Μυστικισμός ( Αποκρυφισμός ), Διάλογος με τον Θεολόγο Χρήστο Γιανναρά

Μυστικισμός (Αποκρυφισμός)

Η Επιστήμη είναι ένα σύστημα γνώσεων σε κατάσταση αέναης εξέλιξης περί των ιδιοτήτων, αιτιακών αλληλουχιών και νομοτελειών της φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης σε μορφή εννοιών, κατηγοριών, κανόνων, θεωριών και υποθέσεων. Επιστήμη είναι επίσης η εργασία, η οποία παράγει γνώσεις, οι οποίες δέον να αποδειχθούν μέσω των κανόνων της λογικής και κριτικής σκέψης έτσι ως σωστές, ώστε να αναγνωρίζονται ως τέτοιες από τους ειδικούς επιστήμονες ομόφωνα ( consensus professorum et doctorum ), (1).

Είναι αυτονόητο, ότι μόνον οι επιστήμονες -  ερευνητές είναι σε θέση να εκφέρουν συγκροτημένη άποψη περί της συγκεκριμένης επιστήμης των και όχι οι δημοσιογράφοι ή οι αδαείς. Μπορεί κανείς να αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις πρωτίστως μέσω απαραιτήτων σπουδών ή εν μέρει μερικές γνώσεις μελετώντας κατάλληλα κείμενα με την προϋπόθεση, ότι κατέχει τις βάσεις της επιστημονικής Μεθοδολογίας. Είναι περιττό να επισημάνουμε, ότι αποφθέγματα, παροιμίες και συναισθηματισμοί δε συμβάλλουν στην απόκτηση σοβαρών επιστημονικών ή φιλοσοφικών γνώσεων. Τέτοιοι παλιμπαιδισμοί που ούτως ή άλλως προκαλούν μεγάλη ζημία σε αδαείς αναγνώστες, είναι στην προηγμένη Ευρώπη τελείως άγνωστοι.

Μυστικισμός

Τί σημαίνει υπό το πρίσμα της Φιλοσοφίας ο Μυστικισμός;

Πρόκειται για μίαν ιδιαίτερη μορφή της θρησκευτικής θεοσέβειας και εμπειρίας, η οποία έγκειται σε μίαν απομάκρυνση από τον κόσμο των αισθήσεων και του νου και στη στροφή προς τη βαθειά ενόραση με σκοπό τη δημιουργία μίας ψυχικής κατάστασης (Εκστασις), μέσω της οποίας επιτυγχάνεται μία Ενωσις της ανθρώπινης ψυχής με τo Θείον. Το ανάλογο θρησκευτικό βίωμα επιτυγχάνεται όχι μέσω της γνώσης της επίσημης θεολογικής διδασκαλίας, άλλα μέσω της Γνώσεως του Θεoύ (cognito dei experimentalis et non doctrinalis), (2). Αυτός ο τρόπος της σύσμειξης έχει ονομασθεί unio mystica και αποτελεί το καθοριστικό χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε έκφανσης του Μ. (3) Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την αυτοπροσφορά του ανθρώπου ως συγκεκριμένη ένδειξη της ελεύθερής του επιλογής.

Κάτωθι θα αναφερθεί συνοπτικά η εξέλιξη αυτού του φαινομένου ως κάτι το ανθρώπινο που σημαίνει, ότι πέραν του νοητού (λόγου) υφίστανται και άλλα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Με το Μυστικισμό ασχολούνται η Ιστορία, η Φιλολογία, η Ιστορία των Θρησκειών, Η Ψυχολογία των Θρησκειών, η Ψυχανάλυση, τελευταία γίνεται λόγος και για μία Μυστολογία ή και Μυστογραφία.

Ο Μυστικισμός έχει εμφανισθεί ήδη στην προϊστορική σαμανική εποχή, όταν ήταν αναγκαίο να ενωθούν οι άνθρωποι με το θεϊκό μέσω του σαμάνου (μάγου), οποίος ήταν σε θέση με τη βοήθεια ειδικών ουσιών, της μουσικής και του χορού να το επιτύχει αυτό. Στην παγκόσμια μυθολογία θεωρείται όμως ο αιγύπτιος θεός της σοφίας Θωτ ως μυθικός εμπεδωτής του Αποκρυφισμού, τον οποίο αργότερα έχουν ασπασθεί και οι αρχαίοι Ελληνες στους οποίους αυτός έγινε γνωστός με την ονομασία Ερμής Τρισμέγιστος.

Η επιστήμη έχει απελευθερωθεί από τη θρησκεία και το Μυστικισμό της ήδη τον 6ο αι. π.Χ. στην Ιωνία, όπου δίδασκαν οι πρώτοι φιλόσοφοι της Ευρώπης που ήταν ΥΛΙΣΤΕΣ. Αυτοί έθεσαν τη  βάση της επιστημονικής σκέψης. Αλλά ο O Πυθαγόρας έμαθε και παρέλαβε το Μυστικισμό στην Αίγυπτο.
Αλλά τελικά έχει η επιστήμη απελευθερωθεί από τη θρησκεία και τον άκρατο Μυστικισμό της μέσω του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Ο διεθνώς κορυφαίος ιστορικός της Θρησκείας Mircea Eliade αξιολογεί αυτό το κράμα διαφορετικών παραδόσεων ως «εσχατολογικές και αποκαλυπτικές εικασίες». Ηδη σε αυτά τα μυστήρια αναφέρονται ο υπερβατικός «άγιος λόγος», η αποθέωσης του ανθρώπου και ο απαθανατισμός.

Η κυρίαρχη ίδέα του Ερμητισμού είναι σύμφωνα με τα ερμητικά βιβλία (Corpus hermeticum, »Σμαράγδινοι Πίνακες») η αντιστοιχία μεταξύ του κατώτερου κόσμου των φαινομένων και του ανώτερου κόσμου του πνεύματος. Στα πλαίσια των μυστηρίων για τους θεούς Ισις και Οσίρις ήταν η μυστικιστική εμπειρία με τη θεότητα εφικτή μόνον εκ μέρους των ιερέων ύστερα από νηστεία δέκα ημερών. Αλλά σύμφωνα με τη μονιστική και ταυτόχρονα πανθεϊστική Θεολογία του Ερμητισμού στην αισιόδοξη εκφανση μπορεί ο πιστός μέσω της θέασης του ωραίου κόσμου ως θεϊκού δημιουργήματος να αγγίξει το Θεό, ο οποίος είναι Ενας, Ολα και Δημιουργός, για αυτό ονομάζεται και Πατήρ. Ομως σύμφωνα με την απαισιόδοξη έκφανση του Ερμητισμού  ο κόσμος αποτελεί κάτι το αρνητικό, δεν είναι δημιούργημα του (πρώτου) Θεού, γιατί αυτός βρίσκεται πέραν της ύλης και στο Μυστικό της ύπαρξής του. Επομένως, είναι προτιμότερο να απομακρυνθεί από τον κόσμο, εάν ο άνθρωπος θέλει να συναντήσει και τελικά να ενωθεί τον Θεό.

Υφίσταται και μία πολύ ενδιαφέρουσα φιλοσοφική πτυχή:Τό Θείον και το πνευματικό συστατικό (Νους) στοιχείο του ανθρώπου είναι ταυτόσημα. Οπως η Θεότης, έτσι και ο ανθρώπινος νους εμπεριέχει ζωή και φως (4).

Αλλά πιό ενδιαφέροντα για το θέμα μας είναι τα Ορφικά και τα Φρυγικά Μυστήρια καθώς και η λατρεία του Διονύσου με τα εξής καταπληκτικά, θα λέγαμε δικαίως σύγχρονα στοιχεία: α) Το μυστήριον δεν μπορεί να διδαχθεί, πρέπει ο άνθρωπος να κάνει τη δική του εμπειρία. β) Στη διάρκεια της τελετής του μυστηρίου ο άνθρωπος συσμίγει τελείως με τo Θείον. γ) Πραγματοποίηση της Ενωσης με το Θείον μέσω της Εκστασης με τη βοήθεια ήπιας μουσικής και ειδικού ομαδικού χορού. δ) Ειδικά στη λατρεία του Διονύσου σημειώνεται πέραν τούτου και η Ενόραση. Ο Πλάτων γράφει στο «Φαίδρο», ότι σκοπός των μυστηρίων είναι να ανυψωθεί η ψυχή εκεί, από όπου έχει κάποτε κατεβεί στη γη (5).

Από αυτόν το Μυστικισμό επί τη βάσει της εμπειρίας διαφέρουν κάπως ο θρησκευτικός/θεολογικός και ο ιδεαλιστικός/φιλοσοφικός Μυστικισμός, ενώ οι υλιστές φιλόσοφοι απέρριπταν ανεξαιρέτως το Μυστικισμό. Ο Μυστικισμός σημειώνεται π.χ. στο Χριστιανισμό, στον Ιουδαϊσμό (Kabbala και Chassidim), (6), στην αρχαία κινεζική φιλοσοφία και θρησκεία του Ταοϊσμού, στον ινδικό Βουδδισμό, ιδιαιτέρως στη φιλοσοφία του Yoga, στον Ισλάμ (Σουφισμός/Δερβίσηδες) και στην ιουδαϊκή παράδοση (Kabbala και Chassidim).

Ειδικά στο Σουφισμό και στο Χασσιδισμό η Ενωση με το Θεό είναι στενά συνυφασμένη με Εκσταση μέσω μαγικής και γλυκύτατης μουσικής, με υπέροχα τραγούδια και με χορό (έχω μία μεγάλη συλλογή μουσικής περί αυτού), (7).

Οι σημαντικότεροι μυστικιστές φιλόσοφοι και θεολόγοι ήταν μεν ο νεοπλατωνικός Πλωτίνος (3ος αι.),ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης (5οςαι.Επίσκοπος στην Αθήνα), πολύ αργότερα ο Γερμανός Meister Ecκhart (13oς/14ος αι.) και ο Ρώσσος Iwan Kirejeskij (19ος αι. ), αλλά ο Πλάτων έχει αναφέρει στο Συμπόσιον (211 a-d) τον Ερωτα ως πρώτος: Πρόκειται για τη μυστικιστική θέαση του αρχικού Ωραίου συγκεκριμένου και τελικά ως Ιδέα.

Δεν είναι τυχαίο που ο μεγάλος Γερμανός μυστικιστής  Meister   Eckhart έχει επηρεασθεί από τις ιδέες του Πλάτωνα. Με τον Πλωτίνο άρχισε η εξέλιξη του Μυστικισμού σε φιλοσοφικό επίπεδο. Κατά την άποψη του Πλωτίνου  το Εν αποτελεί το ανώτατο σκαλοπάτι του Είναι, ενώ η Υλη είναι το κατώτατο. Η Ενωσις συντελείται βαθμιαία και κλιμακωτά. Δε σκοπεύουμε να εμβαθύνουμε, αλλά τα πιό σπουδαία στοιχεία αυτής της αντίληψης δέον να αναφερθούν. Ο Πλωτίνος απέρριψε ριζικά την ύλη και παρέλαβε μυστικιστικά στοιχεία.

Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης έχει πρωτίστως στο έργο του „Περί της μυστικιστικής θεολογίας“ υπογραμμίσει, ότι α) ο Θεός είναι πολύ διαφορετικός από ό,τι μας είναι γνωστό και επομένως δεν είναι ανάγκη να τον περιγράψουμε, β) ότι υπάρχει μία στενή σύνδεση μεταξύ του κόσμου και του θεού μέσω του διαχύτου φωτός του και γ) ο άνθρωπος ως σκεπτόμενον ον πρέπει να καταλάβει το νόημα της ύπαρξής του σε μία μυστικιστική διαδικασία της προσέγγισης και τελικά της Ενώσεως με το Θεό. Αυτό όμως μπορεί να επιτευχθεί, μόνον όταν ο άνθρωπος απομακρυνθεί από τον υλικό κόσμο. Σύμφωνα με τον μυστικισμό του διαδραματίζονται τρία στάδια: Κάθαρσις, Φώτισις και Ενωσις. Ο Μυστικισμός του εμπεριέχει και πανθεϊστικές τάσεις, κάτι που έχει επηρεάσει σημαντικά τον Μυστικισμό στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα (8).

