, betriebene und wirkende Wissenschaft von den Internationalen Beziehungen, insbesondere im Sinne des US-amerikanischen political sciences („Theory of International Relations“). Die Völkerrechtssoziologie weist weitestgehend die Vorzüge der Wissenschaft von den Internationalen Beziehungen auf, ohne jedoch ihre Mängel zu enthalten.

6. Politische Normen werden in der Regel dann geschaffen, wenn die Zeit für Völkerrechtsnormen noch nicht reif ist. Sie weisen in hohem Maße Dynamik, Anpassungsfähigkeit und Flexibilität auf. Politische Normen können zum Vorläufer von Rechtsnormen werden.

7. Politische Normen besitzen Aufforderungscharakter. Ihre wichtigsten Merkmale sind die folgenden: Sie werden von der politischen Überzeugung sowie von den politischen Interessen der Staaten bestimmt; sie regeln gesellschaftliche Verhältnisse; bei Verletzung besteht die Möglichkeit, Reaktivmaßnahmen (Sanktionen) politischen Charakters einzuleiten.

8. Für die politischen Normen gilbt der allgemein gehaltene Grundsatz bona fides.

Quelle : Panos Terz, Die Völkerrechtssoziologie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen. Defensio Scientiae Iuris inter Gentes in : Papel Politico, Pontificia Universidad JAVERIANA, Facultad de Ciencias Politicas y Relationes Internacionales, Vol. 11, No. 1 , 2006, pp. 261-303 )

Völkerrechtsphilosophie, Überblick

Völkerrechtsphilosophie, Überblick

1.Durch die teilweise naturrechtlich ausgerichteten Forderungen von Entwicklungsländern haben philosophische bzw. rechtsphilosophische Fragen des Völkerrechts an Bedeutung gewonnen.

2. Die Völkerrechtsphilosophie versteht sich als die Wissenschaft von der Anwendung philosophischer bzw. rechtsphilosophischer Erkenntnisse auf völkerrechtlich bedeutsame Materien in den internationalen Beziehungen.

3. Die Völkerrechtsphilosophie kann nicht isoliert von den anderen Säulen der Völkerrechtswissenschaft, vor allem von der Völkerrechtstheorie und der Völkerrechtssoziologie betrieben werden: Es darf zu keiner Verwechslung von Idealität und Realität, von Moralität und Normativität, von Rechtsvorstellungen und Rechtsnormen kommen.

4. Die Völkerrechtsphilosophie setzt sich aus den folgenden Bestandteilen zusammen: Theorie, Methodologie, Geschichte.

5. Die Theorie der Völkerrechtsphilosophie untersucht in erster Linie Wesen und Bedeutung der Völkerrechtsphilosophie, das Verhältnis der Völkerrechtsphilosophie zu den anderen Bestandteilen der Völkerrechtswissenschaft und durchdringt theoretisch alle Gegenstände der Völkerrechtsphilosophie selbst.

6. Zum Gegenstand der Völkerrechtsphilosophie gehören vor allem: Werte, Gerechtigkeit und Billigkeit, Gleichheit/Ungleichheit, Commune bonum humanitatis, Solidarität/Hilfeleistung, Moral, Moralnormen, Verantwortung, Pflicht, Interessen der gesamten Menschheit, Rechtsbewusstsein, Rechtsgefühl, System/Struktur.

7. Zu den Hauptkategorien der Völkerrechtsphilosophie gehören insbesondere die Werte (Gerechtigkeit und Billigkeit, Gleichheit, Commune bonum humanitatis, Interessen der gesamten Menschheit, Solidarität/Hilfeleistung) und die Moralnormen.

8. Die in Resolutionen der UN-Generalversammlung enthaltenen konkreten Moralnormen sind Ausdruck eines consensus opinionis moralis. Die allgemeinen Moralprinzipien (Commune bonum humanitatis, Gerechtigkeit, Verantwortung, Pflicht) bringen einen consensus opinionis moralis generalis zum Ausdruck.

9. Während die Rechtsnormen moralische Elemente enthalten, weist nicht jede Moralnorm rechtliche Aspekte auf. Moralnormen können im Rahmen des Normenbildungsprozesses Ausgangspunkt für juristische Regelungen werden. Unter Umständen können konkrete Moralnormen in Rechtsnormen umgewandelt werden.

10. Die Moralnormen stellen Verhaltensaufforderungen dar. Deswegen sind sie von den Staaten zu respektieren.

11. Aus der obligatio moralis ergibt sich die moralische Verantwortung. Bezüglich der Verpflichtungen aus den Moralnormen gilt nicht das Prinzip pacta servanda sunt, sondern vielmehr der allgemeine Grundsatz bona fides. Die Verletzung von Moralnormen zieht moralisch ausgerichtete Reaktivmaßnahmen (Sanktionen) nach sich.

Völkerrechtstheorie , Überblick

Völkerrechtstheorie , Überblick

1. Die Völkerrechtstheorie ist ein Bestandteil der Völkerrechtswissenschaft sowie ein Wissenschaftsgebiet in statu nascendi. Sie stützt sich größtenteils auf philosophische und teilweise auch auf rechtstheoretische Grundkenntnisse. Sie hat allgemeinen Charakter (Allgemeine Völkerrechtstheorie).

2. Die Völkerrechtstheorie stellt eine systematisch-logisch geordnete Menge von Aussagen bzw. Erkenntnissen über die gesamte Völkerrechtsordnung sowie über das Verhältnis der Bestandteile der Völkerrechtswissenschaft untereinander dar.

3. Zu den Gegenständen der Völkerrechtstheorie gehören vor allem das Wesen des Völkerrechts als Recht, das System und die Struktur des Völkerrechts und der Völkerrechtswissenschaft, die Prinzipien und Normen, das Völkergewohnheitsrecht, die „Allgemeinen Rechtsgrundsätze“, die Normenhierarchie, die Normenbildung und Normendurchsetzung, die Zweige und die Institute des Völkerrechts.

4. Die Völkerrechtstheorie besitzt empirische Durchdringungs-, analytische Ordnung-, Erklärungsnormative und prognostische Funktion.

Quelle :  Panos Terz, Die Völkerrechtstheorie, Versuch einer Grundlegung in den Hauptzügen, Pro theoria generalis Scientiae Iuris inter Gentes, in : Papel Politico, 2006/11/2, S.683-737. hrsg, von der Facultad de Ciencias Politicas y Relaciones Internacionales , Pontificia Universidad Javeriana.

Völkerrechtswissenschaft, Bestandteile, Überblick

Völkerrechtswissenschaft, Bestandteile, Überblick

Die Völkerrechtswissenschaft ist die Summe und das System von Kenntnissen, Erkenntnissen und Methoden über völkerrechtlich bedeutsame Materien. Ihr Gegenstand ist breiter als jener des Völkerrechts.

Die Völkerrechtswissenschaft hat folgende Bestandteile und zugleich Wissenschaftsgebiete in statu nascendi:

Völkerrechtstheorie, Völkerrechtsphilosophie, Völkerrechtssoziologie und Völkerrechtsmethodologie.

Weitere integrale Bestandteile der Völkerrechtswissenschaft existieren bereits: Völkerrechtsdogmatik, Geschichte des Völkerrechts und Geschichte der Völkerrechtswissenschaft.

Quelle :   Panos Terz ,  Die Polydimensionalität der Völkerrechtswissenschaft oder Pro scientia lata iuris inter gentes, in :  Archiv des Völkerrechts 30. Bd., No. 4, (1992), pp. 442-481

Εθνος , Εθνική Συνείδηση, Εθνική Ταυτότητα, Κρατική Συνείδηση, Λαός, Οχλος

Εθνος, Εθνική συνείδηση , Εθνική ταυτότητα, Λαός

Η εθνική συνείδηση είναι μεν απαραίτητη για την ύπαρξη ενός έθνους, αλλά μόνη της δεν αρκεί για να στηρίξει το κράτος που έχει εμπεδωθεί στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αι. Στην Ελλάδα η εθνική παραγκωνίσει έχει ευθύς εξ αρχής την κρατική συνείδηση , η οποία όμως είναι ακρως συγκεκριμένη,γιατί βασίζεται στην διαλεκτική αλληλοεξάρτηση μεταξύ του κράτους και του πολίτου. Από την κρατική συνείδηση απορρέουν μεταξύ άλλων η νομική, η φορολογική και η περιβαλλοντική συνείδηση.
Στην δεκαετία του 40 μας έχουν διδάξει στο Δημοτικό το εξής εθνικό :»Ελλην είναι το όνομά μου υπερήφανο τρανό, μάνα την Ελλάδα έχω και γι αυτήν θα πολεμώ». Γιατί όχι, «Ελλην… και γι ατήν θα εργασθώ» ;

Σύμφωνα με την διεθνή Πολιτολογία (Πολιτική Επιστήμη) και το Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο ο όρος ( terminus scientificus) Εθνος σημαίνει το εξής :

