Γλώσσα και Παρελθοντολογία, Ελληνικά, Κινεζικά, Σανσκριτική, Εβραϊκά, Αραμαϊκά, Λατινικά, Στάδια, Προφορά Διφθόγγων, Γλώσσα και Λογοτεχνία, Σημαντικότατες Γλώσσες Σήμερα , Γιουγκοσλαβικές Γλώσσες, Ελληνική Γλώσσα

Γλώσσα Φιλοσοφικά, Ελληνικά, Κινεζικά, Σανσκριτική, Εβραϊκά, Αραμαϊκά, Λατινικά, Στάδια, Προφορά Διφθόγγων, Γλώσσα και Λογοτεχνία, Σημαντικότατες Γλώσσες Σήμερα

Γλώσσα μερικές φιλοσοφικές πτυχές, επιγραμματικά

1. Η γλώσσα είναι προϊόν της σταδιακής εξέλιξης του ανθρωπίνου γένους και των υπαρξιακών αναγκαιοτήτων οι οποίες απορρέουν από τις συνθήκες ζωής.

2. Η γλώσσα αποτελεί στην ουσία ένα σύστημα λεκτικών συμβόλων, το οποίο στα πλαίσια της διαδικασίας της διαμόρφωσης της σκέψης εξυπηρετεί την γνώση περί της αντικειμενικής πραγματικότητας και κάνει εφικτή την ανταλλαγή σκέψεων, συναισθηματικών βιωμάτων καθώς και την αποθήκευση των διατυπωθέντων γνώσεων.

3. Η ηχητική γλώσσα έχει διαμορφωθεί ταυτόχρονα με την ικανότητα σκέψης στα πλαίσια της ποώθησης της κοινωνικής εργασίας σε όλα τα επίπεδα των διαφορετικών εποχών της εξέλιξης και προόδου της ανθρωπότητας. Μεταξύ της γλώσσας και της σκέψης υφίσταται μία διαλεκτική αλληλουχία. Ετσι αποτελούν και τα δύο φαινόμενα μία διαλεκτική οντότητα.

4. Οι χρησιμοποιηθείσες λέξεις αποτελούν τον τρόπο έκφρασης των εννοιών μέσω των οποίων εργάζεται η ανθρώπινη σκέψη . Ετσι οι έννοιες είναι  το περιεχόμενο και η σημασία των λέξεων.

5. Ενώ η «φυσική γλώσσα» που σημαίνει η γλώσσα της απλής συνεννόησης είναι προϊόν του λαού,  η γλώσσα της λογοτεχνίας και ιδιαιτέρως της επιστήμης αποτελεί ένα αποτέλεσμα της σκέψης και γενικά της ικανότητας ατόμων να δημιουργούν τελείως νέες λέξεις και έννοιες («γλωσσοπλάστες).

Χρησιμοποιηθείσες πηγές

-Enzyklopopädie Philosophie und Wissenschaftstheorie, Edition von Jürgen Mittelstraß, Band 4, Stuttgart, Weimar, 2004, S.47-68.
-Philosophisches Wörterbuch, Edition von Georg Klaus und Manfred Buhr, Band 2, Leipzig 1969, S. 1033-1034.
-Frederick Bodmer, Die Sprachen der Welt, Geschichte, Grammatik, Wortschatz in vergleichender Darstellung (Original : The Loom of Lnguage ), Köln, 1997, S. 1-32.
-Harald Haarmann, Lexikon der untergegangenen Sprachen, München, 2004. Καθημερινή  (23.11.14).

————————————————————

Διατί η γλωσσολογική παρελθοντολογία ;

Μου είναι γνωστό, ότι ουδείς Κινέζος έχει εκφράσει την επιθυμία να
επαναχρησιμοποιηθούν τα Κινέζικα της Shang Δυναστείας (16ος–11ος αι. π.Χ.) ή της Zhou-Δυναστείας (11ος αι π.Χ.–3ος αι. μ.Χ.) ή του Μεσαίωνα. Επίσης ουδείς Εβραίος έχει διατυπώσει την άποψη να ομιλούνται τα Αρχαία Εβραϊκά (γλώσσα των ιερών βιβλίων των Εβραίων, «Βιβλικά Εβραϊκά») ή τα “Μεσαία” Εβραϊκά.