Πολύ ενδιαφέρουσα, σχεδόν συνταρακτική, είναι η άποψη του Meister (Magister) Eckhart (13ος αι.) , ο οποίος έχει παραθέσει στο έργο του «Opus tripartitum“ («Εργο τριών τεμαχίων») τις στην εποχή εκείνη επικίνδυνες σχεδόν πανθεϊστικές απόψεις του: Νοητικός τρόπος της απελευθέρωσης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας από τα γήινα προβλήματα μέσω της υπέρβασης του νου έως την τελική Ενωση με την πρώτη. Στον ανθρώπινο νου προσδίδονται θεϊκές ιδιότητες και η δημιουργική αρχή. Ο Θεός γεννιέται στην Ψυχή του ανθρώπου μέσω ενός «μικρού ψυχικού σπινθήρα». Υστερα από την εισχώρηση του Χριστού στην καθαρή ουσία του ανθρώπου αυτή εκλαμβάνει  ένα Θείο Είναι, το οποίο μπορεί να κάνει υπέρβαση έναντι της νοημοσύνης και της βούλησης. Ακριβώς σε αυτόν τον “μικρό σπινθήρα της ζωής” λαμβάνει χώραν η ουσιαστική Ενωσις του ανθρώπου με το Θεό. Η άποψη περί του «μικρού σπινθήρα της ζωής» προέρχεται στην ουσία από τους στωικούς Φιλόσοφους, ότι πρόκειται για ένα σπινθήρα του θεϊκού φωτός, το οποίο προσλαμβάνει όλον τον κόσμο και το ανθρώπινο σώμα και εστιάζεται στην κορυφή της ψυχής.

Ο Meister Eckhart απέρριψε την παραδοσιακή έννοια του Θεού ως πρόσωπο και έχει διατυπώσει τη γνώμη, ότι ο Θεός είναι μία οντότητα, το γνήσιο Είναι, η πρώτη αιτία, η εσωτερική βάση του ανθρώπου, ένας γνήσιος νους και μία ολότητα του κοσμικού και του ανθρώπινου Είναι. Ο Θεός είναι ως ανώτατη οντολογική και ηθική εξουσία το Είναι, το Καλό, το Αληθινό και το Ενα (9).Η γνώμη του περί της έννοιας του θεού: Ο Θεός ως καθαρή ύπαρξη, πρώτη αιτία, και ως ολότης της ανθρώπινης ύπαρξης. Εν ολίγοις πρόκειται και εδώ για μία κάπως πανθεϊστική αντίληψη. Εχει θεαθεί τη σχέση μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου όχι ως σχέση μεταξύ του κυρίου και του δούλου, αλλά ως σχέση της ίσης Αγάπης (10). Δεν είναι επομένως τυχαίο που η Sancta Inquisition τον τιμώρησε ως αιρετικό.

Ο Μυστικισμός ήταν και είναι περαιτέρω υπεραναπτυγμένος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδιαιτέρως στη Ρωσσική. Ο πιό γνωστός θεολόγος εκπρόσωπος αυτής της ανθρωποαντίληψης ήταν ο Iwan Kirejewskij, ο οποίος θεωρούσε την κοινωνία της εκκλησίας ως σοπορνοστ (Ενωσις) όλων των πιστών στο μυστικιστικό σώμα του Χριστού. Στο έργο του „ Περί της αναγκαιότητας και της δυνατότητας νέων αρχών στη φιλοσοφία“ έχει διατυπώσει το φιλοσοφικό του credo ως εξής: απόρριψη του ορθολογισμού, του δυτικοευρωπαϊκού σχολαστικισμού και των απολύτων
δικαιωμάτων περί της ιδιοκτησίας καθώς και αποδοκιμασία του ατομικισμού, γιατί και τα δύο είναι οι σάπιες ρίζες της δυτικής σκέψης, η οποία ανταποκρίνεται μόνον εν μέρει στην ολότητα του κόσμου, ενώ το ρωσσικό ορθόδοξο πνεύμα λόγω της πίστης μπορεί να αντικατοπτρίζει την ολότητα των πραγμάτων ! Ο ορθολογισμός και η σωφροσύνη, για τα οποία φταίει ο Αριστοτέλης (sic), είναι κατά την γνώμη του άχρηστα και απορριπτέα πράγματα! Ολα αυτά δεν είναι η πραγματική αλήθεια, στην οποία οδηγεί μόνον η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας (11). Κατά τη γνώμη μου αυτός συγχύζει την ατομικότητα με τον ατομικισμό και τον εγωισμό ακριβώς όπως και οι περισσότεροι Ελληνες ορθόδοξοι θεολόγοι.

Ο Γερμανός προτεστάντης Θεολόγος και Φιλόσοφος του Πολιτισμού Ernst Troeltsch έχει παραθέσει τα καθοριστικά στοιχεία του δυτικού Μ. ευστοχότατα:

1.Εσωτερικότητα του θρησκευτικού βιώματος. Προτεραιότητα της αίσθησης προ του νου. 2. Προτεραιότητα του ατομικισμού και της ψυχολογικής ενδοσκόπησης. 3. Οχι η επίσημη Εκκλησία, αλλά το ελεύθερο πνεύμα καθορίζει τη θρησκευτική τοποθέτηση και γενικά τη θρησκευτικότητα. 4. Το Θείον είναι εσωτερικευμένο, κατοικεί στην ψυχή του μυστικιστή, δεν εστιάζεται έξω από αυτόν. 5. Κυριαρχία του πνεύματος μέσω της «θείας υιοθεσίας». 6. Σε σύγκριση με την προσωπική εμπειρία  η ιστορία έχει μόνο μία  δευτερεύουσα σημασία.7. Προτεραιότητα της ελευθερίας της συνείδησης ως συστατικού στοιχείου του ανθρώπου έναντι του φυσικού δικαίου. 8. Παράδοση, λατρεία και επίσημα θεσμά είναι περιττά. 9. Ο ατομισμός εστιάζεται στο επίκεντρο.

Ο θεολογικός Μυστικισμός παίζει και στην ισλαμική θρησκεία ένα σημαντικό ρόλο και δη σε μερικές περιπτώσεις με ισχυρές πολιτικές εκφάνσεις.Πολύ ενδιαφέρον είναι αυτό που γράφει ένας από τους μεγαλύτερους μωαμεθανούς μυστικιστές Al Dshunaid, ο οποίος διατυπώνει την ακόλουθη άποψη: Μέσω της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης στο Θεό, είναι εφικτό να υπερβεί „η οδός της αγάπης’“ την αυστηρότητα του Θεού. Αλλά οι υπεύθυνοι ιεράρχες αντέδρασαν σε τέτοιες αντιλήψεις δρακόντεια: Σταύρωσαν τον Πέρση Al-Halladsh και θανάτωσαν το 1191 ύστερα από διαταγή του Salah Adin έναν άλλον μεγάλο μυστικιστή, τον Suhraward ως αιρετικό. Ένας εκπρόσωπος του μυστικιστικού πανθεϊσμού, ο Ibn Arabi (13oς αι.) έχει επισημάνει την απόλυτη εσωτερικότητα του Θεού, ο οποίος αφομοιώνει αυτούς που αγαπούν το σύμπαν και τους ανθρώπους (13).

Μία ιδιαίτερη έκφανση του ισλαμικού Μυστικισμού είναι ο Σουφισμός (Τασαβούφ), από την αραβική λέξη σουφ (μαλλί, ιμάτιο). Σκοπός του είναι η απόκτηση άμεσης γνώσης του θεού, κάτι που δε μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της διαμεσολάβησης ενός ιερέως ή γενικά μέσω του Κορανίου. Πρόκειται συγκεκριμένα για την “Αδελφότητα των Δερβισών” (από το περσικό Darwesh), οι οποίοι προσπαθούν να επιτύχουν την Ενωση με τον Θεό μέσω της εκστάσεως δια ειδικού χορού του βαθμιαίως επιταχυνομένου στριφογυρίσματος και θρησκευτικών ασμάτων.
Κάποτε όμως τους έχει και αυτούς  η επίσημη μουσουλμανική εκκλησία τιμωρήσει (14).
Ο εμπεδωτής του Σουφισμού Mevlana Celaleddin Rumi από την Κόνυα (Ικόνιο), (13oς αι. ) έχει μεταξύ άλλων εκφέρει τη γνώμη, ότι δέον να καούν «όλα τα εγώ στο πυρ του Θείου». Σύμφωνα με τη θεωρητική τοποθέτηση των σουφιστών πρέπει αυτός που επιθυμεί να είναι ένα με τον Θεό (Φάνα), να έχει σε αυτόν απόλυτη εμπιστοσύνη (tawwakul) και πέραν τούτου να ακολουθήσει την οδό (Ταρίγκα) για να βρεθεί στη μυστικιστική κατάσταση (Χαλ). Τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι απαραίτητες: ο φόβος ή κάθαρση, η αγάπη ή θυσία και η γνώση.

Στα πλαίσια και της πρώτης μονοθεϊστικής Θρησκείας, του Ιουδαϊσμού, έχει εμφανισθεί σχετικά αργά τον 18οαι. στους Ανατολικούς Ευρωπαίους Εβραίους (Ashkenasim) μία μυστικιστική σέκτα, o Χασσιδισμός ως αντίδραση των θεοσεβών (Chassidi) Εβραίων στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό (15). Η Ενωσις με το Θεό επί τη βάσει της αντίληψης αυτής της μυστικιστικής σέκτας εμπεριέχει στοιχεία του πολυθεϊσμού.                              Ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός (ius rationis) ως το αποκορύφωμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έχει παραγκωνίσει μαζί με τη θρησκεία και τον Μυστικισμό.
Εν τούτοις,  ίσως να είναι μία έκπληξη, που ακόμη και στη νεώτερη εποχή σημειώνονται σε μερικούς φιλόσοφους μυστικιστικές τάσεις αλλά μάλλον αντιδραστικού χαρακτήρα (π.χ. Jaspers,“Lehre vom “Umgreifenden“ και Heidegger „Weltfrömmigkeit,“)

Συμπεράσματα :

α) Πολλές θρησκείες και ιδιαιτέρως και οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες γνωρίζουν τον Μυστικισμό.
β) Ο Μυστικισμός αντιτίθεται στο μονοπώλιο ερμηνείας των ιερών κειμένων εκ μέρους του εκάστοτε ιερατικού κατεστημένου.
γ) Το κατεστημένο τιμωρεί συχνά σκληρά τους μυστικιστές ως αιρετικούς.
δ) Σημειώνονται από κοινωνική και πολιτική άποψη δύο κύριες κατευθύνσεις του Μυστικισμού, μία αντιδραστική και μία προοδευτική.

Πηγές

1.Ιδέ J.Mittelstraß et alt. (Edit.), Enzyklopädie, Philosophie und Wissenschaftstheorie,vier Bände, Band 4, ISBN 3-476-02012-6, Stuttgart/Weimar 2004, S.719/720.
2. G. Wehr, Europäische Mystik, ISBN 3-926642-54-8, Wiesbaden, S. 8-14,17-26
3. Ιδέ J.Mittelstraß et alt. ibid., Band 2, S.947-949.
4.Ιδέ M. Eliade, Geschichte der religiösen Ideen (Orig. Histoire des croyances et idees religieuses, Paris 12978, 1992), ISBN 3-451-05274-1, Band 2, Breisgau 2002, S. 245-256.
5. Iδέ εκτενέστατα P.Fiebag /E.Gruber/ R. Holbe, Mysterien des Altertums, ISBN-3-426-66469-0, Gütersloh/München 2002, S.145, 147, 153, 157.
6. Ιδέ Kabbala, Eine Textauswahl, hrsg. von H. Werner, ISBN 3-899836-349-X, Köln 2002.
7. M. Klaus/M. Buhr (Edit.), Philosophisches Wörterbuch, Band 2, Leipzig, 1969, S. 752-754.
8. Ιδέ εκτενέστατα Η.- N. Wöhler, Geschichte der mittelalterlichen Philosophie, Lehrbuch (Εγχειρίδιο), ISBN 3-326-00464-8, Berlin, 1990, S. 13-15.
9. Ιδέ id., S. 169-175.
10. Ιδέ H.-N, Wöhler, ibid., S.173/174.
11.Ιδέ Ian Buruma / Avishai Margalit, Okzidentalismus, Der Westen in den Augen seiner Feinde ( Orig.: Occidentalism. The West in the Eyes of its Enemies, New York 2004), ISBN 3-446-20614-0, München / Wien 2005, pp.79-85
12. Ernst Troeltsch, Aufsätze zur Geistesgeschichte und Religionssoziologie, ISBN 3-511-06214-4.
13. Ιδε Yves Thoraval, Lexikon der islamischen Kultur (Orig. Dictionnaire de civilisation musulmane, Paris, 1995), ISBN 13: 978.3.937872.05.6, pp. 333-336).
14. Ιδέ id., p. 96).
15. Iδέ J. Maier, Judentum von A-Z, Glauben, Geschichte, Kultur, ISBN 978.3.86756.011.5, Erfstadt, 2001, S.91-94.