1. Μία ομάδα ανθρώπων έχει την πεποίθηση, ότι τα μέλη της έχουν κοινά εθνοτικά, πολιτισμικά, γλωσσικά, ιστορικά, γεωγραφικά και επίσης πολιτικά χαρακτηριστικά .
2. Μέσω αυτών των κοινών χαρακτηριστικών διαφέρουν από άλλες ομάδες ανθρώπων που αναδεικνύουν επίσης τα δικά τους κοινά χαρακτηριστικά όπως παραπάνω.
3. Αλλά εξαρτάται από το κριτήριο :
α) Συνδυασμός με το ήδη υπάρχον κράτος ( Κρατικό Εθνος), αν και φυσικά υφίσταται διαφορά μεταξύ του Εθνους και του Κράτους, γιατί μερικά κράτη είναι πολυεθνικά , και μερικά έθνη δεν έχουν ακόμη αποκτήσει δικό τους κράτος.
Στην περίπτωση του “Κρατικού Εθνους” συμπίπτουν η εθνική και η κρατική συνείδηση (προηγμένη Ευρώπη ) ή σημειώνεται μόνον η εθνική συνείδηση, ενώ δεν υπάρχει η κρατική συνείδηση ( ανεξαιρέτως όλες οι βαλκανικές χώρες) ως ένδειξη πολιτισμικής και πολιτικής καθυστέρησης.
Γενικά το κράτος μέσω της κυβέρνησης εκπροσωπεί διεθνώς το έθνος.
β) Συνδυασμός με τον πολιτισμό που σημαίνει, ότι το καθοριστικό στοιχείο ενός έθνους είναι ο κοινός πολιτισμός.
Εδώ η εθνική συνείδηση παίζει έναν σημαντικό ρόλο, ενώ η κρατική συνείδηση παραγκωνίζεται κάπως ή και λείπει εντελώς.
Οι Ελληνες που ζούν ανά τον κόσμο, θεωρούνται ως μέλη του ελληνικού έθνους, ανεξάρτητα από το αν κατέχουν και την ξένη ιθαγένεια ή μόνον την ιθαγένεια του κράτους , όπου ζουν.
Οι Τούρκοι π.χ. σε ευρωπαϊκά κράτη θεωρούν τον εαυτό τους ως μέλη του τουρκικού έθνους αν και πολλοί από αυτούς κατέχουν δίπλα στην τουρκική ήδη και την ιθαγένεια άλλων κρατών. Οι Τούρκοι ιθαγενείς της Γερμανίας π.χ. , έχουν μίαν ακραιφνή τουρκική εθνική συνείδηση.

Για τους Ελληνες εξαρτάται, από το α) έάν πρόκειται για την έννοια Ελλην σε συνδυασμό με την ιθαγένεια ως έκφανση της κρατικής συνείδησης ή β) εάν πρόκειται για την έννοια Ελλην ως εθνικός προσδιορισμός. Στην περίπτωση αυτή ο Ελλην μπορεί να κατέχει μεν την ιθαγένεια άλλου κράτους, αλλά να έχει εθνική ελληνική συνείδηση. Η εθνική συνείδηση παίζει καθοριστικό ρόλο σε περιπτώσεις που πρέπει να αποφασισθεί σε ποιό κράτος ανήκουν πληθυσμιακές ομάδες. Οταν π.χ. επρόκειτο να αποφασισθεί σε ποιο από τα δύο κράτη Ουζμπεκιστάν και Καζαχστάν ανήκουν πληθυσμιακές
ομάδες, έθεσαν ως βάση για την απόφαση αποκλειστικά την ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.

4. Η εθνική ταυτότητα αποτελείται από ένα σύνολο κοινών πεποιθήσεων, τρόπων συμπεριφοράς και συναισθημάτων που συνδέουν άτομα ή και ομάδες ανθρώπων που αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα έθνος αν και μπορούν να ζουν σε διαφορετικά κράτη και συνήθως δεν αλληλογνωρίζονται.

Πηγές
α) Εθνος
-Benedict Anderson, Die Erfindung der Nation. Zur Karriere
eines folgenreichen Konzepts, Frankfurt a.M./New York 2005, ISBN
978-3-593-37729-2.
-Eric J. Hobsbawm, Nationen und Nationalismus: Mythos und
Realität seit 1780, Frankfurt a.M. 2005-
-Karl W. Deutsch: Nationenbildung, Nationalstaat,
Integration. Düsseldorf 1972, ISBN 3-571-09087-X.

β) Εθνική ταυτότητα
-Joseph Jurt, Sprache, Literatur und nationale Identität,
Die Debatten über das Universelle und das Partikuläre in Frankreich und
Deutschland, Berlin 2014, ISBN 978-3-11-034036-5.
-Michael Metzeltin, Wege zur Europäischen Identität, Individuelle,
nationalstaatliche und supranationale Identitätskonstrukte,
Berlin 2010, ISBN 978-3-86596-297-3.
Συχνά δημοσιευθέν στην Καθημερινή,τελευταία φορά
στις 2.4.17.. 19.12.18). Το θέμα ήταν επί πολλά έτη αντικείμενο πανεπιστημιακών διαλέξεων. Εδώ πρόκειται για περίληψη.

———————————————-

Η ΕΘΝΙΚΗ συνείδηση είναι προϊόν του 19ου αι. !

ΟΙ Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαn τον όρο gens (Φύλο, Γεν. : gentis, Πληθυντ. gentes, gentium ) . Εκαναν διαχωρισμό μεταξύ του Ius civilis ( Δίκαιο των
(Ρωμαίων) πολιτών) και του Ius gentium (Δίκαιο των φύλων).
Οι “Πατέρες ” της επιστήμης του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου οι Ισπανοί Νομικοί και Θεολόγοι Francisco de Vitoria (15oς/16ος αι.) και Francisco de Suarez (16ος/17ος αι.) ονόμαζαν αυτό το δίκαιο Jus inter Gentes (Δίκαιο μεταξύ των Φύλων).

Τον 19οαι. έχει εμπεδωθεί ο επιστημονικός όρος Droit INTERNATIONAL Public ( Αγγλ.INTERNATIONAL Public law, Ισπαν. Derecho INTERNACIONAL Publico, Ιταλ. Diritto INTERNAZIONALE PUBBLICO, Γερμ. INTERNATIONALES Öffentlicheς Recht ).

Στην ελληνική γλώσσα προηγήθηκε η λέξη Εθνος, αλλά με την σημασία των Φύλων. Ετσι έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Υπάρχουν και άλλα αυτού του είδους.
Το “Ιτε παίδες Ελλήνων” δεν έχει ουδεμία σχέση με την σύγχρονη εθνική συνείδηση. Ο παιάν εκφράζει μερικά κοινά (μυθολογία, θρησκεία, αξίες, ήθη
και έθιμα, και εν μέρει πολιτικές αντιλήψεις).
Το επίγραμμα του λυρικού ποιητού Σιμωνίδη του Κείου, αφιερωμένο στον Λεωνίδα και στους 300 πεσόντες μαχητές στις
Θερμοπύλες εκφράζει κάτι το κοινό :
“Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε // κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι
πειθόμενοι” .
Δεν έγινε όμως ποτέ λόγος για την Ελλάδα, αλλά υπήρχαν
άλλα φυλωνύμια ( ελληνικά φύλα, “εθνωνύμια”) όπως Αθηναίοι,
Σπαρτιάτες, Θηβαίοι, Μακεδόνες κτλ. , μεταξύ των οποίων επικρατούσε συχνότατα ΠΟΛΕΜΟΣ. Πικρές αλήθειες.
Υπενθυμίζουμε, ότι το γνωστό λατινικό γνωμικό bellum omnia contra omnes (πόλεμος όλων κατά όλων ) είναι ματάφραση από τα Ελληνικά και αντικατοπτρίζει τις σχέσεις μεταξύ των ελληνικών Πόλεων .
Ας λάβουμε επί τέλους την ιστορική αλήθεια υπ όψη και ας παρατήσουμε τις φαντασιώσεις αδαέστατων και ημιαμόρφωτων ελληναράδων.
Καθημερινή (4.9.16, 19.12.128)

———————————————

Λαός

Η  καθυστερημένη νεοελληνική Αριστερά έχει συστηματικά διαστρεβλώσει και την σημαντική έννοια Λαός., με την οποία εδώ έχουμε ήδη ασχοληθεί .  Βλέπε παρακάτω :
Λαός
α) Υπό το πρίσμα της ιστορίας :
Στην αρχαία Ελλάδα έχει επικρατήσει η έννοια Δήμος, το σύνολο των ελεύθερων πολιτών (οι σκλάβοι ήταν στην πλειονότητα) και η βάση της Δημοκρατίας.
Στην Ρώμη η έννοια Populus (ιστορικά ετρουσκικής προέλευσης) αφορούσε μόνον τους Patricii (Πατρίκιους, Αριστοκράτες), αλλά κατόπιν όλους τους ελεύθερους  Ρωμαίους. Για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα χρησιμοποιείτο
περιφρονητικά η έννοια Plebs (απλοί άνθρωποι).
Στα αρχαία Ιλλυρικά, Κελτικά και Γερμανικά χρησιμοποιείτο η έννοια Teuta με την σημασία «οπλισμένος λαός». Εξ αυτού και το εθνωνύμιο Teutones (Τεύτονες).
Η τελευταία βασίλισσα των Ιλλυρίων , την οποία νίκησε ο Ρωμαίος στρατηλάτης Πομπήιος, ονομαζόταν Teuta.