Μόνο λόγω της εθνικής ταυτότητας τα Αγγλικά άρχισαν να αντικαθίστανται με τα Νεοκελτικά. Γενικά τα Κελτικά ομιλούνται από την αρχαιότητα έως σήμερα φυσικά παραλλαγμένα ως Irish, Schottish, Gälish και Goidelish, Ουαλικά (πολύ διαδεδομένα, διδάσκονται υποχρεωτικά ως ΕΘΝΙΚΗ γλώσσα στα σχολεία), Βρετονικά (Γαλλία) γνωστές ως νεοκελτικές γλώσσες , οι οποίες επίσης βιώνουν μίαν ισχυρότατη Αναγέννηση στην Ουαλία, στην Σκωτία, στην Ιρλανδία και στην Μπρετάνιε (Γαλλία).

Δε έχω κατανόηση για προτάσεις που συχνά γίνονται να επανέλθουμε στα Αρχαία Ελληνικά ή στην Καθαρεύουσα σαν να μην έχει η
Ελλάδα άλλα προβλήματα. Μάλλον πρόκειται για γλωσσολογικό αυτοβαυκαλισμό.

Πηγές

-Bernhard Karlgren: Schrift und Sprache der Chinesen, Berlin 2001.
-Chaim Rabin, Die Entwicklung der hebräischen Sprache, Wiesbaden 1988.
-Angel Sáenz-Badillos, A History of the Hebrew Languag, Cambridge
1996.
-S. Zimmer: Die keltischen Sprachen; in: Stefan Zimmer (Hrsg.): Die
Kelten, Mythos und Wirklichkeit, Stuttgart 2009.
-H.Pedersen: Vergleichende Grammatik der keltischen Sprachen,
Göttingen 1909. Καθημερινή ( 3.9.17)

——————————————————————

Αρχαιότατες γλώσσες (εκτός από τα Ελληνικά) σε συνέχεια (ομιλούνται ακόμη)

Η κινεζική γλώσσα ανήκει στις πιο αρχαίες : Σε γραπτή μορφή εδώ και 3.200 χρόνια ( S. 29. 97)

Η Σανσκριτική ομιλείτο ήδη το 1500  π.Χ., και η γραμματική της έχει γραφεί από τον γραμματικό Πανίνι ήδη τον 5ο αι. π.χ. (S.369).

Η εβραϊκή γλώσσα ομιλείτο τουλάχιστον πάνω από 3500 χρόνια, αλλά έχει γραφει τον 8ο αι π.χ. Το ιερατείο την κατείχε και αργότερα χωρίς διακοπή( S..184).

Η Αραμαϊκή γλώσσα ομιλείτο ήδη προ 4 χιλιάδων ετών και υπήρχε γραμμένη προ 3 χιλιάδων ετών (S.44). Μονον ιερείς την κατέχουν.

Πηγή :H.Freydank, W. F. Reinecke, M. Schetelich, T. Thilo, Der Alte Orient in Stichworten, Leipzig, 1978.

————————————————————-

Αρχαιότατες γλώσσες  που ακόμη  φυσικά μεταλλαγμένες  ακόμη ομιλούνται ή  η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας είναι αναμφισβήτητη, Μία νηφάλια θεώρηση χωρίς  υπερεθνικιστικές και υπεραριστερές παρωπίδες

Η Συγκριτική μέθοδος ανήκει στους καθοριστικούς κανόνες  της Γενικής Μεθοδολογίας των βασικών επιστημονικών ερευνών.  Μέσω της σύγκρισης ενός φαινομένου με άλλα παρόμοια φαινόμενα διευκολύνεται η διείσδυση στην ουσία του. Ενας άλλος μεθοδολογικός κανόνας είναι η Οικουμενικότητα, η οποία σημαίνει μίαν διεθνοποιημένη θεώρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας με επιδίωξη την εξεύρεση της αλήθειας. Παρεμπιπτόντως αναφέρω και τον σημαντικότατο κανώνα της Συστηματικότητας.