Συνέχεια

-Apokalypse, Apokalypsen, Hrsg. E. Hennecke, Wiesbaden 2007

Meister Eckhart, Textauswahl und Kommentare von G.Wehr, Wiesbaden 2015

-Sagen und Legenden aus Talmud und Midrasch, Eine Sammlung von Sagen, Allegorien und Fabeln, Hrsg. D.Ehrmann, Wiesbaden 2004

Καθημερινή (28.12.2013) και επεξεργασμένο (11.12.1016)

Επίσης στο βιβλίο μου, Παναγιώτης Δημητρίου Τερζόπουλος (Panos Terz), Εγκυκλοπαιδική και Κοινωνική Μόρφωση, Εκλαϊκευμένα: Φιλοσοφία, Διεθνές Δίκαιο, Διεθνείς Σχέσεις, Πολιτολογία, Πρώτος Τόμος (Enzyklopädische und Allgemeinbildung: Philosophie, Völkerrecht, Internationale Beziehungen, Erster Band ), ISBN: 978-620-0-61337-0, Saarbrücken 2020, 289 S.,  σελ.72

——————————————————————————–
Τα κάτωθι κείμενα είναι παρμένα από αλλού. Τα έχω μόνον εδώ αποθηκεύσει.

“Ινδικός Μυστικισμός

Κλασσική χώρα του μυστικισμού είναι οι Ινδίες. Ιδίως η φιλοσοφία της Βιντάντα παρέχει σε εμάς καταρτισμένο και συστηματοποιημένο μυστικισμό. Οι Βραχμάνες ανάγουν το πλήθος των θεών σε μια ενιαία και μοναδική αρχή, την οποία καλούν Βραχμάν ή Ατμάν. Το Βραχμάν τούτο ως κάτι πνευματικό και άμα απρόσωπο, «βλέπει χωρίς οφθαλμούς, ακούει άνευ ώτων, δεν ομιλεί δια λέξεων, δεν νοεί δι’ ιδεών». Είναι η ζωή, η πνοή του σύμπαντος, εξ ης τα πάντα απορρέουν και εις την οποία επιστρέφουν τα πάντα, η μόνη άφθαρτος ουσία, η οποία παραμένει αναλλοίωτος στην διηνεκεί ροή. Του Βραχμάν απορροή είναι και ο άνθρωπος- κατ’ ακολουθία η πνοή αυτή του σύμπαντος ζει και εντός αυτού είναι σπινθήρ εκπηδήσας εκ της θείας πυράς, σταγόνα εκ του ωκεανού της θεότητας. Καθήκον μοναδικό έχει να επιστρέψει πίσω στην θεία πηγή, να αφανίσει εαυτό εντός του απείρου φωτός. Η ένωση αυτή μετά του Βραχμάν ή ο αφανισμός αυτός της ιδίας προσωπικότητας σε αυτώ είναι η μόνη οδός προς την απολύτρωση από του πόνου της υπάρξεως. Η κατάσταση αυτή της αποσβέσεως, το Νιρβάνα, κατορθώνεται δια της Γιόγκα, της ασκήσεως, η οποία αποτελείται εκ σειράς συστηματικώς διαρθρωμένων ασκήσεων, των οποίων αποτέλεσμα η συγκέντρωση. Έτσι το Εγώ του ασκητή ευρίσκει την ανάπαυσή του εν τω απείρω Εγώ (Ατμάν).
Δυτικός χριστιανικός μυστικισμός
Τη δυτική Χριστιανοσύνη επηρέασε προπαντός ο Αυγουστίνος (354-430), ο οποίος μίλησε για τη θεία εικόνα κυρίως με ψυχολογικούς όρους, αρχίζοντας από τη σχέση Δημιουργού -δημιουργήματος, την οποία η θεία έλξη και η ανταπόκριση του ανθρώπου σ’ αυτήν μεταμορφώνει σε ταυτότητα. Αργότερα ο Johannes Scotus Eriugena (810-877), υιοθετώντας τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και μεταφράζοντας τα συγγράματα που φέρουν το όνομα του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, έδωσε νέους χυμούς στον πρώιμο μεσαιωνικό μυστικισμό. Οι μυστικοί της Δύσεως παραμέρισαν τον μυστικισμό της εικόνας και στράφηκαν περισσότερο σ’ έναν ιδιωτικό και συναισθηματικό μυστικισμό, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ερωτικό χριστιανικό μυστικισμό.
Από τους διαπρεπέστερους υμνητές του πνευματικού ερωτά υπήρξε ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ (1090-1153). Η αγάπη του ήταν χριστοκεντρική, ενατενίζουσα τον εσταυρωμένο Χριστό. τον 13ο αι. αναπτύχθηκε μιά νέα αντίληψη της σημασίας της σαρκώσεως του Λόγου και της σπουδαιότητας που έχει μετά από αυτήν όλη η δημιουργία. Έκτοτε η παρουσία του Θεού αναζητείται περισσότερο μέσα στη δημιουργία παρά έξω από αυτήν.
Ο Φραγκίσκος της Ασίζης (1182-1226) δίδαξε τους συγχρόνους του να αντιμετωπίζουν τη φύση με σεβασμό και αγάπη, καθώς επίσης τον άρρωστο και τον φτωχό άνθρωπο. Η ζωηρή συνείδηση της μοναδικής σημασίας που έχει το γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος χάρισε στον χριστιανικό ερωτικό μυστικισμό ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο και ενδιαφέρον για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πολλοί δυτικοί μυστικοί, όπως η Αικατερίνα της Σιέννας (1347-1380) και ο Ιγνάτιος Λογιόλα (1491-1556), έζησαν δραστήριο βίο και επηρέασαν ευρύτερα την κοινωνία.
Ο μεσαιωνικός μυστικισμός έφθασε σε μεγάλα ύψη με τον Έκαρτ (Johannes Eckhart, 1260-1327), που θεωρείται ο σημαντικότερος μυστικός θεολόγος της Δύσεως. Συνύφανε αυγουστίνειες και ελληνικές θεωρίες με μιά τολμηρή αποφατική θεολογία και δημιούργησε ένα επιβλητικό σύστημα, με κέντρο της θεολογικής του οντολογίας την εικόνα, οδηγώντας τον μυστικισμό της εικόνας στα απώτατα όρια. Ο άνθρωπος καλείται να αποκτήσει συνείδηση του θείου στοιχείου που υπάρχει μέσα του. Η νέα γέννηση του Χριστού στα μύχια της ψυχής αποτελεί τον σκοπό της ιστορίας της σωτηρίας. Ο Έκαρτ επιμένει ότι η μυστική ένωση δεν αποτελεί προνόμιο ορισμένων, αλλά βασική κλήση και τελικό σκοπό της ανθρωπότητας. Για να επιτύχει όμως αυτό ο άνθρωπος, δεν φθάνει μιά διανοητική διαδικασία• απαιτείται απόσυρση από τα εγκόσμια και απάρνησή τους. Τις ιδέες αυτές απλοποίησε ο J. Tauler (;1300-1361), κηρύττοντας έναν προσωπικό, βιωματικό Χριστιανισμό. Αργότερα ο Ολλανδός Jan van Ruysbroek (1293-1381) συμπεριέλαβε στον μυστικισμό της εικόνας ένα μυστικισμό της κτίσεως.
Από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του ερωτικού μυστικισμού της Δύσεως υπήρξαν οι Ισπανοί, Θηρεσία της Άβιλλας (1515-1582) και Ιωάννης του Σταυρού (1542-1591). Ο τελευταίος, που υπήρξε και πνευματικός της Θηρεσίας, περιέγραψε την πνευματική ζωή ως αυξάνουσα κάθαρση – μιά πορεία που αρχίζει με τη νύκτα των αισθήσεων, προχωρεί στη νόηση και καταλήγει στον γνόφο της ενώσεως με τον Θεό. Άλλοι μυστικοί αποκάλεσαν τη δεύτερη και τρίτη φάση, φωτισμό και ένωση αντίστοιχα. η Θηρεσία αναφέρθηκε στη μυστική αγαπητική ένωση ως «γάμο» και περιέγραψε τέσσερις βαθμίδες που οδηγούν στον Θεό: Αυτοσυγκέντρωση, συνδυασμένη με προσευχή. Προσευχή της ησυχίας. Συνενωτική προσευχή, στην οποία βούληση και νους βρίσκονται ενωμένα με τον Θεό. Εκστατική ένωση (unio mystica). Οι διδασκαλίες αυτές επηρέασαν ευρύτερα τον ρομαντικό μυστικισμό των νεοτέρων χρόνων και καλλιέργησαν μιά μυστική διάθεση στοχαστικής, συναισθηματικής και εκστατικής προσευχής.
Μυστικά ρεύματα διαχύθηκαν και στον χώρο των προτεσταντικών κοινοτήτων, που διαμορφώθηκαν από τη μεταρρύθμιση. Το πρώτο εκπροσωπούν ο V. Weigel (1533-1588), που συνέθεσε παραδοσιακές ιδέες από τον Γνωστικισμό και τον Παράκελσο, σ’ ένα απαρτισμένο σύστημα. Το δεύτερο ρεύμα πήγασε από τον J. Bohme (1575-1624), το οποίο, στην αρχή μεν συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις, αργότερα όμως επηρέασε τη γερμανική πνευματικότητα, όταν αναπτύχθηκε ο μυστικοπαθής ευσεβισμός. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο διακεκριμένος μυστικός υπήρξε ο G. Fox (1624-1691), ιδρυτής των Κουάκερων. Με την ανάπτυξη του γερμανικού ιδεαλισμού και με τον F. Schleiermacher ο μυστικισμός προσείλκυσε το ενδιαφέρον της θεολογίας. Αργότερα ο R. Otto επισήμανε τη βαθιά σχέση του μυστικού βιώματος με την ουσία της θρησκείας.
Βασικά θέματα του βυζαντινού μυστικισμού
Οι όροι-κλειδιά, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα βυζαντινά μυστικά κείμενα, είναι: «γνώσις», «ησυχία», «νήψις», «προσευχή», «απάθεια», «κάθαρσις του νοός», «άσκησις», «πράξις», «θεωρία», «έκστασις», «έλλαμψις», «μνήμη Θεού»,«θεατού Θεού»,«θείο φως», «μέθεξις», «θείος έρως», «θέωσις». Την ιδιοτυπία του μυστικού βιώματος εκφράζουν επίσης οι αντινομικοί συνδυασμοί που αγκαλιάζουν διαλεκτικά τη χριστιανική εμπειρία: «λαμπρός γνόφος», «ευφρόσυνο πένθος», «νηφαλία μέθη» κ.α. Ενώ όμως την προσοχή πολλών μελετητών ελκύει η ιδιοτυπία ορισμένων από τους ανωτέρω όρους της Ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, εντούτοις δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι από τις περισσότερο επαναλαμβανόμενες έννοιες στους Ορθόδοξους μυστικούς είναι οι όροι: «Θεός»,«Ιησούς», «Χριστός», «Πνεύμα», «Αγία Τριάς», «χάρις», «εντολαί», «Σταυρός», «Ανάστασις», «αγάπη».
Τα τυπικότερα στοιχεία του βυζαντινού μυστικισμού είναι:
α) Η ήρεμη έκσταση, στην οποία συμβάλλει η αδιάλειπτη νοερά προσευχή και ο νους με τη συμμετοχή των αρετών. Ο βυζαντινός μυστικισμός δεν γνωρίζει τους τύπους εκείνους εκστάσεως που συναντούμε σε άλλα θρησκεύματα (Σαμανισμό, αφρικανική πνευματοληψία, διονυσιακή έκσταση, δερβίσηδες κ.λπ.), η οποία σχετίζεται με τεχνικές ψυχοσωματικών διεγέρσεων, χορούς, ναρκωτικά κ.λπ. Ούτε ακόμη ταυτίζεται με την έκσταση των μυστηριακών θρησκειών ή τη φιλοσοφική λεγόμενη έκσταση των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, με την έξοδο δηλαδή του νου από το σώμα, από τον χρόνο, για να λειτουργήσει δήθεν καθαρά.
β) Γνώση – αγνωσία. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του. Συχνότατες είναι οι αποφατικές διατυπώσεις, όπως «υπερούσιος αοριστία» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «υπερ-άρρητος», «υπεράγνωστος» (Μάξιμος).
γ) Έλλαμψη και θέρμη. η πολυδιάστατη εμπειρία του φωτός έχει άμεσες χριστολογικές, πνευματολογικές και εσχατολογικές συναρτήσεις. Η μυστική θεωρία προεκτείνεται σε θέα εσχατολογική, έξοδο από την Ιστορία προς το αιώνιο φως της Δευτέρας Παρουσίας. Παρά τη συχνότητα όμως και τη σημασία του φωτός, ποτέ δεν δόθηκε το βάρος σε εξωτερικά φαινόμενα. Αυτά θεωρήθηκαν μόνο μιά πλευρά της θέας του Θεού. ο ουσιαστικός σκοπός παρέμεινε η συνάντηση του προσώπου του Χριστού.
δ) «Θείος έρως». Ενώ η λέξη «έρως» επανέρχεται στα κείμενα των βυζαντινών μυστικών, οι ερωτικές περιγραφές είναι λιτές και διαφοροποιούνται σαφώς από ανάλογες σελίδες του μουσουλμανικού ή του ινδουιστικού μυστικισμού. Ακόμα και σε σχέση με τους δυτικούς μυστικούς, οι όποιοι συχνά χρησιμοποιούν ρομαντικές και ρεαλιστικές περιγραφές, οι Βυζαντινοί διαφέρουν όταν μιλούν για τον έρωτα του Θεού – όπως οι αποπνευματοποιημένες βυζαντινές εικόνες από τα δυτικοχριστιανικά αγάλματα. «Ο θείος έρως», «ο μακάριος έρως», δεν νοείται σαν μιά συναισθηματική διέγερση. Δένεται άμεσα με την αγάπη στην καθολική της μορφή, στην οποία δίνεται σταθερά το πρωτείο.
ε) Μία διαλεκτική τάση μεταξύ «έχειν» και «μη έχειν», μεταξύ στάσεως και συνεχούς κινήσεως, συνεχούς επεκτάσεως σε νέες εμπειρίες «από δόξης εις δόξαν», δεσπόζει στον βυζαντινό μυστικισμό. Η ανέλιξη αυτή συνδυάζεται με βαθιά ταπείνωση, ευγνώμονη εξάρτηση από τη θεία χάρη και ανοικτή συνείδηση στην ιστορική, εσχατολογική προοπτική.
στ) «Θέωσις». Οι βυζαντινοί θεολόγοι, στηριγμένοι βιωματικά στη θεολογία της σαρκώσεως, οδηγούνται σταθερά σε μιά θεολογία της θεώσεως. Ο αγ. Μάξιμος, ο όποιος ιδιαίτερα επιμένει σ’ αυτήν τη διδασκαλία, τονίζει ότι το δράμα του Θεού στον γνόφο είναι ήδη μετοχή στον Θεό. στη θέωση τελικά οδηγεί η μετοχή και η μέθεξη των ενεργειών του Θεού. Γινόμαστε «θεοί κατά χάριν», θεοί, «άνευ της κατ’ ουσίαν ταυτότητος». Πρόκειται για ένα τολμηρό δράμα, γεμάτο εμπιστοσύνη στη δύναμη της θείας χάριτος, πίστη στην οντολογική αλλοίωση που συντελείται στον κόσμο με τη σάρκωση του Χριστού και τη συνεχή δράση του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρισμένο από ανεκλάλητη αισιοδοξία για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου.
(Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του Ορθόδοξου μυστικισμού βλ. κατωτέρω: Γιόγκα και Ορθόδοξος Ησυχασμός.)
Γενικά, ο Ορθόδοξος μυστικισμός παρουσιάζει ήρεμη νηφαλιότητα και ανάταση, σε ριζική αντίθεση προς μυστικίζουσες θεοσοφικές ή απόκρυφες θεωρίες και ψυχοσωματικές τεχνικές. Όλα είναι δώρα της χάριτος του Θεού. Εκείνο που κυρίως καταθέτει ο άνθρωπος είναι η προαίρεση, το μόνο ουσιαστικό που έχει δικό του. Ιδιαίτερα εξωτερικά φαινόμενα -όπως τα στίγματα, που είναι τόσο συχνά στους μυστικούς της Δύσεως- δεν αναφέρονται στους μυστικούς της Ανατολής. Πολλοί από τους τελευταίους προειδοποιούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο των σωματικών οραμάτων ή φαντασιώσεων. Διότι και τα δύο καταστρέφουν την ενότητα του ανθρώπου, την οποία ο Χριστός ήρθε να αναστηλώσει.
* Ρωσικός μυστικισμός. Στην Ορθόδοξη Ρωσία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα μυστικισμού. Το ένα υπήρξε άμεση συνέχεια της βυζαντινής και γενικά της Ορθόδοξης παραδόσεως. Τροφοδοτήθηκε σταθερά από τη λειτουργική ζωή και τις μεταφράσεις βυζαντινών μυστικών, όπως της Φιλοκαλίας, που κυκλοφόρησε αρχικά στη σλάβονική και αργότερα (1894) στη ρωσική γλώσσα. Ασκητικές μορφές, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ (1-1794), ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833) και πολλοί άλλοι είχαν στη ζωή τους ζωηρά μυστικά βιώματα.
Το άλλο ρεύμα προήλθε από μεταφράσεις διαφόρων γνωστών και αγνώστων μυστικών συγγραφέων της δυτικής Χριστιανοσύνης, συνήθως ευσεβιστικών τάσεων, και παρουσίασε επικίνδυνες εξάρσεις και αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστικές μορφές στη δεύτερη αυτή τάση υπήρξαν οι: Γρ. Σ. Σκοβορόντα (1722-1794), Ν.Ι. Νοβικώφ και Α.Φ. Λά-μπσιν. Τον 19ο αι. εμφανίσθηκαν στη Ρωσία διάφορες μυστικοπαθείς ομάδες, με πρωταγωνιστές την Ταταρίνοβα, τον Α .Π. Ντουμποβίσκυ, τον Κοτέλνικωφ (του οποίου οι οπαδοί ονομάσθηκαν «οχήματα του Πνεύματος» -«ντουχονόστσι»), οι όποιες προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρωσικού μυστικισμού υπήρξε ο Βλ. Σολοβιώφ (1853-1900). Με σαφείς επιδράσεις από τον Νεοπλατωνισμό και τους μυστικούς της χριστιανικής Δύσης, όπως τους Eriugena, Bohme κ.α., ο Σολοβιώφ, έχοντας ο ίδιος έντονες προσωπικές μυστικές εμπειρίες, ανέπτυξε τις απόψεις του για τη μυστική πίστη, την «πανενότητα» του Θεού με το κοσμικό και ιστορικό σύμπαν κ.λπ. Αρχικά σλαβόφιλος, δέχθηκε 4 χρόνια πριν πεθάνει τη ρωμαιοκαθολική ομολογία. Κάπως πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση, ο θεολόγος και φιλόσοφος Α.Σ. Χομιάκωφ (1804-1860) πλούτισε τον ρωσικό μυστικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τη μυστική εμπειρία της Εκκλησίας και στρεφόμενος γύρω από αυτήν, ανέπτυξε ένα μυστικισμό της ολοκληρώσεως και συναδελφότητας, που κέντρο του έχει το Πνεύμα του Χρίστου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ρωσική θεολογική σκέψη.
Βασικά θέματα του βυζαντινού μυστικισμού