Η έννοια Λαός έπαιξε στα πλαίσια της Αστικής Γαλλικής Επανάστασης
σημαντικό ρόλο, γιατί le peuple de Paris (ο λαός του Παρισιού) έχει
αγνωνισθεί κατά του Ancien regime ( Παλαιού συστήματος), το οποίο
αυτονοήτως δεν ανήκε στο Λαό. Από εδώ ξεκίνησε και η σημαντικότατη
έννοια «κυριαρχία του λαού» ( «souverainete du peuple») ως ένα νέο και
προοδευτικό πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο.
Στα πλαίσια της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 ήταν συνήθεια να χρησιμοποιείται η έννοια  Λαός ως κάτι το καταπιεσμένο και επαναστατικό. Ο Λένιν έχει αποτανθεί σε ένα διαγγελμά του «προς όλους τους λαούς».

Στα «σοσιαλιστικά –κομμουνιστικά» κράτη έχει επισημανθεί εντόνως ο ρόλος του λαού (π.χ. «Λαϊκή Δημοκρατία»), αν και επρόκειτο για την Δικτατορία του προλεταριάτου, στην ουσία δικτατορία του κόμματος.  Σύμφωνα με την ορολογία του απολιθωμένου ΚΚΕ στο λαό ανήκουν πρωτίστως η εργατική τάξη και η αγροτιά. Κάποτε έχει εμφανισθεί και το ενδιαφέρον υποκοριστικό «λαουτσίκος» ως έκφραση της «στοργής» του κόμματος για τους απλούς
ανθρώπους.

β) Υπό το πρίσμα της Εθνολογίας και της Κοινωνιολογίας :
Πρόκειται για μία μεγάλη ομάδα οργανωμένων ανθρώπων ομόγλωσσων, με την ίδια ιστορία την ίδια προέλευση και τον ίδιο πολιτισμό.

γ) Υπό το πρίσμα του Δημοσίου Δικαίου :

Ολοι οι κάτοικοι ενός κράτους που έχουν την ιθαγένεια του αποτελούν
ανεξάρτητα από την εθνοτική προέλευση, τον πολιτισμό, την παράδοση και
την θρησκεία τον λαό ως βάση της υπόστασής του. Στα Γερμανικά
σημειώνεται η επιστημονική έννοια “Staatsvolk” (Κράτος-Λαός).
Στα δημοκρατικά κράτη ο λαός είναι το φονταμέντο της δημοκρατίας.
δ) Υπό το πρίσμα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου :
Ο λαός συμπίπτει σε μονοεθνικά κράτη με το έθνος.

Ενώ ο λαός έχει στο εσωτερικό το δικαίωμα της κυριαρχίας, το έθνος
είναι φορέας του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Το κράτος εξασκεί το
δικαίωμα της κυριαρχίας στις διεθνείς διακρατικές σχέσεις. Προ της
ανεξαρτησίας των αποικιών ο ΟΗΕ έχει επισημάνει σε πολυάριθμες
διακηρύξεις το δικαίωμα των εθνών (και των λαών), γιατί υπήρχαν μεν από
πολιτική άποψη λαοί, αλλά δεν είχαν ακόμη το δικό τους κράτος.
Ενώ στην Ευρώπη τα έθνη έχουν δημιουργήσει δικά τους κράτη (έθνος-κράτος) , έχουν στις πρώην αποικίες πρώτα εμπεδωθεί τα κράτη  στηριζόμενα στο λαό
τους , και στα πλαίσια του κράτους άρχισε να δημιουργείται βαθμιαία μεν
το έθνος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις υφίστανται ακόμη πολλά φύλα
(τριμπαλισμός).
Αυτός είναι ο λόγος που σε πολλά αφρικανικά κράτη δεν υπάρχει εθνική συνείδηση, γι αυτό τα υπάρχοντα φύλα αλληλοτρώγονται.
Τα θέματα ήταν επί πολλά έτη αντικείμενο πανεπιστημιακών διαλέξεων. Εδώ πρόκειται για περιλήψεις.Καθημερινή ( 5.3.17, 21.1.18, 31.8.18)

———————————————————————

Οχλος

Θουκυδίδης (Ιστ.6.89) πολύ υποτιμητικά για την μάζα : “όλοι δ ήσαν και επί των πάλαι και νύν οι επί το πονηρότερο εξήγον τον όχλον”.
Πλάτων :”ουκούν προς πολύν όχλον και δήμον ούτοι λέγονται οι λόγοι”.
Γαληνός πολύ έντονα : “ειπών προς τον όχλον απαιδεύτων δηλονότι πλήθος ανθρώπων ουκ ειδάτων” .
Βλέπε και οχλοκρατία, οχλαγωγία , οχλοβοή κτλ.
Πηγή : Γ. Μπαμπινιώτη, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2010, 1012.

Στην αρχαία Ρώμη είχαν την έννοια  plebs ή και  plebeius, ενώ για τον λαό υπήρχε η έννοια  ή populus. Καθημερινή (8.2.18)

——————————————————————————-

Ελλάδα. Εθνος κράτος
(Αλέξης Παπαχελάς ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ (αρχισυντάκτης)
Λαμπρό έθνος, άχρηστο κράτος”,

Η Ελλάδα αποτελεί ένα Εθνος-Κράτος που σημαίνει, ότ το ελληνικό Εθνος έχει εμπεδώσει ως πραγματοποίηση της αυτοδιάθεσής του το δικό του κράτος, το οποίο ανταποκρίνετα πλήρως στο πολιτισμικό του επίπεδο.
Εν ολίγοις : Ενα βαλκανικό έθνος έχε δημιουργήσει το δικό του βαλκανικό κράτος, το οποίο διαφέρει πολύ από τα κανονικά ευρωπαϊκά κράτη.
Ας υποθέσουμε , ότι στην Ελλάδα θα ζούσε το ολλανδικό έθνος με το δικό του κράτος. Τότε θα ήταν η Ελλάδα όχι ένα βαλκανικό , αλλα ένα υπερεξελιγμένο ευρωπαϊκό κράτος.

Οι Ολλανδοί θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε ένα πλούσιο και ευνομούμενο κράτος, σε έναν πραγματικό παράδεισο.
Λοιπόν το πρυτανεύον πρόβλημα είναι ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ.
Αυτά τα περί “λαμπρού έθνους” είναι σε ό,τι αφορά την ύπαρξή του εδώ και 200 έτη, όχι μόνον περιττές , αλλά και γελοίες φαντασιώσεις. Θα ήταν τουναντίον προτιμότερο, να κάνουμε αντικειμενικό και όχι τεθλασμένο αντικατοπτρισμό της πραγματικότητας.
Ας παρατήσουμε λοιπόν τον εθνοναρκισσιστικό αυτοβαυκαλισμό. Καθημερινή (29.7.18)

 

 

Βυζάντιο, Ρωμαίοι και Ελληνες, Αρχαίος Πολιτισμός, Νεοέλληνες, Λαοί στη Μικρά ΑΣία

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας και το «ανάθεμα» στην Αρχαία Ελλάδα – Ένας ανεξήγητος πια αναχρονισμός

Π.Κ.

Κυριακή της Ορθοδοξίας. Πρόκειται για μία συνεύρεση των πιστών, των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών συμπεριλαμβανομένων, προκειμένου να εκφραστεί άπαξ ετησίως το συλλογικό ανάθεμα κατά του Ελληνικού Πνεύματος, της σκέψης δηλαδή των αποκαλουμένων «ειδωλολατρών».

Επί 1200 χρόνια τώρα επαναλαμβάνεται η διατύπωση των αναθεμάτων από το εκκλησίασμα και τον Κλήρο ως κατάλοιπο της Συνόδου της Νικαίας. Ένα κατάλοιπό, συμβολικό μεν αλλά προφανώς αναχρονιστικό και ανιστόρητο, το οποίο παραπέμπει σε αυτό που σύγχρονές κοινωνίες καταδικάζουν. Τι κοινωνίες των Αγιατολάχ και των Ταλιμπάν.

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας έρχεται κάθε χρόνο αυτήν την ημερομηνία για να θυμίσει, να ακυρώσει και να τιμωρήσει, έστω συμβολικά, κάθε αναφορά στον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, στην σκέψη των σοφών και στα δημιουργήματα των προ Χριστού Ελλήνων.

Πρόκειται για πραγματική διχοτόμηση της συλλογικής συνείδησης αυτής της κοινωνίας. Μιλάμε για συλλογικό πνευματικό διπολισμό. Στην πραγματικότητα είναι το απόλυτο σουρεαλιστικό δημιούργημα της εκκλησιαστικής ηγεσίας στα σκοτεινά τότε χρόνια των ενδοεκκλησιαστικών αναταραχών και της πάλης για την εξουσία των διαφόρων πολιτικών και θρησκευτικών φατριών του Βυζαντίου.

Οι ίδιοι πιστοί οι οποίοι κραυγάζουν τρείς φορές «ανάθεμα» είναι αυτοί που συλλογικά αναγνωρίζουν πώς το Ελληνικό Πνεύμα, αυτή η συλλογική αναφορά μας, βασίζεται σε ένα πολύ μεγάλο  ποσοστό της στην πνευματική παραγωγή της Αρχαίας Ελλάδας.