Επί τη βάσει αυτών των μεθοδολογικών κανώνων θα προσπαθήσω να αποδείξω , ότι υφίσταται μία συνέχεια της εληνικής γλώσσας εδώ και 3400 έτη. Στηρίζομαι αυτονοήτως σε διεθνή βιβλιογραφία.

Ελληνική γλώσσα

Η ελληνική γλώσσα σημειώνεται σε γραπτή μορφή εδώ και 3400 έτη. Εχει να αναδείξει σε σύγκριση με άλλες γλώσσες μία μοναδική ιδιότητα (έκφραση ευρωπαίων γλωσσολόγων) :  μικρές αλλαγές. Οι ειδικοί γλωσσολόγοι μιλούν για ΣΤΑΔΙΑ η για Περιόδους της ελληνικής γλώσσας :

α) Μυκηναϊκά Ελληνικά ( 1400-1200 π.Χ.).  Η Γραμματική έχει εμπεδωθεί τον 3ο αι π.Χ. στην Αλεξάνδρεια.

β) Αρχαία Ελληνικά ( γενικά  800 π.Χ.-550 μ.Χ.). Σε αυτά ανήκουν τα «Αιολικά, τα Ιωνικά, τα Αττικά και τα Δωρικά. Τα αρχαία Ελληνικά αναδεικνύουν τρεις περιόδους : 1. Προκλασικά (800-450 π.Χ.). 2. Κλασικά (450-300 π.Χ.). 3. Ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. -565 μ. Χ.).

γ) Μεσαιωνικά Ελληνικά (565-1453). Σε αυτήν την εποχή έγραφαν μερικοί  πολύ μορφωμένοι (Φιλόσοφοι και Θεολόγοι ) στα κλασσικά Ελληνικά.

δ) Νεοελληνικά (από το 1453 έως σήμερα). Τα Νεοελληνικά βρίσκονται σε στάδιο εξέλιξης και διαμόρφωσης. Σκοπίμως δεν αναφέρω την τεχνητή «Γλώσσα» Καθαρεύουσα.

Πηγές

-”Francisco Rodríguez Adrados” F. R. Adrados, Geschichte der griechischen Sprache. Von den Anfängen bis heute, ISBN 3-8252-2317-5 , Tübingen/Basel 2002.
-Νεοελληνική Γραμματική, ΙδρυμαΤριανταφυλλίδη, ISBN 960-231-027-8, Θεσσαλονίκη 1991.
-Leonard Robert Palmer, The Greek language, ISBN 0-391-01203-7, London 1996.

————————————————————————–

Κινεζική γλώσσα

Η κινεζική γλώσσα είναι η  πιο αρχαία : σε γραπτή μορφή εδώ και 3.600.

Στάδια
α)  Shang Δυναστεία (16ος–11 αι. π.Χ.).
β) Zhou-Δυναστεία (11ος αι π.Χ.–3ος αι. μ.Χ.). Σε γενικές γραμμές  ονομάζεται αυτή Αρχαία κινεζική γλώσσα, η οποία έχει εξελιχθεί στα Κλασικά Κινεζικά που έχουν μείνει σε γραπτή μορφή έως σήμερα.
γ) Τον 2οαι. π.Χ. άρχισαν τα ομιλούμενα ως γλώσα  του λαού  να απομακρύνονται από την Κλασική γλώσσα.
δ) Από τον  15ο αι. μ.Χ. γίνεται λόγος για μία  Σύγχρονη κινεζική γλώσσα.

Πηγή : Bernhard Karlgren, Schrift und Sprache der Chinesen, ISBN 3-540-42138-6, Berlin 2001.