Οι όροι-κλειδιά, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα βυζαντινά μυστικά κείμενα, είναι: «γνώσις», «ησυχία», «νήψις», «προσευχή», «απάθεια», «κάθαρσις του νοός», «άσκησις», «πράξις», «θεωρία», «έκστασις», «έλλαμψις», «μνήμη Θεού»,«θεατού Θεού»,«θείο φως», «μέθεξις», «θείος έρως», «θέωσις». Την ιδιοτυπία του μυστικού βιώματος εκφράζουν επίσης οι αντινομικοί συνδυασμοί που αγκαλιάζουν διαλεκτικά τη χριστιανική εμπειρία: «λαμπρός γνόφος», «ευφρόσυνο πένθος», «νηφαλία μέθη» κ.α. Ενώ όμως την προσοχή πολλών μελετητών ελκύει η ιδιοτυπία ορισμένων από τους ανωτέρω όρους της Ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, εντούτοις δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι από τις περισσότερο επαναλαμβανόμενες έννοιες στους Ορθόδοξους μυστικούς είναι οι όροι: «Θεός»,«Ιησούς», «Χριστός», «Πνεύμα», «Αγία Τριάς», «χάρις», «εντολαί», «Σταυρός», «Ανάστασις», «αγάπη».
Τα τυπικότερα στοιχεία του βυζαντινού μυστικισμού είναι:
α) Η ήρεμη έκσταση, στην οποία συμβάλλει η αδιάλειπτη νοερά προσευχή και ο νους με τη συμμετοχή των αρετών. Ο βυζαντινός μυστικισμός δεν γνωρίζει τους τύπους εκείνους εκστάσεως που συναντούμε σε άλλα θρησκεύματα (Σαμανισμό, αφρικανική πνευματοληψία, διονυσιακή έκσταση, δερβίσηδες κ.λπ.), η οποία σχετίζεται με τεχνικές ψυχοσωματικών διεγέρσεων, χορούς, ναρκωτικά κ.λπ. Ούτε ακόμη ταυτίζεται με την έκσταση των μυστηριακών θρησκειών ή τη φιλοσοφική λεγόμενη έκσταση των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, με την έξοδο δηλαδή του νου από το σώμα, από τον χρόνο, για να λειτουργήσει δήθεν καθαρά.
β) Γνώση – αγνωσία. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του. Συχνότατες είναι οι αποφατικές διατυπώσεις, όπως «υπερούσιος αοριστία» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «υπερ-άρρητος», «υπεράγνωστος» (Μάξιμος).
γ) Έλλαμψη και θέρμη. η πολυδιάστατη εμπειρία του φωτός έχει άμεσες χριστολογικές, πνευματολογικές και εσχατολογικές συναρτήσεις. Η μυστική θεωρία προεκτείνεται σε θέα εσχατολογική, έξοδο από την Ιστορία προς το αιώνιο φως της Δευτέρας Παρουσίας. Παρά τη συχνότητα όμως και τη σημασία του φωτός, ποτέ δεν δόθηκε το βάρος σε εξωτερικά φαινόμενα. Αυτά θεωρήθηκαν μόνο μιά πλευρά της θέας του Θεού. ο ουσιαστικός σκοπός παρέμεινε η συνάντηση του προσώπου του Χριστού.
δ) «Θείος έρως». Ενώ η λέξη «έρως» επανέρχεται στα κείμενα των βυζαντινών μυστικών, οι ερωτικές περιγραφές είναι λιτές και διαφοροποιούνται σαφώς από ανάλογες σελίδες του μουσουλμανικού ή του ινδουιστικού μυστικισμού. Ακόμα και σε σχέση με τους δυτικούς μυστικούς, οι όποιοι συχνά χρησιμοποιούν ρομαντικές και ρεαλιστικές περιγραφές, οι Βυζαντινοί διαφέρουν όταν μιλούν για τον έρωτα του Θεού – όπως οι αποπνευματοποιημένες βυζαντινές εικόνες από τα δυτικοχριστιανικά αγάλματα. «Ο θείος έρως», «ο μακάριος έρως», δεν νοείται σαν μιά συναισθηματική διέγερση. Δένεται άμεσα με την αγάπη στην καθολική της μορφή, στην οποία δίνεται σταθερά το πρωτείο.
ε) Μία διαλεκτική τάση μεταξύ «έχειν» και «μη έχειν», μεταξύ στάσεως και συνεχούς κινήσεως, συνεχούς επεκτάσεως σε νέες εμπειρίες «από δόξης εις δόξαν», δεσπόζει στον βυζαντινό μυστικισμό. Η ανέλιξη αυτή συνδυάζεται με βαθιά ταπείνωση, ευγνώμονη εξάρτηση από τη θεία χάρη και ανοικτή συνείδηση στην ιστορική, εσχατολογική προοπτική.
στ) «Θέωσις». Οι βυζαντινοί θεολόγοι, στηριγμένοι βιωματικά στη θεολογία της σαρκώσεως, οδηγούνται σταθερά σε μιά θεολογία της θεώσεως. Ο αγ. Μάξιμος, ο όποιος ιδιαίτερα επιμένει σ’ αυτήν τη διδασκαλία, τονίζει ότι το δράμα του Θεού στον γνόφο είναι ήδη μετοχή στον Θεό. στη θέωση τελικά οδηγεί η μετοχή και η μέθεξη των ενεργειών του Θεού. Γινόμαστε «θεοί κατά χάριν», θεοί, «άνευ της κατ’ ουσίαν ταυτότητος». Πρόκειται για ένα τολμηρό δράμα, γεμάτο εμπιστοσύνη στη δύναμη της θείας χάριτος, πίστη στην οντολογική αλλοίωση που συντελείται στον κόσμο με τη σάρκωση του Χριστού και τη συνεχή δράση του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρισμένο από ανεκλάλητη αισιοδοξία για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου.
(Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του Ορθόδοξου μυστικισμού βλ. κατωτέρω: Γιόγκα και Ορθόδοξος Ησυχασμός.)
Γενικά, ο Ορθόδοξος μυστικισμός παρουσιάζει ήρεμη νηφαλιότητα και ανάταση, σε ριζική αντίθεση προς μυστικίζουσες θεοσοφικές ή απόκρυφες θεωρίες και ψυχοσωματικές τεχνικές. Όλα είναι δώρα της χάριτος του Θεού. Εκείνο που κυρίως καταθέτει ο άνθρωπος είναι η προαίρεση, το μόνο ουσιαστικό που έχει δικό του. Ιδιαίτερα εξωτερικά φαινόμενα -όπως τα στίγματα, που είναι τόσο συχνά στους μυστικούς της Δύσεως- δεν αναφέρονται στους μυστικούς της Ανατολής. Πολλοί από τους τελευταίους προειδοποιούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο των σωματικών οραμάτων ή φαντασιώσεων. Διότι και τα δύο καταστρέφουν την ενότητα του ανθρώπου, την οποία ο Χριστός ήρθε να αναστηλώσει.
* Ρωσικός μυστικισμός. Στην Ορθόδοξη Ρωσία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα μυστικισμού. Το ένα υπήρξε άμεση συνέχεια της βυζαντινής και γενικά της Ορθόδοξης παραδόσεως. Τροφοδοτήθηκε σταθερά από τη λειτουργική ζωή και τις μεταφράσεις βυζαντινών μυστικών, όπως της Φιλοκαλίας, που κυκλοφόρησε αρχικά στη σλάβονική και αργότερα (1894) στη ρωσική γλώσσα. Ασκητικές μορφές, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ (1-1794), ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833) και πολλοί άλλοι είχαν στη ζωή τους ζωηρά μυστικά βιώματα.
Το άλλο ρεύμα προήλθε από μεταφράσεις διαφόρων γνωστών και αγνώστων μυστικών συγγραφέων της δυτικής Χριστιανοσύνης, συνήθως ευσεβιστικών τάσεων, και παρουσίασε επικίνδυνες εξάρσεις και αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστικές μορφές στη δεύτερη αυτή τάση υπήρξαν οι: Γρ. Σ. Σκοβορόντα (1722-1794), Ν.Ι. Νοβικώφ και Α.Φ. Λά-μπσιν. Τον 19ο αι. εμφανίσθηκαν στη Ρωσία διάφορες μυστικοπαθείς ομάδες, με πρωταγωνιστές την Ταταρίνοβα, τον Α .Π. Ντουμποβίσκυ, τον Κοτέλνικωφ (του οποίου οι οπαδοί ονομάσθηκαν «οχήματα του Πνεύματος» -«ντουχονόστσι»), οι όποιες προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρωσικού μυστικισμού υπήρξε ο Βλ. Σολοβιώφ (1853-1900). Με σαφείς επιδράσεις από τον Νεοπλατωνισμό και τους μυστικούς της χριστιανικής Δύσης, όπως τους Eriugena, Bohme κ.α., ο Σολοβιώφ, έχοντας ο ίδιος έντονες προσωπικές μυστικές εμπειρίες, ανέπτυξε τις απόψεις του για τη μυστική πίστη, την «πανενότητα» του Θεού με το κοσμικό και ιστορικό σύμπαν κ.λπ. Αρχικά σλαβόφιλος, δέχθηκε 4 χρόνια πριν πεθάνει τη ρωμαιοκαθολική ομολογία. Κάπως πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση, ο θεολόγος και φιλόσοφος Α.Σ. Χομιάκωφ (1804-1860) πλούτισε τον ρωσικό μυστικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τη μυστική εμπειρία της Εκκλησίας και στρεφόμενος γύρω από αυτήν, ανέπτυξε ένα μυστικισμό της ολοκληρώσεως και συναδελφότητας, που κέντρο του έχει το Πνεύμα του Χρίστου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ρωσική θεολογική σκέψη.
Βασικά θέματα του βυζαντινού μυστικισμού
Οι όροι-κλειδιά, γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα βυζαντινά μυστικά κείμενα, είναι: «γνώσις», «ησυχία», «νήψις», «προσευχή», «απάθεια», «κάθαρσις του νοός», «άσκησις», «πράξις», «θεωρία», «έκστασις», «έλλαμψις», «μνήμη Θεού»,«θεατού Θεού»,«θείο φως», «μέθεξις», «θείος έρως», «θέωσις». Την ιδιοτυπία του μυστικού βιώματος εκφράζουν επίσης οι αντινομικοί συνδυασμοί που αγκαλιάζουν διαλεκτικά τη χριστιανική εμπειρία: «λαμπρός γνόφος», «ευφρόσυνο πένθος», «νηφαλία μέθη» κ.α. Ενώ όμως την προσοχή πολλών μελετητών ελκύει η ιδιοτυπία ορισμένων από τους ανωτέρω όρους της Ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, εντούτοις δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι από τις περισσότερο επαναλαμβανόμενες έννοιες στους Ορθόδοξους μυστικούς είναι οι όροι: «Θεός»,«Ιησούς», «Χριστός», «Πνεύμα», «Αγία Τριάς», «χάρις», «εντολαί», «Σταυρός», «Ανάστασις», «αγάπη».
Τα τυπικότερα στοιχεία του βυζαντινού μυστικισμού είναι:
α) Η ήρεμη έκσταση, στην οποία συμβάλλει η αδιάλειπτη νοερά προσευχή και ο νους με τη συμμετοχή των αρετών. Ο βυζαντινός μυστικισμός δεν γνωρίζει τους τύπους εκείνους εκστάσεως που συναντούμε σε άλλα θρησκεύματα (Σαμανισμό, αφρικανική πνευματοληψία, διονυσιακή έκσταση, δερβίσηδες κ.λπ.), η οποία σχετίζεται με τεχνικές ψυχοσωματικών διεγέρσεων, χορούς, ναρκωτικά κ.λπ. Ούτε ακόμη ταυτίζεται με την έκσταση των μυστηριακών θρησκειών ή τη φιλοσοφική λεγόμενη έκσταση των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, με την έξοδο δηλαδή του νου από το σώμα, από τον χρόνο, για να λειτουργήσει δήθεν καθαρά.
β) Γνώση – αγνωσία. Όσο περισσότερο γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί το ακατάληπτο της ουσίας Του. Συχνότατες είναι οι αποφατικές διατυπώσεις, όπως «υπερούσιος αοριστία» (Διονύσιος Αεροπαγίτης), «υπερ-άρρητος», «υπεράγνωστος» (Μάξιμος).
γ) Έλλαμψη και θέρμη. η πολυδιάστατη εμπειρία του φωτός έχει άμεσες χριστολογικές, πνευματολογικές και εσχατολογικές συναρτήσεις. Η μυστική θεωρία προεκτείνεται σε θέα εσχατολογική, έξοδο από την Ιστορία προς το αιώνιο φως της Δευτέρας Παρουσίας. Παρά τη συχνότητα όμως και τη σημασία του φωτός, ποτέ δεν δόθηκε το βάρος σε εξωτερικά φαινόμενα. Αυτά θεωρήθηκαν μόνο μιά πλευρά της θέας του Θεού. ο ουσιαστικός σκοπός παρέμεινε η συνάντηση του προσώπου του Χριστού.
δ) «Θείος έρως». Ενώ η λέξη «έρως» επανέρχεται στα κείμενα των βυζαντινών μυστικών, οι ερωτικές περιγραφές είναι λιτές και διαφοροποιούνται σαφώς από ανάλογες σελίδες του μουσουλμανικού ή του ινδουιστικού μυστικισμού. Ακόμα και σε σχέση με τους δυτικούς μυστικούς, οι όποιοι συχνά χρησιμοποιούν ρομαντικές και ρεαλιστικές περιγραφές, οι Βυζαντινοί διαφέρουν όταν μιλούν για τον έρωτα του Θεού – όπως οι αποπνευματοποιημένες βυζαντινές εικόνες από τα δυτικοχριστιανικά αγάλματα. «Ο θείος έρως», «ο μακάριος έρως», δεν νοείται σαν μιά συναισθηματική διέγερση. Δένεται άμεσα με την αγάπη στην καθολική της μορφή, στην οποία δίνεται σταθερά το πρωτείο.
ε) Μία διαλεκτική τάση μεταξύ «έχειν» και «μη έχειν», μεταξύ στάσεως και συνεχούς κινήσεως, συνεχούς επεκτάσεως σε νέες εμπειρίες «από δόξης εις δόξαν», δεσπόζει στον βυζαντινό μυστικισμό. Η ανέλιξη αυτή συνδυάζεται με βαθιά ταπείνωση, ευγνώμονη εξάρτηση από τη θεία χάρη και ανοικτή συνείδηση στην ιστορική, εσχατολογική προοπτική.
στ) «Θέωσις». Οι βυζαντινοί θεολόγοι, στηριγμένοι βιωματικά στη θεολογία της σαρκώσεως, οδηγούνται σταθερά σε μιά θεολογία της θεώσεως. Ο αγ. Μάξιμος, ο όποιος ιδιαίτερα επιμένει σ’ αυτήν τη διδασκαλία, τονίζει ότι το δράμα του Θεού στον γνόφο είναι ήδη μετοχή στον Θεό. στη θέωση τελικά οδηγεί η μετοχή και η μέθεξη των ενεργειών του Θεού. Γινόμαστε «θεοί κατά χάριν», θεοί, «άνευ της κατ’ ουσίαν ταυτότητος». Πρόκειται για ένα τολμηρό δράμα, γεμάτο εμπιστοσύνη στη δύναμη της θείας χάριτος, πίστη στην οντολογική αλλοίωση που συντελείται στον κόσμο με τη σάρκωση του Χριστού και τη συνεχή δράση του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρισμένο από ανεκλάλητη αισιοδοξία για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου.
(Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του Ορθόδοξου μυστικισμού βλ. κατωτέρω: Γιόγκα και Ορθόδοξος Ησυχασμός.)
Γενικά, ο Ορθόδοξος μυστικισμός παρουσιάζει ήρεμη νηφαλιότητα και ανάταση, σε ριζική αντίθεση προς μυστικίζουσες θεοσοφικές ή απόκρυφες θεωρίες και ψυχοσωματικές τεχνικές. Όλα είναι δώρα της χάριτος του Θεού. Εκείνο που κυρίως καταθέτει ο άνθρωπος είναι η προαίρεση, το μόνο ουσιαστικό που έχει δικό του. Ιδιαίτερα εξωτερικά φαινόμενα -όπως τα στίγματα, που είναι τόσο συχνά στους μυστικούς της Δύσεως- δεν αναφέρονται στους μυστικούς της Ανατολής. Πολλοί από τους τελευταίους προειδοποιούν ιδιαίτερα για τον κίνδυνο των σωματικών οραμάτων ή φαντασιώσεων. Διότι και τα δύο καταστρέφουν την ενότητα του ανθρώπου, την οποία ο Χριστός ήρθε να αναστηλώσει.
* Ρωσικός μυστικισμός. Στην Ορθόδοξη Ρωσία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα μυστικισμού. Το ένα υπήρξε άμεση συνέχεια της βυζαντινής και γενικά της Ορθόδοξης παραδόσεως. Τροφοδοτήθηκε σταθερά από τη λειτουργική ζωή και τις μεταφράσεις βυζαντινών μυστικών, όπως της Φιλοκαλίας, που κυκλοφόρησε αρχικά στη σλάβονική και αργότερα (1894) στη ρωσική γλώσσα. Ασκητικές μορφές, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκυ (1-1794), ο Σεραφείμ του Σάρωφ (1754-1833) και πολλοί άλλοι είχαν στη ζωή τους ζωηρά μυστικά βιώματα.
Το άλλο ρεύμα προήλθε από μεταφράσεις διαφόρων γνωστών και αγνώστων μυστικών συγγραφέων της δυτικής Χριστιανοσύνης, συνήθως ευσεβιστικών τάσεων, και παρουσίασε επικίνδυνες εξάρσεις και αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστικές μορφές στη δεύτερη αυτή τάση υπήρξαν οι: Γρ. Σ. Σκοβορόντα (1722-1794), Ν.Ι. Νοβικώφ και Α.Φ. Λά-μπσιν. Τον 19ο αι. εμφανίσθηκαν στη Ρωσία διάφορες μυστικοπαθείς ομάδες, με πρωταγωνιστές την Ταταρίνοβα, τον Α .Π. Ντουμποβίσκυ, τον Κοτέλνικωφ (του οποίου οι οπαδοί ονομάσθηκαν «οχήματα του Πνεύματος» -«ντουχονόστσι»), οι όποιες προκάλεσαν την αντίδραση της Εκκλησίας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρωσικού μυστικισμού υπήρξε ο Βλ. Σολοβιώφ (1853-1900). Με σαφείς επιδράσεις από τον Νεοπλατωνισμό και τους μυστικούς της χριστιανικής Δύσης, όπως τους Eriugena, Bohme κ.α., ο Σολοβιώφ, έχοντας ο ίδιος έντονες προσωπικές μυστικές εμπειρίες, ανέπτυξε τις απόψεις του για τη μυστική πίστη, την «πανενότητα» του Θεού με το κοσμικό και ιστορικό σύμπαν κ.λπ. Αρχικά σλαβόφιλος, δέχθηκε 4 χρόνια πριν πεθάνει τη ρωμαιοκαθολική ομολογία. Κάπως πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση, ο θεολόγος και φιλόσοφος Α.Σ. Χομιάκωφ (1804-1860) πλούτισε τον ρωσικό μυστικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τη μυστική εμπειρία της Εκκλησίας και στρεφόμενος γύρω από αυτήν, ανέπτυξε ένα μυστικισμό της ολοκληρώσεως και συναδελφότητας, που κέντρο του έχει το Πνεύμα του Χρίστου. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα ρωσική θεολογική σκέψη.