Είχε ειπωθεί πώς η Εκκλησία και η Πολιτεία θα προχωρούσαν συναινετικά στην απάλειψη αυτής της ακατανόητης για τα σημερινά δεδομένα αυτού του πρωτοκόλλου αναθέματος το οποίο στην τελική προσβάλει και όλους όσους μελετούν, εξηγούν και αναπαράγουν την σκέψη ενός Ηράκλειτου, ενός Πλάτωνα, ενός Αριστοτέλη, ενός Θουκυδίδη.

Πέραν τούτου αυτή η επαναλαμβανόμενη «ιστορική ασυνέπεια έναντι της συλλογικής μας ιστορικής συνείδησης αποτυπώνει και την απίστευτη υποκρισία κάποιων ταγών οι οποίοι με την ίδια άνεση αναθεματίζουν την Αρχαία Ελλάδα και την αμέσως επόμενη στιγμή προστρέχουν σε αυτήν για να διαλαλήσουν προς τους κουτόφραγκούς και όχι μόνον πώς το Ελληνικό Πνεύμα είναι ένα και το αυτό και πώς η ιστορική πορεία του είναι συνεχής και αδιάκοπη. Μιλάμε για τους Υπουργούς Πολιτισμού, τους Πολιτικούς, που ακροβατούν μεταξύ σοβαρότητας και ιλαροτραγωδίας. Τελικά αυτές οι συμπεριφορές; Καταλήγουν σε κλαυσίγελο.

Δείτε και κυρίως ακούστε το «ανάθεμα» κατά την λειτουργία της Κυριακής της Ορθοδοξίας διότι συχνά δεν δίνουμε σημασία στις λεπτομέρειες οι οποίες όμως είναι συχνά καθοριστικές στην αποτύπωση της συλλογικής μας συνείδησης και μνήμης. Ζούγκλα (14.3.22)

__________________________________________________________

Το Imperium Romanum Orientalis (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η έκφραση “Βυζαντινή Αυτοκρατορία” έχει διατυπωθεί τον 19ο αι. και αποτελεί έναν terminus scientificus) αποτελείτο σύμφωνα με την ιστορική επιστήμη στην Ευρώπη από τα εξής συστατικά στοιχεία :
α) Πολυεθνική.
β) Ελληνικός πολιτισμός σε συνδυασμό με τον Χριστιανισμό.
γ) Η Ελληνική γλώσσα ως επίσημη αυτοκρατορική γλώσσα ( έως τα μέσα του 6ου αι. η Λατινική γλώσσα).
δ) Ρωμαϊκή αυτοκρατορική διοίκηση .
ε) Ρωμαϊκό Δίκαιο : Jus Romanum ( πρωτίστως Codex Iustinianus , αργότερα Corpus civilis ).
ζ) Romani (Ρωμαίοι, αργότερα στον ελλαδικό χώρο Ρωμιοί) ως υπήκοοι. Καθημερινή (6.5.18)

——————————————————————————————————

Βυζάντιο μεταξύ της Αρχαιότητας και της Δύσης , Ελλάς-Κληρονόμος του Βυζαντινού Πολιτισμού

Βυζάντιο, Ρωμαίοι και Ελληνες, Αρχαίος Πολιτισμός, Νεοέλληνες, Λαοί στη Μικρά Ασία

Είναι ιστορικό γεγονός, ότι όλοι οι υπήκοοι της ΡΩΜΑΙΚΗΣ αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από το φύλο και την εθνότητα ήταν Romani (Ρωμαίοι εξ ου αργότερα Ρωμιοί), όχι Ελληνες, μια που η λέξη Ελλην έχει επι αιώνες απορριφθεί και ως ειδωλολατρική απαγορευθεί. Πολύ αργότερα την έχουν εν μέρει επανακαλύψει.
Η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και του ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΙΚΟΥ (όχι μόνον του ελληνικού) πολιτισμού δεν σημαίνει, ότι υπήρχε κάποια ελληνικότητα. Εως τον 19ο αι. έχουν  επικρατήσει τα εθνωνύμια  Ρωμιός και Γραικός. Κατόπιν έχει εισαχθεί το εθνωνύμιο Ελληνας.Το ίδιο έκαναν επίσης τον 19ο αι. και οι Valahi και οι  Moldavi , οι οποίοι έχουν προσδώσει στη χώρα τους επίσημα την ονομασία Romania  και έχουν αυτονομασθεί  Romani.  Μέσω ένός τεχνάσματος έχουν μετατραπεί οι Βαλκάνιοι Βλάχοι και Μολδαβοί σε ευρωπαίους Ρωμαίους.Ο επικρατών πολιτισμός δεν έχει πολύ σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ο χριστιανισμός έχει κατ αρχάς καταστρέψει το ελληνικό πνεύμα. Υστερα από τον 8ο αι. ανακάλυψαν οι Ρωμαίοι πάλι τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων (πρωτίστως Πλάτωνα και Αριστοτέλη) μεν, αλλά η ενασχόληση με αυτά είχε φιλολογικό και σχολαστικιστικό και όχι δημιουργικό χαρακτήρα, ενώ ύστερα από την Αναγέννηση στην Ευρώπη έχει συστηματικά αξιοποιηθεί το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Η Ευρώπη δεν έχει παραλάβει σχεδόν τίποτα το καθαρώς βυζαντινό, ενώ ο βυζαντινός πολιτισμός και η  περιβόητη βυζαντινή νοοτροπία έχουν μια συνέχεια στο νεοελληνικό κράτος και στους Νεοέλληνες.

Ετσι οι Νεοέλληνες έμειναν στα κατάβαθα της ψυχής των ΑΝΑΤΟΛΙΤΕΣ, που δεν καταλαβαίνουν ή και μισούν την Δύση του κοσμοϊστορικού ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ. Εχει δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο πολιτισμικό και μορφωτικό αδιέξοδο, στην δημιουργία του οποίου έχουν πρωτοστατήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Θεολόγοι της.

Καθημερινή (4.9.16, 24.4.17)

——————————————————————–

Ασπόσπασμα από τη μελέτη  εδώ στο Μπλογκ μου “Βυζάντιο μεταξύ της Αρχαιότητας και της Δύσης , Ελλάς-Κληρονόμος του Βυζαντινού Πολιτισμού ” , 9. Προβλήματα, Ελλειψη δημιουργικότητας

Εν τούτοις διαπιστώνουμε στον τρόπο αξιολόγησης της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς και μεγάλα προβλήματα. Υστερα από την ανακήρυξη του Χριστιανισμού σε αυτοκρατορική θρησκεία, δηλαδή σε ένα πολιτικό εργαλείο του κράτους ( γνωστό φαινόμενο σε όλες τις θρησκείες ), άρχισε η εποχή των μεταφυσικών εικασιών , του μυστικισμού και των θεολογικών οικοδομημάτων στην αφάνταστη αοριστολογία πολύπλοκων και ακατανόητων επουρανίων θεμάτων ( 1+1+1=1 και άλλα «υπερβατικά»).

Η βασική Κοσμοαντίληψη του Βυζαντίου σε όλην την διαδρομή της και σε συνέχεια της Ανατολικής Ορθοδοξίας έγκειται στο ό,τι μέσω της «θείας Αποκάλυψης» έχει ολοκληρωθεί και περατωθεί η ανθρώπινη πρόοδος. Εδώ όμως πρόκειται για μίαν άκαμπτη, μη δυναμική και πρωτίστως μη δημιουργική αντίληψη περί του πολιτισμού και της προόδου. Η προσέγγιση στα έργα των αρχαίων ημών έχει συντελεσθεί ύστερα από τον 8ο αι. κυρίως με σεβασμό, αλλά με λίαν φιλολογικό που σημαίνει με στείρον τρόπο, ο οποίος βρίσκει την ολοκλήρωσή του στην ενασχόληση με γραμματική, συντακτική και πρώτα από όλα με συνεχή και αιωνία επανάληψη. Η κριτική σκέψη ήταν υποανάπτυκτη.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη εδώ εστιάζεται ο εθισμός των Νεοελλήνων στην αποστήθιση και στην παπαγαλία. Επίσης εδώ βρίσκονται οι αιτίες για την έλλειψη της δημιουργικότητας ως καθοριστικού στοιχείου  της Ορθοδοξίας και ως ένδειξη μίας ανορθολογικήςκασι σκοταδιστικής  βυζαντινολατρείας.  Ολα αυτά τα έχουμε βιώσει στην δεκαετία του  50 του περασμένου αιώνα ως θύματα της καθυστερημένης νεοελληνικής παιδείας στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο».