—————————————————-

Σανσκριτική γλώσσα

Το πιο αρχαίο κείμενο στην Σανσκριτική γλώσσα είναι  η Veda (γνώσις) από το 1200 π.Χ., κατόπιν έπονται οι  Upanishad (Ιδέ  Upanischaden, Die alte Weisheit Indiens, ISBN 3-86533-024-x, München 2005) και η  Bhagavadgita (Ιδέ Die Bhagavadgita, ISBN 10:3-86539-099-4, Wiesbaden 2006). Συνιστώ στους Ελληναράδες να ρίξουν μια ματιά σε αυτά τα εκπληκτικά βιβλία.  Ισως  καταλάβουν, πόσο γελοία είναι η υπερεθνικιστική ομφαλοσκόπησή τους.

Σήμερα ομιλείται η Σανσκριτική από περίπου 200 χιλιάδες άτομα, μεταξύ αυτών   πολλοί ινδουιστές ιερείς (Βραχμάνοι).  Και ο Βουδισμός έχει γραφεί στην Σανσκριτική. Η γραμματική της Σανσκριτικής έχει γραφεί από τον φιλόλογο Πανίνι ήδη τον 5ο αι. π.Χ. Πρόκειται για την πρώτη γραμματική στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας έχει συνταχθεί  στην Αλεξάνδρεια περίπου 250 έτη αργότερα. Μεταξύ της Σανσκριτικής  και της αρχαίας Ιρανικής γλώσσας είναι η διαφορά τόσο μικρή, που οι δυτικοί ειδικοί γλωσσολόγοι έχουν εκδώσει  κοινή  γραμματική. Διάβασα μια τέτια γραμματική και βρήκα πάμπολλες ινδοευρωπαϊκές λέξεις συγγενείς με τα αρχαιότατα Ελληνικά.

Πηγές

-K. Μylius,  Sanskrit − Deutsch, Deutsch − Sanskrit, ISBN 3-447-05143-4 ,Wiesbaden 2005. Αυτός ήταν πανεπιστημιακός στο πανεπιστήμιό μας στηΛειψία (Εδρα: Ινδολογία , Σανσκριτική Γλώσσα). Με  βοήθησε πολύ να ασχοληθώ με την φιλοσοφία και  την λογοτεχνία της αρχαίας Ινδίας,  λίγο και με την Σανσκριτική.
-Κ. Μylius, Geschichte der Literatur im alten Indien, Leipzig 1983.
-Carl Capeller, Sanskrit-Wörterbuch, Straßburg 1887, Berlin 1966.

————————————————————

Εβραϊκή γλώσσα

Η εβραϊκή γλώσσα ομιλείται τουλάχιστον πάνω από 3500 χρόνια, αλλά έχει γραφεί τον 1000 π.Χ. Το ιερατείο την κατείχε και αργότερα χωρίς διακοπή. Πρόκειται για μία Βορειοδυτική σημιτική γλώσσα.

Στάδια

α) Αρχαία Εβραϊκά (γλώσσα των ιερών βιβλίων των Εβραίων, «Βιβλικά Εβραϊκά»). β) Μεσαία Εβραϊκά. γ) Νέα Εβραϊκά. δ) Σύγχρονα Εβραϊκά (Ιβρίτ).

Πηγές :-Chaim Rabin, Die Entwicklung der hebräischen Sprache, Wiesbaden 1988.
-Angel Sáenz-Badillos, A History of the Hebrew Languag, Cambridge 1996.

————————————————————

Η Αραμαϊκή γλώσσα

(την μιλούσε ο Ιησούς Χριστός) ομιλείτο ήδη προ 4 χιλιάδων ετών και υπήρχε γραμμένη προ 3 χιλιάδων ετών.  Μόνον ιερείς της χριστιανικής Εκκλησίας πρωτίστως στην Συρία την χρησιμοποιούν στην λειτουργία.