Κινεζικός Μυστικισμός
Στην Κίνα βλάστησε και αναπτύχθηκε ένα από τα πιο αρχαία μυστικά συστήματα. το θεωρητικό του υπόβαθρο βρίσκεται στα αρχαία φιλοσοφικά αξιώματα του Λάο-Τσέ και τα αποφθέγματα της ποιητικής δημιουργίας του Τσουάνγκ-Τσέ. Το βασικό ιερό βιβλίο του Ταόισμού Τάο-τε-Τσίνγκ (προφερόμενο Ντάου-ντα-Τσίνγκ),που αποδίδεται στον Λάο-Τσέ (6ος αι. π .Χ.), καθορίζει μιά γραμμή ασκητική με πολλές μυστικές τάσεις. Η ύψιστη πραγματικότητα, το Τάο, προσδιορίζεται με αντιφατικές φράσεις και αποφατική γλώσσα. Είναι αθέατο, ακατανόητο, άμορφο, τέλειο, αναλλοίωτο, απρόσωπο, πληροί τα πάντα, είναι πηγή των πάντων. Υπήρχε πριν από όλους τους αιώνες, πριν από τη γη και τον ουρανό. Είναι η πρώτη αρχή του σύμπαντος. Πρόκειται για μιά τάση μονιστική, που διαβλέπει απόλυτη ενότητα στο σύμπαν.
Η ταόιστική αντίληψη για τη δημιουργία είναι ότι από το Τάο προήλθε το Εν, δηλαδή η μεγάλη Μονάδα, και από αυτήν οι δύο πρώτες ουσίες, «γιάν» και «γίν », θετική και αρνητική, που αντιπροσωπεύουν και αγκαλιάζουν όλες τις μεγάλες αντινομίες: φως-σκιά, αρσενικό-θηλυκό κ.λπ. Τέλος, αυτές γέννησαν τον ουρανό, τη γη, τον άνθρωπο• από αυτές προήλθαν όλα τα δημιουργήματα. Το Τάο δεν είναι μόνο η απόλυτη πηγή κάθε υπάρξεως, αλλά συγχρόνως κρατάει σε αρμονία όλα τα φαινόμενα της φύσεως. Η ενέργεια του είναι αναγκαία και αυτόματη. Αποτελεί τον ύψιστο ανθρώπινο σκοπό. Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώξει την αυτοεγκατάλειψή του στο Τάο. Βασικά, τα μέσα γι’ αυτή την εναρμόνιση είναι η ησυχία, η απάθεια, η επιστροφή στην πρωτόγονη απλότητα.
Η βασική θέση που προτείνει ο Ταοϊσμός (η περίφημη «γουό γουάι») θα μπορούσε να συνοψισθεί στην παρότρυνση «μην κάνεις τίποτε» ή «κάνε το καθετί μην κάνοντας τίποτε». Για να επιτύχει ο άνθρωπος τον συντονισμό με το Τάο και να βρίσκεται σε αρμονία με τα εξωτερικά πράγματα, η ταοϊστική παράδοση καθόρισε μιά μυστική διαδικασία, με πρώτη φάση την κάθαρση, δεύτερη τον φωτισμό -όταν η αρετή δεν χρειάζεται πλέον μιά συνειδητή προσπάθεια, αλλά γίνεται αυθόρμητα- και τρίτη, την εσωτερική ενότητα. Όλοι οι άνθρωποι δυνάμει μπορούν να προχωρήσουν προς το Τάο. Ο Ταοϊσμός κήρυξε την περιφρόνηση του πλούτου, των ηδονών, της συσσωρεύσεως γνώσεως και διαμόρφωσε μιά νοοτροπία διαμετρικά αντίθετη από την αντίστοιχη του κλασικού Κομφουκιανισμού.
Αργότερα, ο Ταοϊσμός εκφυλίστηκε σ’ ένα σύστημα μαγείας, αλχημείας, αποκρυφιστικής μυστικοπάθειας. Το έργο του Τάο-Λίνγκ (1ος ή 2ος αι. μ.Χ.) έδωσε στον Ταοϊσμό σαφέστερη εξωτερική οργάνωση• ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια, ανδρικά και γυναικεία, που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα βουδδιστικά, καθώς και ναοί, οι όποιοι στέγασαν ποικίλες εικόνες διαφόρων θεοτήτων. Ανεξάρτητα από αυτή την εξέλιξη, ο κινεζικός μυστικισμός στις βασικές του πηγές εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με τον Νεοπλατωνισμό, με τον όποιο συμφωνεί τόσο στο θέμα της τελικής ενότητας, που είναι απρόσιτη στη γνώση και μπορεί να επιτευχθεί με διαίσθηση, ανάταση και έκσταση, όσο και στην άποψη ότι η απόλυτη Αρχή δεν μπορεί να ταυτισθεί με το όλο ή μέρος του υλικού σύμπαντος.”