————————————————————

Βυζάντιο, Πολιτισμός, Επιγραμματικά

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Imperium Romanum Orientalis) βασιζόταν πολιτιστικά έως τον 7ο αι. στον ρωμαϊκό πολιτισμό, ύστερα στον ελληνικο πολιτισμό, στην ελληνική γλώσσα,στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα και πάντα στο ρωμαϊκό δίκαιο.Ο επιστημονικός όρος Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχει εφευρεθεί τον 19ο αι. από ειδικούς ιστορικούς. Ιδέ εκτενέστατα στο  Μπλογκ μου  δύο μελέτες περί του θέματος. Τα Νέα (2.5.15)

————————————————————-

“το Βυζάντιο είναι βουτηγμένο στο αίμα. Εικονομαχίες, Στάση του Νίκα, ιερείς που, με τα αιρετικά, βάζουν τον στρατό να σκοτώσει αντ’ αυτών… «Οι εικονομαχίες δεν είναι πολιτικό θέμα. Η Στάση του Νίκα δεν είναι επανάσταση, είναι σαν να καίνε την Αθήνα. Καίνε την Πόλη, σκοτώνουν τους πάντες, αλλά δεν υπάρχει το διχαστικόν του γένους. Και είναι βουτηγμένο στο αίμα, επειδή αυτοκρατορία και χριστιανισμός είναι δύο πόλοι που κάνουν την αρμονία του Βυζαντίου…”, Γύυκατζη-Αρβελέρ, Το Βήμα (9.1.17)

Με το θέμα της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, υπάρχει μεγάλη σύγχυση. «Εχετε δίκιο. Διατείνομαι μαζί με πολλούς άλλους, Σβορώνο κ.λπ., ότι η Ελλάδα ως απτή πραγματικότητα, είναι μετά το 1261, όταν τέλειωσε η Φραγκοκρατία, δηλαδή όταν ξαναπήραν την Πόλη οι Βυζαντινοί, και το ελληνικό κράτος δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη· είναι Βυζάντιο. Εγώ θα τοποθετούσα την ίδρυσή του το 1830, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα», Συνέντευξη , Γλύκατζη-Αρβελέρ , Το Βήμα (9.1.17)

Και η λέξη Ελληνας εξαφανίζεται. «Επειδή στα βυζαντινά σήμαινε ειδωλολάτρης. Απαγορευμένη, μέχρι τον 12ο αιώνα περίπου. Οταν, όμως, οι Φράγκοι ήρθαν και τα έκαναν λίμπα εδώ, η λέξη επανήλθε. Γράφει ο Πλήθων στον Μανουήλ Παλαιολόγο: “Ελληνες γαρ το γένος εσμέν, ως η ημετέρα γλώσσα και παιδεία μαρτυρεί”. Εμένα δεν με νοιάζει Ελλην ή Ρωμιός, αλλά με νοιάζει η ρωμιοσύνη που είναι σύγκαιρη, δηλαδή αιωνία. Και ο Παλαμάς και ο Ρίτσος και άλλοι τα ίδια, δεν μπορούμε να τα σβήσουμε. Και όταν θυμόμαστε τη ρωμιοσύνη, πρέπει να σκεπτόμαστε μόνον το Βυζάντιο, το οποίο ούτε διδάσκουμε», Συνέντευξη, Γλύκατζη-Αρβελέρ, To Βήμα, 9.1.17

—————————————————————–

Βυζαντινόςπερί Τούρκων και Λατίνων

Λούκαρης Νοταράς, ο ανώτερος Βυζαντινός υπουργός :

„Καλύτερα  να δω  στη μέση της Πόλης το τούρκικο τουρμπάνι παρά την λατινική μίτρα“

—————————————————- ———————-
Ελλην, Εννοια ήδη στο Μεσαίωνα, Λαοί στη Μικρά Ασία

Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σημειώνεται ιδιαιτέρως τον 13ο, 14ο και 15ο αι. πληθώρα γνώμεων περί την έννοια Ελλην. Ως πηγή αναφέρω τον μεγάλο ιστορικό Απόστολο Βακαλόπουλο, Πηγαί της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Ι. Θεσσαλονίκη 1969).
Εδώ αναφέρω τον Φιλόσοφο και Θεολόγο Γεώργιο Γεμιστό (1355 – 1452), που αυτονομάσθηκε Πλήθων, ο οποίος έχει επισημάνει την γνώμη του περί της ελληνικότητας περιοχών σε πολλές πολλές επιστολές σε ανώτατους λειτουργούς της Αυτοκρατορίασς, όπως π. χ. στον Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγο το 1412 : ” Λοιπόν είμαστε βέβαια Έλληνες στην καταγωγή εμείς, τους οποίους κυβερνάτε και είσθε
βασιλείς, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη Παιδεία. Δεν μπορεί δε να βρεθεί οικειότερη Χώρα για τους Έλληνες από την Πελοπόννησο και την Χώρα της Ευρώπης, που είναι κοντά σε αυτήν και τα γειτονικά νησιά. Γιατί όπως φαίνεται βέβαια, οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν την Χώρα, οι ίδιοι όσο θυμούνται άνθρωποι, χωρίς να έχουν κατοικήσει άλλοι πριν από αυτούς.”

Στο “Χρονικόν του Μορέως” συντελείται μία ενδιαφέρουσα διευκρίνιση περί την καταγωγή και την ονομασία των κατοίκων :
“Διαβάντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι Έλληνες είχαν το όνομα, ούτω τους ονόμαζαν,πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν- από την Ρώμη επήρασι το όνομα των Ρωμαίων”.

Λοιπόν : Στον ελληνικό χώρο (στερεά, και νησιά, καθώς και στην Δυτική Μικρά Ασία και στον Πόντο από την Σινώπη έως την Τραπεζούντα ζούσαν μεν Ελληνες, αλλά έως τον 8ο αι. δεν χρησιμοποιείτο η έννοια Ελλην, για τί θεωρείτο ειδωλολατρική. Πολύ αργά έχει επανεφανισθεί μεν αυτή η έννοια, αλλά στην απέραντη Μικρά Ασία ζούσαν επί χιλιάδες έτη πανάρχαιοι λαοί.

Οι εξής λαοί και εθνότητες έζησαν στην Μ.Α. (πηγή : Γ.Κ.Σκαλιέρης, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, Αθήναι, 1922, Υλικό από το Σουλτανικό Αρχείο.

α) Στην αρχαιότητα : Πρωτοχάττες, Χιττίτες (υπερπολιτισμένοι), Κάρες, Χουρρίτες, Λούβιοι,Χάλυβες ( εξ ου και χάλυψ στα Ελληνικά ), Φρύγες ( αρχικά στην αρχαία Μακεδονία Μπρύγες ), Μύσιοι, Λύκιοι, Λύδιοι, Βιθυνοί,
Καππαδόκες,Έλληνες.
β) Ακόμη στις αρχές του 20ου αι. ζούσαν οι εξής εθνότητες : Έλληνες (Μικρασιάτες, Πόντιοι), Αρμένοι, Μιγγρέλοι, Κόλχοι, Κούρδοι,Παφλάγονες, Λάζοι, Σάννοι, Αμπαζάδες, Αβασγοί, Μαρωνίτες, Ανσαρίτες, Ερυθίνοι, Καππαδόκες, Ίσαυροι, Κιρκάσιοι, Λυκάονες, Τάταροι, Εβραίοι,
Άραβες, Πομάκοι, Γιουρούκοι, Βόσνιοι, Αθίγγανοι, Μαρωνίτες, Ανσαρίτες, Σελτζούκοι, καθ ευτού Τούρκοι ( μειοψηφία ), Τουρκομάνοι (πρωτίστωςποιμένες, ακόμη και σήμερα μογγολική φυσιογνωμία ).
Θα ήταν ακρον άωτον του υπερεθνικισμού, της ανιστορικότητας και της γελοιότητας να θεωρούμε όλους αυτούς τους πληθυσμούς Ελληνες.

Καθημερινή (2016, 2

________________________________________________________

Τα ονόματα Βυζάντιο, Βυζαντινός, Ελλάδα, Ελληνικός, Ρωμαίος και Ρωμαϊκός στο πέρασμα των αιώνων – Πότε και από ποιους χρησιμοποιήθηκαν;  – Ποια επικράτησαν;

Σε πολλά άρθρα μας που αναφέρονται στη βυζαντινή περίοδο, κυρίως, έχουμε διαβάσει δεκάδες σχόλια αναγνωστών οι οποίοι θεωρούν ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε τίποτα ελληνικό και «πατώντας» πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα (;) ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει συνέχεια του ελληνισμού και ότι οι αγωνιστές του 1821 ήταν ένα συνονθύλευμα από Αλβανούς, Σλάβους και διάφορους άλλους που δημιούργησαν ένα κράτος χάρη στη μεγαλοψυχία των Ευρωπαίων που με τη νίκη τους στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, χάρισαν την ελευθερία σε όλους αυτούς οι οποίοι κατά την άποψη των αναγνωστών δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχαίους Έλληνες. Αρκετοί αναγνώστες αντικρούουν με άλλα σχόλια αυτές τις απόψεις αλλά και εμείς όταν βρίσκουμε χρόνο εκφράζουμε τις απόψεις μας που είναι λίγο-πολύ γνωστές. Σήμερα όμως θα δούμε τι γράφει, επικαλούμενος πάμπολλες πηγές, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες βυζαντινολόγους, ο Διονύσιος Α. Ζακυθηνός (1905-1993).