———————————————————-
Νεολατινικές (ρωμανικές) Γλώσσες
Η λατινική γλώσσα του Μεσαίωνα είναι  η μητέρα  όχι μόνον των γνωστότατων  νεολατινικών γλωσσών ( Ιταλικά, Ισπανικά, Πορτογαλλικά, Γαλλικά, Ρουμανικά, αλλά εν τω μεταξύ και άλλων όχι τόσο σημαντικών γλωσσών μεν, αλλά και αυτές βιώνουν μίαν Αναγεννηση (Καταλανικά, Γαλλικικά (Ισπανία), Σαρδικά, Φουρλανικά (Ιταλία) , Αστουρικά, Λαντινικά (Ελβετία), Αραγκονεζικά (Ισπανία), Πραετορωμανικά (Ελβετία).
Πηγές
-T. Janson, Latein,  Die Erfolgsgeschichte einer Sprache,ISBN 3-87548-400-2, Hamburg 2006.
-J.Jürgen Leonhardt”Latein, Geschichte einer Weltsprach,ISBN 978-3-406-56898-5, München 2009.
-Georg Bossong, Die romanischen Sprachen. Eine vergleichende Einführung, ISBN 978-38754-8518-9 (+ 1 CD), Hamburg 2008.
-Harri Meier, Die Entstehung der romanischen Sprachen und Nationen (Das Abendland; Bd. 4). Pro Quest, Ann Arbor, Mich. 1984.
-Günter Holtus, Michael Metzeltin, Christian Schmitt (Romanist) (Seite nicht vorhanden), Ch. Schmitt(Hrsg.),Lexikon der Romanistischen Linguistik,12 Bände. Niemeyer, ISBN 3-484-50250-9,Tübingen 1988–2005.

Νεοκελτικές γλώσσες
Τα Κελτικά  ομιλούνται από την αρχαιότητα έως σήμερα φυσικά παραλλαγμένα ως Irish, Schottish, Gälish και  Goidelish, Ουαλικά (πολύ διαδεδομένα, διδάσκονται υποχρεωτικά ως ΕΘΝΙΚΗ γλώσσα στα σχολεία), Βρετονικά (Γαλλία) γνωστές ως νεοκελτικές γλώσσες  , οι οποίες επίσης βιώνουν μίαν ισχυρότατη Αναγέννηση στην Ουαλία, στην Σκωτία, στην Ιρλανδία και στην Μπρετάνιε (Γαλλία).
Πηγές : -S. Zimmer: Die keltischen Sprachen, in: Stefan Zimmer (Hrsg.): Die Kelten, Mythos und Wirklichkeit, ISBN 978-3-8062-2229-6, Stuttgart 2009.
-H. Pedersen, Vergleichende Grammatik der keltischen Sprachen,  Göttingen 1909.

———————————————————-

Γενικές γλωσσολογικές πηγές

-H.Freydank, W. F. Reinecke, M. Schetelich, T. Thilo, Der Alte Orient in Stichworten, Leipzig, 1978.
-Η. Haarmann, Weltgeschichte der Sprachen, ISBN 978-3-406-60802-5, München, 2006.
-H. Haarmann, Lexikon der untergegangenen Sprachen,ISBN 3-406-47596-5, München 2002. Εδώ αναφέρονται λεπτομερειακά όλες οι εξαφανισθείσες αρχαίες γλώσσες από όλες τιςς ηπείρους και τους πολιτισμούς. Στην Ευρώπη δεν είναι οι ειδικοί επιστήμονες εθνοκεντριστές και αυτοπεριχαρακωμένοι., όπως δυστυχώς οι περισσότεροι  επιστήμονες στην Ελλάδα.
- Die Sprachen der Welt ( Org. F. Bodmer, The Loom of Language ) , ISBN 3-88059-880-0, Köln, 1997. Πρόκειται για ένa Standard-Βιβλίο της διεθνούς γλωσσολογίας (Linguistic).