Δυτικός Πολιτισμός, Προάσπιση , Defensio Culturae Europae,Εχθροί του Δυτικού Πολιτισμού Πυλώνες

Defensio Culturae Occidentalis (Προάσπιση του Δυτικού Πολιτισμού), Εχθροί του Δυτικού Πολιτισμού, Πυλώνες του Δυτικού Πολιτισμού

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί σε ό,τι αφορά την επιδίωξή μου μία ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ αντιπαράθεση με τις γνωστότατες αντιδυτικές και αντιευρωπαϊκές απόψεις του Θεολόγου κ.Χρήστου Γιανναρά.
Ετσι θα έχει κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης την ευκαιρία να συγκρίνει τις θέσεις του Χ.Γ. με τις τοποθετήσεις και τα «επιχειρήματα» των φανατικών εχθρών του Πολιτισμού της Δύσης ανά τον κόσμο και ιδιαιτέρως με το μίσος της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας και των θεολόγων της κατά της Δύσης.
Υπό Πούτιν έχει αναζωογονηθεί αυτή η άκρως εχθρική τοποθέτηση όχι μόνον εκ μέρους των ρώσων θεολόγων, αλλά και των φιλόσοφων. Ευκαιρείας δοθείσης ας υπενθυμίσουμε, ότι ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν εχθρός του πολιτισμού της Δύσης.

1.Ο όρος Πολιτισμός γενικά

Από γλωσσολογική άποψη προέρχεται η λέξη Πολιτισμός από τον πολίτη, συγκεκριμένα από τον κάτοικο της πόλης, όπου επικρατεί σε σύγκριση με την επαρχία ήδη από την αρχαιότητα ένας πιό εξελιγμένος και εκλεπτυσμένος τρόπος ζωής.

Το Ετυμολογικό Λεξικό του Γ.Μπαμπινιώτη ( Αθήνα 2010, σελ. 1132) αναφέρει δύο τσιτάτα, από τα οποία απορρέει το συμπέρασμα, ότι πρόκειται για καλούς τρόπους συμπεριφοράς ( Διογ.Λαέρτ. Βίοι φιλοσ. 4.39 : „το παν δή διέτριβεν εν τη Ακαδημεία τον πολιτισμόν
εκτοπίζων“ και Ιωάνν. Χρυσόστ. Ομιλ. 63.121 : „γέλως γέγονε τα ημέτερα και πολιτισμός και αστειότης“). Κατόπιν κάνει παραπομπή στον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος έχει αποδώσει την γαλλική λέξη civilisation επαναφέροντας την ελληνιστική λέξη Πολιτισμός,
αλλά με την νέα σημασία ως εξής : „το σύνολο των πνευματικών και υλικών επιτευγμάτων του ανθρώπου „. Εν τούτοις, στο Λεξικό δεν γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια να δοθεί ένας πειστικός ορισμός της έννοιας Πολιτισμός.

Το Λεξικόν Νέας Ελληνικής Γλώσσης ( 2ος Τόμος, σελ.1980 ) εισέρχεται ο ορισμός κάπως στην ουσία της έννοιας :
“Κατάστασις της κοινωνίας, καθ ην ο άνθρωπος έχει οπωσδήποτε αποσπασθή της αμέσου επιδράσεως της φύσεως και έχει αναπτύξει βίον ηθικόν, πνευματικόν και καλαισθητικόν ενσυνείδητον, κατ αντίθ. προς τους αγρίους και βαρβάρους“. Αυτός ο ορισμός είναι στην ουσία μάλλον αντίγραφο του χαρακτηρισμού εκ μέρους του Mirabeau : Η επίτευξη ενός γενικού επιπέδου βίου μέσω της επιστήμης και της τεχνικής κάτι που κάνει την σύγχρονη κοινωνία να διαφέρει από τις πρωτόγονες κοινωνίες.

Τα Γαλλικά ως μία ρωμανική (νεολατινική ) γλώσσα προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν την έννοια Civilisation , η οποία έχει την ρίζα της στην λατινική λέξη civis ( πολίτης ), εξ ού και civitas ( κοινωνία ), στα Γαλλικά cite, από την οποία πάλι προέρχεται η βαρυσήμαντη έννοια citoyen ( πολίτης , στην ουσία αστός ) εξ ου και αστική επανάσταση.

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι γλωσσολογικά υπάρχει μία σχέση μεταξύ του πολίτου ( civis ) και του πολιτισμού. Αυτό όμως ισχύει για την Ευρώπη, η οποία έχει ιστορικά εξελιχθεί πολύ αργότερα από τις χώρες της Μέσης Ανατολής.

Ο απογαλακτισμός του ανθρωπίνου γένους από την μητέρα φύση έλαβε χώραν οκτώ έως ενιά χιλιάδες χρόνια π.Χ. (στην Ευρώπη μεταξύ της 5ης και της 3ης χιλιετερίδας π.Χ. ) μέσω της Αγροτικής
Επανάστασης που ήταν η πρώτη μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτό ισχύει γενικά και για την γενική εξέλιξη του υλικού και ύστερα από 4.500 έτη και του πνευματικού πολιτισμού. Αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός ήταν η αφετηρία για τη Νεολιθική Εποχή.

2. Ο όρος του Πολιτισμού ( Civilisation ) συγκεκριμένα

Ευθύς εξ αρχής υπογραμμίζουμε, ότι με τον ορισμό του Πολιτισμού έχουν ασχοληθεί από τον 18ο αι. και εδώθεν η Φιλοσοφία, η Θεωρία της κουλτούρας, η Κοινωνιολογία και η Εθνολογία. Εχουμε
διαπιστώσει , ότι οι φιλοσοφικές απόψεις περί τον όρο Πολιτισμός είναι πολλαπλές και όχι τόσο σαφείς : Ταύτιση του Πολιτισμού με την Κουλτούρα, η Κουλτούρα είναι ευρύτερη από τον Πολιτισμό ή και αντίστροφα. Είναι γεγονός, ότι η διαφοροποίηση μεταξύ του Πολιτισμού και της Κουλτούρας έλαβε χώραν τον 19ο αι. στην Γερμανία , ενώ σε άλλες χώρες ταυτίζονται οι όροι Πολιτισμός και Κουλτούρα.

Σε σύγκριση με την Φιλοσοφία προτείνει η Κοινωνιολογία μάλλον έναν πιό συγκεκριμένο ορισμό : Πολιτισμός είναι το σύνολο των γνώσεων και των επιδεξιοτήτων, τις οποίες απέκτεισε ο άνθρωπος στην διαδικασία της εξέλιξης, μέσω των οποίων μπορεί αυτός να επιλύσει με ειδικό τρόπο τα υπάρχοντα προβλήματα. Αναφέρονται πρωτίστως ο  Πολιτισμός  en general, οΤεχνικός Πολιτισμός, ο Οικονομικός Πολιτισμός και ο Επιστημονικός Πολιτισμός.