Τι ήταν το βυζαντινό κράτος;

 

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός

 

 

Σύμφωνα με τον Α. Heisenberg στο έργο του «Staat und Gesellschaft des byz. Reiches: Die Kutur der Gegenwart» Β’, 4,1,1923, σελ. 364, Βυζάντιο είναι το «εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Ήταν δε ο χώρος της πολιτικής και πνευματικής σταδιοδρομίας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία πρέσβευε ως μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό τον οποίο δέχεται ως υπέρτατη πνευματική αρχή. Χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και δεχόταν ως μοναδική παιδεία την ελληνική. Από τα μέσα του 7ου αιώνα σαφώς ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους και τείνει να αποβεί ο χώρος της πολιτικής και πολιτιστικής του δραστηριότητας.

Οι όροι Βυζάντιο, Βυζαντινός (και Βυζαντιακός)

Σήμερα έχει επικρατήσει η συνήθεια το εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος να το ονομάζουμε Βυζάντιο και Βυζαντινό κλπ. Τα ονόματα Βυζάντιο(ν), Βυζαντίνος και Βυζαντιακός ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με αυτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς και Βυζαντίων πόλις ήταν η Κωνσταντινούπολη, ο δε κάτοικος αυτής ονομαζόταν Βυζάντιος. Εξαίρεση ίσως αποτελούν τα έργα των ιστορικών Πρίσκου «Ιστορία Βυζαντινή» και Μάλχου «Βυζαντιακά». Στα Λατινικά, ο όρος Byzantinus χρησιμοποιείται κυρίως σε χωρία συγγραφέων του 4ου και του 5ου αιώνα όπως του Κλαυδιανού («…Byzantinos procures Graios due Quirites») υπάρχουν σχετικές αναφορές. Ο όρος «Βυζαντινός» κατά τους νεότερους χρόνους, εμφανίζεται σε έργα Τούρκων συγγραφέων γραμμένων στα Λατινικά μετά την άλωση της Πόλης και δηλώνει κυρίως τους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στη Δύση. Πάντως η γενίκευση του όρου «Βυζαντινός» άρχισε το 1562 από τον Hieronumus Wolf που χρησιμοποίησε τον τίτλο «Corpus Byzantinae Historiae». Μετά το 1562, τα ονόματα Βυζάντιο(ν) και Βυζαντινός άρχισαν να διαδίδονται και να παγιώνονται με τη «Βυζαντίδα» του Λούβρου (1648) ενώ λίγο αργότερα ο Ιησουίτης Philippe Labbe (1607-1667) εξαίρει την «Βυζαντινήν Ιστορίαν». Οι όροι Βυζάντιο(ν) και Βυζαντινός επικράτησαν οριστικά με το έργο του θεμελιωτή των Βυζαντινών σπουδών Charles Du Change «Ηistoria Byzantina» (1680).

 

 


Όμως στη νεότερη ιστοριογραφία χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ονόματα για τη δήλωση της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Έτσι ο Anselm Banduri χρησιμοποίησε στο έργο του «Imperium orientale sive Antiquitates Constantinopolitanae» (1711) τον όρο Ανατολική Αυτοκρατορία σε αντιδιαστολή με το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Επίσης για μεγάλο χρονικό διάστημα επικράτησε στην επιστημονική ορολογία το όνομα “Bas Empire” δηλαδή «Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό Κράτος» το οποί επιβλήθηκε κυρίως με το έργο του Charles Le Bean «Ηistoire du Bas-Empire». Ιδιαίτερα συχνή ήταν και η χρήση του όρου «Ελληνική αυτοκρατορία». Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου στα μεσαιωνικά χρόνια όφειλαν να φέρουν τον τίτλο Imperatoris Romani. Έτσι το Βυζαντινό κράτος ονομαζόταν Imperium Graecum και Empire Grec ή Empire Grec d’ Orient («Ελληνική Αυτοκρατορία» και «Ελληνική Αυτοκρατορία της Ανατολής»). Τον όρο Empire Grec χρησιμοποίησε από τους πρώτους ο Montaigne (1533-1592) και παρόλο ότι το όνομα αυτό έπεσε σε αφάνεια, Γάλλοι ιστορικοί και ερευνητές του 19ου αιώνα όπως ο Alfred Rambaud στο βιβλίο του «L’ Empire Grec an dixieme siècle Constantine VII Porphyrogenete» (Παρίσι, 1870) («Η Ελληνική Αυτοκρατορία τον 10ο αιώνα. Κωνσταντίνος VII ο Πορφυρογέννητος»). 
Από ελληνικής πλευράς, οι όροι Βυζάντιο, Βυζαντινός και Βυζαντιακός γενικεύονται από τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο Αδαμάντιος Κοραής χρησιμοποιεί τους όρους «Βυζαντινή Ιστορία» (1805) και Βυζαντινός Ελληνισμός» (1811). Σε μετάφραση του Δημήτριου Αλεξανδρίδη που καταγόταν από τον Τύρναβο ο τίτλος είναι: «Ιστορία των του Βυζαντίου αυτοκρατόρων» (Βιέννη, 1807). Αργότερα (1857), ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος τιτλοφορεί το έργο του «Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών Νεοελληνικής εθνότητας από Η’ άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος» (Αθήνα, 1857).Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δεν δεχόταν τους όρους Βυζάντιο και Βυζαντινός και έκανε λόγο για μεσαιωνικό ελληνισμό. Το ίδιο έκανε και ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος στην «Ιστορία της Ελλάδος». Πολύ σωστά βέβαια και οι δύο συμπεριέλαβαν στα έργα τους την Βυζαντινή περίοδο. Μια τελευταία προσπάθεια από ιστορικούς όπως οι B. Bury, Ernst Stein κ.ά. να επαναφέρουν τους όρους Μεταγενέστερο και Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος έπεσε στο κενό. Έτσι το επίθετο Βυζαντινός χωρίς μειωτικούς και χλευαστικούς χαρακτηρισμούς, επικράτησε οριστικά στην επιστημονική ορολογία (L. Brehier, “Byzance et Empire Byzantine”, 1929-1930).


Τα ονόματα Ρωμαίος, Ρωμαϊκός και ΡωμανίαΟι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους άμεσους διαδόχους του Ρωμαϊκού κράτους και συνεχιστές της Ρωμαϊκής παράδοσης. Έτσι το επίθετο Ρωμαϊκός επικράτησε στους Έλληνες των μέσων χρόνων, για δήλωση όλων των εκδηλώσεων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Η επικράτειά τους ήταν Ρωμαϊκή, Ρωμαίοι, Ρωμείς και μερικές φορές Αύσονες και Αυσονίτες (από το όνομα των κατοίκων της ιταλικής Αυσονίας), ήταν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας. Ρωμαΐς γη, Ρωμανία ή και Αυσονία ήταν η χώρα τους. Οι αυτοκράτορες, ως και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έφεραν τον τίτλο “πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων”. Με το Διάταγμα του Καρακάλα το 212, δινόταν η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους μη ρωμαϊκής καταγωγής πολίτες της αυτοκρατορίας και η λέξη Ρωμαίος σήμαινε γενικότερα τον πολίτη της Ρωμαϊκής επικράτειας. Μέχρι σήμερα, το όνομα Ρωμαίος- Ρωμιός, δηλώνει τον επικρατέστερο εθνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά λαό της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τους Έλληνες.

Το όνομα Ρωμανία, άρχισε να χρησιμοποιείται από το πρώτο μισό του 4ου αι για δήλωση του δυτικού τμήματος του Ρωμαϊκού κράτους, στη συνέχεια όμως επεκτάθηκε και στο Ανατολικό. Με το όνομα Ρωμανία, Έλληνες και ξένοι δήλωναν αργότερα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μερικές φορές δε και συγκεκριμένες περιοχές με τις οποίες οι ξένοι έρχονταν σε επικοινωνία, κυρίως τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Μολυβδόβουλα του 8ου αιώνα, αναφέρουν ότι οι θρακικές πόλεις Δεβελτό και Φιλιππούπολη ανήκουν στη Ρωμανία.
Οι Λατίνοι που κατέλαβαν την Κων/πολη και άλλες περιοχές του Βυζαντίου το 1204, ονόμασαν την αυτοκρατορία τους «Romania» ή «Imperium Romaniae».Ο δόγης της Βενετίας πρόσθεσε στους τίτλους του αυτόν του δεσπότη του τέταρτου μέρους και του τέταρτου και μισού της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας: “Dominus duartae partis et dimidiae totius Imperii Romaniae”. Η κυρίως Ελλάδα και η Πελοπόννησος, δηλώνονταν με το όνομα Romania. Ο Μαρίνος Σανούδος ο πρεσβύτερος έγραψε την “Istoria del Regno di Romania”, ενώ η κωδικοποίηση των φεουδαρχικών εθίμων της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα έλαβε τον τίτλο “Assises de Romania”. Οι Βενετικές πηγές διακρίνουν τη Romania Bassa, που περιλάμβανε την Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Κρήτη και τα νησιά και τη Romania Alta, που περιλάμβανε τις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης, ως τα Στενά. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι τα νεότερα χρόνια το Ναύπλιο ονομαζόταν Napoli de Romania. Η δημοτική ποίηση του Πόντου, διατήρησε το όνομα Ρωμανία με το οποίο δηλωνόταν το Βυζαντινό κράτος, σε αντιδιαστολή ίσως με το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, «των αυτοκρατόρων και βασιλέων πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας», όπως αυτοί αποκαλούνταν. 
Πηγή: ΔΙΟΝ. Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ “ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 324-1071″, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, Γ’ Έκδοση 2015.

 

Ευρωπαίοι, Μετακινήσεις και Συγχωνεύσεις μερικών Λαών (Γερμανοί, Ούννοι, Βικινγκες, Νορμανδοί, Μαγιάρι

Ευρωπαίοι, Μετακινήσεις και Συγχωνεύσεις μερικών Λαών (Γερμανοί, Ούννοι, Βικινγκες, Μαγιάρι, Συνοπτικά

1.Η “Μετακίνηση των Γερμανικών φύλων ” (καθιερωμένος επιστημονικός όρος στην Ευρώπη ) έλαβε χώραν κυρίως τον 4. και τον 5ο αι. μ.Χ. Σε αυτήν έχουν
συμμετάσχει οι Γότθοι από την Σκανδιναβία (έφθασαν έως την Κριμαία και από εκεί κατευθύνθηκαν μέσω της Κεντρικής Ευρώπης και της Βόρειας Ιταλίας έως την Ισπανία).

Οι άλλοι γερμανικοί λαοί έχουν κινηθεί προς την Νότια, την Δυτική, την Ανατολική Ευρώπη και προς την Βρεταννία (Σάξονες , Αγγλοι).Το πιο σημαντικό γερμανικό φύλο ήταν οι Φράγκοι (Franken : ελεύθεροι), οι οποίοι έχουν εγκαθιδρύσει μίαν τεράστια αυτοκρατορία κασι έθεσαν τ Ετσι έχει μεταβληθεί το όνομα  Γαλλία σε France.

2. Από τα βάθη της Ασίας έφθασαν μόνον οι
μογγολικοί Ούννοι, οι οποίοι ύστερα από μίαν ήττα στην Γαλία έχουν βαθμιαία πάλι εγκαταλείψει την Ευρώπη. Μόνον
μερικές χιλιάδες έμειναν στην Ουγγαρία. Τον 9ο αι. έφθασαν πάλι απο την Ασία στην Ουγαρία οι Μαγιάροι και συγχωνεύθηκαν με τον εντόπιο πληθυσμό.

Περίπου την ίδια εποχή πέρασαν οι μογγολικοί Πρωτοβούλγαροι τον Δούναβη και εγκαταστάθηκαν στην Βουλγαρία και κατόπιν συγχωνεύθηκαν με τον σλαβικό πληθυσμό.

3. Οι Βίκινγκες έχουν φθάσει στην Γαλία ( αργότερα Νορμανδοί :Βόρειοι άνδρες), στην Βρεταννία και στην Ρωσία (“Βαρέγγοι”) μεταξύ του 8ου και του 9ου αι.

-Νορμανδοί, Αγγλικά

Οι Νορμανδοί (Βόρειοι άνδρες) καταγόνταν από την Σκανδιναβική, εγκαταστάθηκαν τον 8o-9o αι. στην Βόρεια Γαλλία (εξ ου και Normandie) , παρέλαβαν ταχέως και ριζικά τον γαλλικό πολιτισμό, έμαθαν την ΝΕΟΛΑΤΙΝΙΚΗ γαλλική γλώσσα και την έχουν ανακηρύξει τον 11ο αι. σε επίσημη γλώσσα στην Αγγλία.
Εγιναν γενικά επιτυχείς φορείς του γαλλικού πολιτισμού και στην Σικελία. Σχεδόν όλοι οι μεγαλόσωμοι και ξανθοί κάτοικοι της Σικελίας κατάγονται από Νορμανδούς.

Η αγγλική γλώσσα αποτελεί ένα κράμα από Λατινικά και αρχαία Γερμανικά και δη Σαξωνικά. Γι αυτό μαθαίνουν οι Γερμανοί και ιδιαιτέρως οι Σάξονες εύκολα τα Αγγλικά. Καθημερινή (17.1.16)

Λαϊκισμός, Περιεχόμενο και Καθοριστικά Συστατικά Στοιχεία , Ποιότητα Βίου

Σαφήνεια vs του συνηθισμένου νεοελληνικού εννοιολογικού χάους

Λαϊκισμός, Περιεχόμενο και καθοριστικά συστατικά στοιχεία

Η έννοια Λαϊκισμός είναι μετάφραση του διεθνώς γνωστού όρου της
Πολιτολογίας (Πολιτική επιστήμη ) POPULISMUS (λατινικά populus = Λαός).

Κοινωνικοπολιτικός Προσδιορισμός

α) Αρνητικός κοινωνικοπολιτικός προσδιορισμός : Εντονη επιθυμία για
απόκτηση της συγκατάθεσης του λαού . Μέσον : δημαγωγικά συνθήματα,
έναντι του λαού λένε αυτά που θέλει να ακούσει, αποτείνονται στα
ένστικτα και στα συναισθήματα, διακηρύσσουν εύκολες λύσεις στην
πραγματικότητα πολυσύνθετων και δύσκολων προβλημάτων , παραγκωνισμός
της ηθικής υπευθυνότητας και της λογικής σκέψης

β) Θετικός κοινωνικοπολιτικός προσδιορισμός : Πολιτική που λαμβάνει στα σοβαρά υπ όψη τα πολυποίκιλα προβλήματα των «απλών ανθρώπων» , τα εκφράζει κάλλιστα σε σύγκριση με άλλες πολιτικές ομάδες και διασφαλίζει άμεση επικοινωνία με τον λαό.

Σημειώνονται πρωτίστως δύο ιδεολογικοπρογραμματικές κατευθύνσεις. : Ο Δεξιός Λαϊκισμός (ΔΛ) και ο Αριστερός Λαϊκισμός (ΑΛ).

1.ΔΛ (πρωτίστως στα εξελιγμένα κράτη)

Στο επίκεντρο εστιάζονται ο φόβος των πολιτών λόγω της υποτιθέμενης
απώλειας της εθνικής ταυτότητας μέσω ξένων ανθρώπων ιδιαιτέρως εκ
μέρους του ισλαμικού κόσμου, η αγανάκτηση των αστών λόγω των
τεράστιων φόρων, και η απαίτηση για λιγότερο κράτος.

2. ΑΠ (πρωτίστως στις υποανάπτυκτες, στις αναπτυσσόμενες χώρες και στην Ελλάδα)

Αυτός έχει τα εξής θέματα στο επίκεντρο της ενασχόλησης : μεγαλύτερη ενίσχυση των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, αγώνας κατά της διαφθοράς των κυβερνόντων, αλλά στις υποανάππτυκτες χώρες και στην Ελλάδα ισχυρότερο κράτος ως προστάτης έναντι του νεοφιλελευθερισμού, και το κράτος ως κεντρικός διανεμητής οικονομικών και κοινωνικών αγαθών.

Στην Ελλάδα σημειώνονται και οι δύο βασικές εκφάνσεις του Λαϊκισμού . Τα
κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛΛ είναι οι φορείς του. Ως εμπεδωτής
του ΤΡΙΤΟΚΟΣΜΙΚΟΥ Λαϊκισμού θεωρείται ο μέγας λαοπλάνος Ανδρέας
Παπανδρέου. Διαπιστώνουμε αντικειμενικά και πολιτικά ή κομματικά
ουδέτερα, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί το αντίθετο του λαϊκιστού.

Γενικά ο Λαϊκισμός θεωρείταικαι ως στρατηγικό μέσω κινητοποίησης ή και
επίτευξης πολιτικής ομοφωνίας πολιτικών ελίτ ή και μεμονομένων πολιτικών
που νομίζουν, ότι λόγω οφθαλμοφανών πολιτικών, οικονομικών και ηθικών
προβλημάτων, τα οποία οι πολίτες έχουν ήδη συνειδητοποιήσει, ωρίμασε ο
χρόνος να τα επισημάνων γενικολογώντας χωρίς να κάνουν συγκεκριμένες
προτάσεις επίλυσής των. Χρησιμοποιούν συνήθως εκφράσεις όπως οι καλοί
«απλοί άνθρωποι» , ο «σκληρά εγαζόμενος απλός λαός», «η λαϊκή
ηθικότητα», «το ένστικτο του απλού λαού», « οι διεφθαρμένες έλιτες», « η
γραφειοκρατία», « η εθνική ομοιογένεια», «η εθνική ταυτότητα» , «τα
συστημικά κόμματα» κτλ.

Στον «Τρίτο Κόσμο» και ιδιαιτέρως στη
Λατινική Αμερική έχει εμφανισθεί ο Λαϊκισμός υπό την μορφή μαζικών
κοινωνικοπολιτικών κινημάτων σε περιπτώσεις ταχέων πολιτικών εξελίξεων
και της κατάρρρευσης απολυταρχικών ή και δικτατορικών συστημάτων με
επίκεντρο μία προσωπικότητα. Η κοινωνική των βάση αποτελείται από
μέλη των χαμηλών εν μέρει και των μεσαίων στρωμάτων καθώς και από
προλετάριους στις πόλεις ή και αγρότες στην ύπαιθρο, ενώ οι αρχηγοί
προέρχονται από τα μεσαία ή και από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Οι
επιδιώξεις αυτών των κινημάτων είναι σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις
εθνολαϊκιστικές καθώς και η συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική
και οικονομική εξουσία. Ο ιδιαίτερος λατινοαμερικανικός Εθνολαϊκισμός
ήταν η λογική συνέπεια της καταστροφής της οικονομίας πολλών χωρών μέσω
του νεοφιλελευθερισμού.