Σύμφωνα με αυτήν την νεότατη αντίληψη έχει η διαδικασία του Πολιτισμού παγκόσμιο χαρακτήρα και επιδρά επί της Κουλτούρας, η οποία εμπεριέχει πρωτίστως πολιτισμικά και πνευματικά στοιχεία (Ιδέ W. Fuchs-Heinritz et alt.( Edit.), Lexikon zur Soziologie, Opladen 1995, S.757 ).

Ο Πολιτισμός της Δύσης έχει πολλές εκφάνσεις και πολλούς πυλώνες : ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ , Δημοκρατία /Παρλαμενταρισμός, Ατομο (Ατομοκεντρισμός), Πολίτης, βασικές ατομικές ελευθερίες, βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, διαχωρισμός των εξουσιών, κράτος του δικαίου, υψηλό βιοτικό επίπεδο, υπερεξελιγμένη παιδεία (σχολεία, πανεπιστήμια, κέντρα ερευνών ) δημιουργικότητα, υψηλές τεχνολογίες, επιστημονικές επιτεύξεις ανωτάτου επιπέδου, πλουσιότατη λογοτεχνία, καλές τέχνες, αρχιτεκτονική, απαράμιλλη μουσική κλπ.

3.Ο όρος Κουλτούρα

Και αυτός ο όρος αναδεικνύει μερικές διαστάσεις.

Κατ αρχάς αναφέρουμε την γλωσσολογική διάσταση, η οποία είναι χρήσιμη για την κατανόηση της έννοιας . Η λέξη cultura προέρχεται από το cultus και αυτό από το ρήμα colere με την αρχική σημασία της καλλιέργειας και περιποίησης του εδάφους και των φυτών ( Agricultura ) μεν, αλλά ήδη στην αρχαιότητα την χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι και για τους ανθρώπους υπό το νόημα του καλλιεργημένου και εξευγενισμένου ανθρώπου με εκλεπτυσμένους τρόπους συμπεριφοράς ( Ιδέ K.E. Georges, Latein-Deutsches Handwörterbuch, Leipzig 1890, S. 457, 640 ).
Ιδιαιτέρως ο Cicero (Κικέρων) έχει εφαρμόσει μεταφορικά αυτήν την λέξη επί της ψυχής του ανθρώπου ( „cultura animi“ :“ καλλιέργεια της ψυχής“ μέσω της φιλοσοφίας ( Cicero, Tusc. II 13 ).

Εως τον 18ο αι. έχει ερμηνευθεί η έννοια Cultura ως διάπλαση των σωματικών, ψυχικών και πνευματικών ικανοτήτων και αρετών του ανθρώπου ( Ιδέ J. Mittelstraß ( Edit. ), Enzyklopädie Philosophie und Wissenschaftstheorie, Band 2, Stuttgart/ Weimar, 2004, S. 508 ). Ας υπενθυμίσουμε, ότι ήδη οι αρχαίοι Ελληνες έχουν χρησιμοποιήσει την σημαντικότατη έννοια ΠΑΙΔΕΙΑ με ακριβώς αυτό το νόημα. Η νεοελληνική έννοια Πολιτισμός είναι μετάφραση από τα Γαλλικά.

Σε σύγκριση με αυτό έχει εστιάσει ο περίφημος Γάλλος διαφωτιστής Voltaire ( 17ος/18ος αι. ) το 1756 στο πόνημά του „Essais sur les moeurs et l esprit des nations“ στο επίκεντρο της μόρφωσης και της
προόδου όλην την ανθρωπότητα. Στα Γαλλικά σημαίνει το επίθετο „cultural general“ γενική μόρφωση (Ιδέ ρεδώ στο Μπλογκ μου  τη μικρή μελέτη « Γενική και εγκυκλοπαιδική Μόρφωση, Παιδεία, Παγκοσμιοποίηση» ).

Σε γενικές γραμμές σημαίνει ο όρος Κουλτούρα „το σύνολο των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκφάνσεων μίας κοινωνίας“ ( Ιδέ Duden, Das große Fremdwörterbuch, Leipzig et alt., 2000, S. 776 ). Προσθέτουμε και την Λογοτεχνία. Τέτοιες επιτεύξεις είχαν και έχουν αναμφιβόλως πρώτα από
όλα από την αρχαιότητα και οι τέσσερις Κύκλοι Πολιτισμού : Δυτικός, Ανατολίτικος/ Ισλαμικός, Κονφουκιανικός και Ινδουϊστικός.

4. Οι πολυποίκιλοι εχθροί του Πολιτισμού της Δύσης

Το 1942 σε διεθνή διάσκεψη έχουν διατυπωθεί τα εξής συμπεράσματα : Ο Προτεσταντισμός, ο Διαφωτισμός, η βιομηχανία, η άνοδος του καπιταλισμού και η φιλελεύθερη οικονομία τον 19οαι. είναι η ρίζα όλων των καταταστροφών. Η ανθρώπινη κοινωνία έχει
μεταβληθεί σε μηχανή χωρίς ανθρώπινη ψυχή. Η δύση είναι κρύα, ορθολογιστκή και γενικά ένας «Μηχανικιστικός Πολιτισμός».

“Επιχειρήματα»των εχθρών της Δύσης : Οι διανοητές της Δύσης είναι ανόητοι και πνευματικά καθυστερημένοι, όμως κατέχουν
ευφυία στις φυσικές επιστήμες. Αλλά το «πνεύμα» είναι χωρίς ψυχή, έτσι αυτοί είναι όντα όπως οι μηχανές.Το πνεύμα της Δύσης μπορεί να κάνει μεγάλες τεχνολογικές εφευρέσεις, αλλά του λείπει η πνευματικότητα (Spirituality) και δεν έχει κατανόηση για τα πάθη του ανθρώπου.
Ρίζa αυτoύ του λανθασμένου σκεπτικού είναι ο νεοπλατωνικός Πλωτίνος : «Σκέψη της ψυχής» (πίστη, ότι υπάρχει ο θεός) που είναι ανώτερη από την «σκέψη του μυαλού « (απαραίτητη η απόδειξη για την ύπαρξη του θεού).

Ολοι οι εχθροί της Δύσης και πρωτίστως οι Ρώσοι διανοητές και θεολόγοι ισχυρίζονται το ίδιο , αλλά πάνε πιο πέρα : Ο δυτικός τρόπος σκέψης είναι υποανάπτυκτος,γιατί στηρίζεται αποκλειστικά στον ορθολογισμό ως ένα εργαλείο και έτσι δεν μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να βρει τον «σωστό» δρόμο. Σε σύγκριση με την Δύση βασίζεται ο ρωσικός πολιτισμός στην “ρωσική ψυχή” ως μία μυθική και μυστικιστική οντότητα που αποτελεί δήθεν κάτι το ιδιαίτερο. Εδώ πρόκειται για μάλλον μυστικιστικές, ολίγον τι και ρατσιστικές επιθέσεις κατά του
ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Παρόμοια «επιχειρήματα» παραθέτουν και εθνικιστές στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στις Ινδίες και στις ισλαμικές χώρες. Σε ό,τι αφορά την εθνική “ιδιαιτερότητα”είναι η Ελληναράδες παγκόσμιοι πρωταθλητές.

Η αντιπαράθεση με τον τότε δυτικό (γαλλικό) πολιτισμό στην Ευρώπη έχει συντελεσθεί ήδη τον 18ο και τον 19ου αι. στην πολιτισμικά και πολιτικά καθυστερημένη Πρωσία, η οποία θεωρούσε την Γαλλία ως ενσάρκωση της Δύσης και ταυτόχονα ως κάτι το ισχυρό και αξιοπρόσεκτο μεν, αλλά και πολύ επικίνδυνο.

Ο μεγάλος ρωσοβρεταννός πολιτικός Φιλόσοφος του παρελθόντος αιώνα Isaiah Berlin έχει αξιολογήσει την τοποθέτηση των Πρώσων στον γαλλικό πολιτισμό ως εξής : Υστερα από τη νίκη του του Ναπολέοντα κατά των γερμανικών κρατών έχουν αντιληφθεί οι ηττημένοι, ότι η Γαλλία είναι στην Ευρώπη η καθοριστική πολιτική, πολιτισμική και στρατιωτική δύναμη. Οι παραδοσιακοί, θρήσκοι και οικονομικά καθυστερημένοι Γερμανοί θεωρούσαν τους Γάλλους ως υπερόπτες , αλλά δεν ήταν διατεθημένοι να αναγνωρίσουν και επίσημα την όντως μειονεκτική θέση τους. Ως ισοφάρισμα έναντι της «πενιχρής» και «άκαρδης ευρυμάθειας» των Γάλλων έχουν επισημάνει εντόνως την δήθεν βαθιά εσωτερική πνευματική ζωή , την δήθεν ποιητικότητα της εθνικής ψυχής καθώς και την απλότητα και το ευγενικό του χαρακτήρα των Γερμανών.

Σε τέτοιες περιπτώσεις κάνουν οι κατώτεροι ομφαλοσκόπηση και διαπιστώνουν φαντασιακά πλεονεκτήματα όπως τον «εσωτερικό πνευματικό βίο», την καθαρή και απλή εσωτερικότητα και τονίζουν , ότι δεν τους ενδιαφέρει ούτε η ευμάθεια ούτε η επιστήμη.

Στην ευρωπαϊκή ιστορία είναι γνωστό, ότι οι γερμανικές αντιλήψεις περί του πολιτισμού έχουν επηρεάσει και άλλους λαούς, όπως π.χ. τους Ρώσους, τους Ιάπωνες, τους Ελληνες και λίγο αργότερα και τους Αραβες.

Αυτές οι απόψεις ήταν στενότατα συνδεδεμένες με τον γερμανικό ρωμαντισμό, ο οποίος αποτελούσε ένα τμήμα του αντι-Διαφωτισμού.
Ενώ ο Διαφωτισμός ηταν βαθιά πεπεισμένος, ότι η ανθρωπότητα προοδεύει προς μία ευτυχή και ορθολογιστική ζωή, ασχολούνταν οι φιλόσοφοι του ρωμαντισμού με θρησκευτικά θέματα, όπως με την αθωότητα, την ηθική κατάπτωση και την σωτηρία. Αλλά η σωτηριολογία εκφράζει γενικά τον πόθο για ενότητα και αρμονία κάτι που σημαίνει, ότι ο ρομαντικός άνθρωπος διακατέχεται από ισχυρά νοσταλγικά συναισθήματα.

Μία από τις γνωστότερες ρομαντικές απόψεις έγκειται στο ό,τι ο υπερβολικός ορθολογισμός αποτελεί την κυρία αιτία για την ολική κατάπτωση της ανθρωπότητας.
Ιδιαιτέρως στην Ρωσία θεωρείτο η ορθολογιστική εξυπνάδα ως μία δυτική αρρώστεια και δη ως εξυπνάδα χωρίς σοφία, ενώ οι ρώσοι έχουν υπογραμμίσει εντονότατα την ηθική αναγκαιότητα όπως αυτή σημειώνεται στα γνωστά μυθιστορήματα του Ντοστογιεφσκι («Ένα πρόσωπο μπορεί να είναι σοφό αλλά για να ενεργήσει σοφά, μόνο η εξυπνάδα δεν φτάνει», «Ο,τι το αληθινό είναι δικό μας, είναι
για την Ευρώπη ξένο» ). Η καθοριστική σκέψη του Ντοστογιέφσκι είναι, ότι τα ανθρώπινα προβλήματα δεν λύνονται μέσω της νοημοσύνης, γι αυτό πρέπει ο άνθρωπος να αναζητεί την σωτηρία στην πίστη. Κατά την γνώμη του είμαστε σε θέση να εκλαμβάνουμε το τραγικό νόημα της ζωής όχι μέσω της νοημοσύνης αλλά μέσω της »σοφίας της καρδιάς». Οποιος έχει πολύ εμπιστοσύνη στη νοημοσύνη , χάνει την ικανότητα να βρει την σωτηρία. Οταν το 1851 έγινε η πρώτη Διεθνής εκθεση της αγγλικής βιομηχανίας (έναρξη σε ένα Κρυσταλλένιο Παλάτι) έχει ο Ντοστογιέφσκι διαμαρτυρηθεί, τονίζοντας , ότι η Δύση ματαίως πιστεύει, ότι μπορεί να κλείσει την κοινωνία σε ένα τέτοιο παλάτι, γιατί αυτό αντιτίθεται στην ανθρώπινη φύση. Κατά την γνώμη του είναι ο νηφάλιος ορθολογισμός ένας απάνθρωπος τεθλασμένος αντικατοπτρισμός της ανθρώπινης κοινωνίας.

Μία παρόμοια άποψη έχει πρεσβεύσει και ο άλλος γίγαντας της ρωσικής λογοτεχνίας ο Λέων Τολστόϊ, πρωτίστως επισημαίνοντας την “αγνότητα”, στην πραγματικότητα πολιτισμική καθυστέρηση, του
ρωσικού λαού και την ικανότητά του να βρει την σωτηρία στην χριστιανική πίστη. Στην εποχή του τσάρου Νικολάου Ι. έχουν λάβει έντονες διενέξεις μεταξύ των «Δυτικών» και των «Σλαβόφιλων» χώραν, οι οποίοι κατηγορούσαν τους θαυμαστές του δυτικού τρόπου ζωής ως προδότες της «ρωσικής ψυχής», ώς θαυμαστές ενός μηχανιστικού δυτικού πολιτισμού και ως υπερόπτες.

Από την πλειάδα των «Σλαβόφιλων» αναφέρω Πέτρο Κιρεγιέφσκι, ο οποίος στο έργο του « Περί της αναγκαιότητας και της δυνατότητας
νέων αρχών στην Φιλοσοφία» έχει διατυπώσει την άποψη, ότι μεταξύ του πνεύμαστος της Δύσης και του ρωσικού πνεύματος υφίσταται μεγάλη διαφορά : Το πνεύμα της Δύσης έχει σάπιες ρίζες, όπως τον Αριστοτέλη, τον ρασιοναλισμό του Σχολαστικισμού, την ρωμαϊκή αντίληψη περί του απόλυτου δικαίου της ιδιοκτησίας, η οποία έχει οδηγήσει τελικά στον ατομικισμό. Μέσω του δυτικου πνεύματος δεν μπορεί ο άνθρωπος να εννοήσει τον κόσμο στην ολότητά του, ενώ το ρωσικό πνεύμα βασιζόμενο στην χριστιανική πίστη, δύναται να εκλάβει τηνουσία των πραγμάτων στην ολότητά των.

Ο Ιβάν Κιρεγιέφσκι κατηγορεί την Δύση πρωτίστως λόγω του υπερβολικού ορθολογισμού. Συγκρίνει το ανθρώπινο πνεύμα με ένα πανεπιστήμιο με πολλές σχολές. Ο ορθολογισμός είναι σύμφωνα με την γνώμη του μόνο μία σχολή, αλλά υπάρχουν και άλλες «σχολές» , όπως π.χ. το συναίσθημα, η ανάμνηση, η αντίληψη και η γλώσσα. Σε σύγκριση με το ρωσικό σκεπτικό διαθέτει η Δύση μόνο μία «σχολή», τον ορθολογισμό και επομένως είναι κατώτερη.

Ενας άλλος Ρώσος, ο Κωνσταντίν Λεόντγιεφ έχει στο βιβλίο του «Ρωσία και Ευρώπη» ήδη το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. εκφέρει την γνώμη, ότι η Δύση βρίσκεται λόγω της φιλελεύθερης ισότητας στο τελευταίο στάδιο της κατάπτωσής της , ενώ η Ρωσία ανθίζει μέσω της ζωντανότητάς της και την ισχυρή βούληση του τσάρου. Εχει επισημάνει, ότι στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας εστιάζεται ο χαρακτήρας που σημαίνει, ότι η Ρωσία θα είναι ο νικητής μέσω της ισχυρότερης βούλησης. Λίαν ενδιαφέρον είναι το συμπέρασμά του : Γι αυτό δεν είναι ανάγκη να υλοποιήσει η Ρωσία μεταρρυθμίσεις !

Γενικά έχει κάνει η «υπεροπτική» Δύση λόγω του
ορθολογισμού της μία μεγάλη αμαρτία και Υβριν. Ο Δυτικισμός (εχθροί της Δύσης) των ανατολικών πολιτισμών εκφράζει οργή λόγω της επίδειξης ανωτερότητας και της αλαζονικής συμπεριφοράς της Δύσης. Η εξάπλωση της επιστημονικής πίστης αποτελεί στον δυτικό πολιτισμό το μοναδικό δρόμο για την απόκτηση της γνώσης. Αυτό το επικίνδυνο φαινόμενο αξιολογείται από τους εκπροσώπους του Δυτικισμού ως ιμπεριαλισμός του πνεύμαστος, ο οποίος είναι χειρότερος από τον στρατιωτικό ιμπεριαλισμό.

Η πραγματιστική Κίνα δεν είχε τέτοια ιδεολογικά προβλήματα. Στις αρχές του 20ου αι. ήταν το μεγαλύτερο μέρος των διανοουμένων θαυμαστές του δυτικού ορθολογισμού, της δυτικής επιστήμης και της Δημοκρατίας, ενώ πολλοί λίγοι απέκρουσαν την Δύση μόνον μέσω ενός επιχειρήματος και δη του »κινεζικού πνεύματος”.

Επίσης και ο εθνικοσοσιαλισμός έχει καταπολεμήσει το φιλελεύθερο πνεύμα του δυτικού πολιτισμού και πρωτίστως την δημοκρατία, τον ατομοκεντρισμό, τις ατομικές ελευθερίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον διαχωρισμό των εξουσιών και το κράτος του δικαίου, γιατί ο Führer παρίστανε τον Θεό.Η θέλησή του ήταν νόμος και δεν υπήρχαν τα άτομα , αλλά η αγέλη.

Ο Δυτικισμός έχει εξαπολυθεί όχι μόνον εκ μέρους της «ρωσικής ψυχής», της «γερμανικής ράτσας», του ιαπωνικού κρατικού Σιντοϊσμού, αλλά και εκ μέρους του καθυστερημένου Ισλάμ , ο οποίος όμως έχει επηρεασθεί σημαντικά από συντηρητικές
ευρωπαϊκές ιδέες και αντιλήψεις.

Ο ισλαμικός Δυτικισμός αξιολογεί τον
δυτικό πολιτισμό ως «ειδωλολατρική βαρβαρότητα», γιατί λατρεύει το χρήμα και την απληστία. Επειδή όμως η ειδωλολατρεία θεωρείται ως μεγίστη αμαρτία (jahiliyya), πρέπει οι Μουσουλμάνοι να την
καταπολεμήσουν με όλα τα μέσα και να την τιμωρήσουν. Από ιστορική άποψη προέρχεται μία τέτοια τοποθέτηση έναντι της ειδωλολατρείας γενικά από τον Ιουδαϊσμό.

Ο θρησκευτικός Δυτικισμός του Ισλάμ, μερικών ινδουιστών και του ιαπωνικού Σιντοϊσμού προ του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου κατηγορεί την Δύση, ότι θεωρεί την Υλη ως Θεό και τον Υλισμό ως την θρησκεία της. Τοιουτοτρόπως αντιμετωπίζεται ο αγώνας μεταξύ των ειδωλολατρών προσκυνητών της ύλης και των αληθινών προσκυνητών του θεϊκού πνεύματος με μανιχαϊστικό τρόπο.

Ο Said Qutb, ηγετικό μέλος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας υπερασπίσθηκε το1948 την «καθαρή» ισλαμική κοινωνία και απέρριψε τον δυτικό τρόπο ζωής ως «υλιστική ειδωλολατρεία». Κατά την γνώμη του η Δύση είναι ένας τεράστιος οίκος ανοχής, γεμάτος με κτηνώδη λαγνεία, απληστεία και εγωισμό. Στην Δύση έχει αναβιβασθεί η ανθρώπινη νοημοσύνη σε θεότητα, ο μουσουλμάνος εκφράζει την πεποίθηση, ότι όλα αυτά θα περατωθούν στο μέλλον, όταν θα κυριαρχήσει ο αληθινός θεός μέσω των νόμων του.

5. Συμπεράσματα

1.Ο Πολιτισμός της Δύσης δεν είναι μονόπλευρα «μηχανιστικός» (ή «τεχνολογικός») , όπως ισχυρίζονται οι πολυποίκιλοι εχθροί του, αλλά έχει πολλές εκφάνσεις και πολλούς πυλώνες : ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ , Δημοκρατία /Παρλαμεντασριμός, Ατομο (Ατομοκεντρισμός), Πολίτης, βασικές ατομικές ελευθερίες, βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, διαχωρισμός των εξουσιών, κράτος του δικαίου, υψηλό βιοτικό επίπεδο, υπερεξελιγμένη παιδεία (σχολεία, πανεπιστήμια, κέντρα ερευνών ) δημιουργικότητα,υψηλές τεχνολογίες, επιστημονικές επιτεύξεις ανωτάτου επιπέδου, πλουσιότατη λογοτεχνία, καλές τέχνες, αρχιτεκτονική, απαράμιλλη μουσική κλπ.

2. Οι εχθροί του Πολιτισμού της Δύσης την αντιμάχονται με «επιχειρήματα» στην ουσία κοινά : μονόπλευρα ορθολογιστική, παραμελεί την πίστη και τον άνθρωπο,αθεϊστική, υλιστική, χρησιμοθηρική, κρύα, απάνθρωπη, ρίζα όλων των κακών, «μηχανιστική «-τεχνολογική», οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε μηχανές, οι επιστημονικές γνώσεις της Δύσης είναι κατώτερες από την «γνώση της καρδιάς», ειδωλολατρική, τιμωρητέα κλπ.

3.Τα «επιχειρήματα» των εχθρών του Πολιτισμού της Δύσης είναι πρωτίστως θρησκευτικά, θεολογικά, υπερεθνικιστικά, εν μέρει ρατσιστικά και γενικά παραλογιστικά και εκφράζουν στο βάθος τους συμπλέγματα πολιτισμικής και επιστημονικής κατωτερότητας καθώς και πρωτόγονα αισθήματα φθόνου και φόβου.

4. Ειδικά όλες οι απόψεις των Ρώσων αντιδυτικών σημειώνονται και στην Ελλάδα σε ορθόδοξους κληρικούς και θεολόγους καθώς και σε υπερεθνικιστές (Ελληναράδες).

Πηγές

-Fritz Stern, Kulturpessimismus als Gefahr, Eine Analyse nationaler Ideologie in Deutschland, Bern et alt., 1963
-Ahmed Rashid, Taliban, Afganistans Gotteskrieger und der Dschihad, München 2004, S. 350,353
-Gordon A. Craig, Über die Deutschen, München 1982, S. 286
-Isaiah Berlin , Das krumme Holz der Humanität, Kapitel der Ideengeschichte, Frankfurt/M,, 1992, S. 306ff.
-Th. G. Masaryk, Zur russischen Geschichts- und Religionsphilosophie,
Soziologishe Skizzen, Jena 1913, Band 2, S. 812
-F. Dostojewski, Aufzeichnungen aus dem Kellerloch, Stuttgart, 1984, S. 52.
-D. Benjamin / S. Simon, The Age of Sacred Terror, New York, 2002, S. 1, 68, 207
-G. Kepel, Der Prophet und der Pharao, Das Beispiel Ägypten : Die
Entwicklung des muslimischen Extremismus, München /Zürich, 1995, S. 47
-Ian Buruma / Avishai Margalit, Okzidentalismus, Der Westen in den Augen seiner Feinde ( Orig. : Occidentalism. The West in the Eyes of ist Enemies, New York,, 2004), München / Wien, 2005, S.20ff., 55 ff., 79 ff., 103 ff.

Καθημερινή (10.11.16)

—————————————————————————-
Πυλώνες του Δυτικού Κύκλου Πολιτισμού (Δύση)

Σύμφωνα με την συχνά αναφερθείσα μεθοδική αρχή consensus doctorum et professorum (ομοφωνία των διδακτόρων και καθηγητών)
, διατυπωθείσα στα έγκριτα επιστημονικά λεξικά και στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ανήκουν στους πυλώνες του Δυτικού Κύκλου Πολιτισμού (Δύσης) πρωτίστως τα εξής στοιχεία :
α) Ο γνωστότατος αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ( Ιωνία, Αθήνα, Κάτω Ιταλία,Σικελία, Αλεξάνδρεια ) ,
β) Ο ρωμαϊκός πολιτισμός (πρωτίστως το Jus Romanum (Ρωμαϊκό Δίκαιο),
γ) Η Παλαιά Διαθήκη ( στην ουσία η μυθολογία των Εβραίων και μία από τις δύο βάσεις του Χριστιανισμού),
δ) Η Νέα Διαθήκη (η πρυτανεύουσα βάση του Χριστιανισμού) και
ε) Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός ( Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία (στην Φιλοσοφία) και ΗΠΑ). Αυτός έχει μέσω της απελευθέρωσης του ανθρώπου από το σκοτάδι του Μεσαίωνα και επί τη βάσει του Jus rationis (Δίκαιον του Ορθού Λόγου =ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ) αλλάξει την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας και έχει δημιουργήσει τις σταθερές βάσεις για την γενική ανωτερότητα του Δυτικού Κύκλου Πολιτισμού πρώτα από όλα στις επιστήμες και ειδικά στις υψηλές τεχνολογίες.

Δημοσιευθέν συχνά στον ηλεκτρονικό τύπο , τελευταία στην Καθημερινή (9.7.17).