Ενα άλλο καθοριστικό γνώρισμα του
λατινοαμερικανικού (και του ελληνικού) λαϊκισμού, είναι ο έντονος
κοινωνικοπολιτικός συγκρουσιασμός που σημαίνει από το ένα μέρος ο
«Λαός», δηλαδή οι οπαδοί και από το άλλο μέρος η αντιπολίτευση, δηλαδή
τα πλούσια στρώματα, πρωτίστως η «Ολιγαρχία» (Βενεζουέλα, Βολιβία,
Εκουαδόρ, εν μέρει και Ελλάδα).

Συμπεράσματα

1. Πρόκειται για άκρως συντηρική δεξιοστρεφή ή για ριζοσπαστική αριστεροστρεφή πολιτική (στρατηγική και τακτική).
2. Θέτει στο επίκεντρο διαδεδομένες εθνικές, κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές ανησυχίες και συναισθήματα.
3. Ενισχύει αυτή την κατάσταση και προτείνει δήθεν εύκολη και ταχεία
επίλυση των υπαρχόντων εθνικών, κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών
προβλημάτων.
4. Σημειώνονται ισχυρές τάσεις σε μεσσιανισμο και πολιτική μαγεία, στην ουσία ΑΠΑΤΗ (π.χ. Τσίπραςμε πολλές οβιδιακές μεταμορφώσεις, μικροαστός με έντονο ψευτοεπαναστατικό περιτυύλιγμα) .
5. Επιδιώκει ιδίους πολιτικούς σκοπούς που στην πραγματικότητα δεν έχουν άμεση σχέση με την ουσία των υπαρχόντων προβλημάτων.
6. Οι Λαϊκιστές δεν είναι σε θέση , αφού αναρριχθούν μέσω κίβδηλων
υποσχέσεων στην εξουσία, να υλοποιήσουν ούτε μίαν υπόσχεση και συνήθως
κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Ο Τράμπ αποτελεί μεγάλη εξαίρεση (Ιδέ
εκτενώς G. Seesslen).

Πηγές (χωρίς επιστημονικές πηγές (όχι οι ανοησίες της Wikipedia) υφίσταται κίνδυνος μεγίστης μπουρδολογίας.

- Bohlen D./ F. Grotz (Hrsg.) Kleines Lexikon der Politik, 2015.
-R. Melzer, Β. Küpper (Autoren), Wut, Verachtung, Abwertung : Rechtspopulismus in Deutschland, 2015.
- Müller J-W., Was ist Populismus? – Ein Essay , 2016.
- Priester K., Populismus : Historische und aktuelle Erscheinungsformen, 2007.
-Priester K. , Rechter und linker Populismus : Annäherung an ein Chamäleon, 2012.
- Seesslen G., Trump! : POPulismus als Politik, 2017.
- Stegemann B., Das Gespenst des Populismus : Ein Essay zur politischen Dramaturgie, 2017.

Δημοσιευθέν επεξεργασμένο συχνά στον ηλεκτρονικό τύπο (Καθημερινή, Το Βήμα, Τα Νέα), 2016, 2017, Καθημερινή (19.12.18)

————————————————————————-

Ποιότητα βίου, Κριτήρια

Το θέμα ανήκει στα αντικείμενα της επιστήμης ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ. Φορέας των ανάλογων επιστημονικών γνώσεων είναι πρωτίστως τα έγκυρα επιστημονικά λεξικά, τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια και οι υπερεξειδικευμένες μονογραφίες.

Παρακάτω παραθέτω τις γνώσεις περί της Ποιότητας του βίου.
Η Ποιότητα του βίου (quality o life) σύμφωνα με κοινωνικά κριτήρια (social indicators) αφορά το επίπεδο εξέλιξης των γενικών συνθηκών βίου σε μά κοινωνία.

Περί των κοινωνικών κριτηρίων :

α) Επίπεδο του βίου σύμφωνα με την εξέλιξη της οικονομίας (πρωτίστως παραγωγικότητα ως απαραίτητη βάση). Πρόκειται πρωτίστως για την ποιότητα και ποσότητα των καταναλωτικών αγαθών. Η επίπλαστη ευημερία επί τη βάση υπέρογκου δανεισμού δεν λαμβάνεται υπ όψη.
β) Συνθήκες κατοικίας.
γ) Κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος.
δ) Ποιότητα του πολιτικού συστήματος (ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα).

ε) Ποιότητα του συστήματος υγείας.
ζ) Δυνατότητα και ποιότητα των διακοπώ.
η) Ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος από το Δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο.
η) κοινωνική πρόνοια.
θ) Ανώτερος πολιτισμός (θέατρο, μουσική).

Πηγή : Lexikon der Soziologie. Ed. Von W. Fuchs-Heinitz, R. Lautmann et alt., ISB N 3-531-11417-4, Opladen, 1995, S.394. Το Βήμα (1.9.15)

Επαναστάσεις Παραγωγικών Δυνάμεων στην Ανθρώπινη Ιστορια : Αγροτική Επανάσταση , Βιομηχανική Επανάσταση, Επανάσταση των Υψηλών Τεχνολογιών

Επαναστάσεις Παραγωγικών Δυνάμεων στην Ανθρώπινη Ιστορια : Αγροτική Επανάσταση , Βιομηχανική Επανάσταση, Επανάσταση των Υψηλών Τεχνολογιών

Οι Αγγλοι έχουν το δεύτερο ήμισυ του 18ου αι. και ιδιαιτέρως στην διάρκεια του 19ου αι.  παραγματοποιήσει την Revolution of Industry που έχει καθιερωθεί διεθνώς ως terminus  scientificus (επιστημονικός όρος) σε όλες τις σημαντικές γλώσσες. Μόνον στην Ελλάδα χρησιμοποιείται η έκφραση Βιομηχανική επανάσταση, μέσω της οποίας δεν εξηγείται η Δεύτερη Επανάσταση των παραγωγικών Δυνάμεων στην ανθρώπινη ιστορία
Ο όρος Industry είναι λατινογενής (industris ) και σημαίνει ΦΙΛΟΠΟΝΙΑ.

Μεταξύ της Revolution of Industry και του Προτεσταντισμού σημειώνεται άμεση σχέση.
Στην Ολλανδία προηγήθηκε η Revolution of Trade (Επανάσταση του Εμπορίου) με ιδεολογικοθρησκευτικό υπόβαθρο τον Καλβινισμό.

Εδώ πρόκειται για τις δύο οικονομικές βάσεις του Καπιταλισμού και δη του Εμπoρικού Καπιταλισμού (Ολλανδία) και του Βιομηχανικού Καπιταλισμού (Αγγλία). Και οι δύο όροι είναι διεθνώς καθιερωμένοι (termini scienifici).

Η πρώτη επανάσταση των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορία της ανθρωπότητας έλαβε χώραν στη Μέση Ανατολή προ περίπου 11 χιλιάδων ετών (στον ελληνικό χώρο προ 8 χιλιάδων ετών).
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι οι πρώτοι Υψηλοί Πολιτισμοί έχουν εμπεδωθεί σε αυτήν την περιοχή.

Προσθήκη στο σχόλιο περί της “Βιομηχανικής Επανάστασης”.

Στη Μέση Ανατολή έχει συντελεσθεί η “Αγροτική Επανάσταση”, η πρώτη μεγάλη πρόοδος των παραγωγικών δυνάμεων που έχει δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εμπέδωση των πρώτων κρατών, των πρώτων νόμων, των πρώτων επιστημών (π.χ. των μαθηματικών, της ιατρικής, της αστρονομίας, της γεωμετρίας κλπ. ) στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Εν τω μεταξύ βιώνουμε την “Επανάσταση των υψηλών Τεχνολογιών”, στην οποία πρωτοστατούν χώρες του Δυτικού Κύκλου Πολιτισμού και ιδιαιτέρως αυτές με ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ παράδοση. Οι χώρες με ορθόδοξη παράδοση δεν είναι ικανές να συμβάλλουν σε αυτήν την κοσμοϊστορική πρόοδο των επιστημών.

Αυτά που γραφω εδώ, μπορεί να τα διαβάσει όποιος θέλει σε κάθε πανεπιστημιακό εγχειρίδιο ή λεξικό της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής επιστήμης.
Εξω από αυτά υπάρχει μόνον η παραεπιστήμη καθυστερημένων σκοταδιστών ή υπερεξυπνακιστών.

Καθημερινή (28.8.16)

Theoretische Grundfragen des Internationalen Normenbildungsprozesses unter besonderer Berücksichtigung der UN-Resolutionen . Grundlegung einer modernen Norbildungstheorie. Pro scientia lata juris inter Gentes

Internationaler Normenbildungsprozeß-Grundlegung einer modernen Normbildungstheorie (1999)