Συμπεράσματα :

1. Διεθνώς σημειώνονται αρχαιότατες γλώσσες που ομιλούνται ακόμη φυσικά πολύ ή κάπως παραλλαγμένες (ΣΤΑΔΙΑ της ίδιας γλώσσας). Αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί σε άλλους λαούς, τουναντίον θεωρείται ως κάτι το αυτονόητο.
2. Ο,τι (χιλιετής ιστορία και συνέχεια)   ισχύει ως κάτι το αυτονόητο για άλλες γλώσσες, ισχύει αναμφιβόλως και για την ελληνική γλώσσα, η οποία (εν μέρει και η λατινική γλώσσα) είναι διεθνώς λόγω της επιστημονικής υπεροχής του Δυτικού Κύκλου Πολιτισμού έναντι των άλλων πολιτισμών  πέραν τούτου η  αστείρευτη γλωσσική πηγή  για την πρόσδωση εννοιών στις επιτεύξεις  ανεξαιρέτως όλων των νέων και ανώτερων  επιστημών.
3.Το παράξενο έγκειται, στο ό,τι οι Νεοέλληνες λόγω έλλειψης δημιουργικότητας δεν είναι σε θέση να διατυπώσουν νέες έννοιες διεθνούς βεληνεκούς  και έτσι παραλαμβάνουν  τις πολυάριθμες ελληνογενείς έννοιες αποκλειστικά από την Δύση.

Εν κατακλείδι : Οι Νεοέλληνες αυτοβαυκαλίζονται γλωσσολογικά,  φιλολογικά και θεολογικά,  ενώ οι καθ ευτού Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί επί τη βάσει της ελληνικής γλώσσας δημιουργούν αενάως νέους επιστημονικούς όρους.

Καθημερινή (12.2.17)

—————————————————-

Αρχαιότατες Γλώσσες

Η γλωσσολογία κάνει διαχωρισμό μεταξύ των “εξαφανισθεισών ” και των “νεκρών” γλωσσών.

Τα αρχαία Ελληνικά ως στάδιο της ελληνικής γλώσσας ανήκουν μεν στις “νεκρές” γλώσσες υπό την έννοια ότι δεν ομιλούνται πλέον, αλλά χρησιμοποιούνται ακόμη ως αστείρευτη πηγή για την επιστημονική εμπέδωση νέων εννοιών.

Και τα τα Λατινικά ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία των γλωσσών , αλλά αποτελούν την επίσημη γλώσσα του Βατικανού και παίζουν για την επιστημονική ορολογία παρόμοιο ρόλο όπως τα αρχαία Ελληνικά.

Ιδέ λεπτομερειακά : Harald Haarmann, Lexikon der untergegangene Sprachen, Verlag C.H. Beck (πρόκειται για επιστημονικό εκδοτικό οίκο), ISBN 3-406-47596-5, München 2002, 232 σελίδες ( αναφερονται πάνω από 80 “εξαφανισθείσες” γλώσες από όλον τον κόσμο). Καθημερινή (12.2.17)

—————————————————

Ελληνική Γλώσσα

1. Είναι ζήτημα αιώνων. Οπως μεταξύ της σημερινής εποχής και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σημειώνονται τουλάχιστον 2500 έτη, διαπιστώνουμε μεταξύ του τελευταίου και των πρώτων υψηλών πολιτισμών (Σουμερία, Αίγυπτος) επίσης περίπου 2500 έτη.
2. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έχει επαναγεννηθεί τον 15ο αι. και ύστερα από λίγους αιώνες έχουν οι κύριες επιτεύξεις του πραγματοποιηθεί στην Δύση (Διαφωτισμός).
Εγείρεται το ερώτημα, γιατί δεν έχει λάβει χώραν στην χιλιετή ιστορία της θεοκρατικής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κάτι τέτοιο.
3. Η Δύση στηρίχθηκε όχι μόνο στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, αλλά και στον ρωμαϊκό πολιτισμό ( δίκαιο, γλώσσα).
Υστερα από τον Διαφωτισμό άρχισε η Δύση να ξεπερνά στον πολιτισμό και κυρίως στις επιστήμες τους αλλους κύκλους πολιτισμού (Ισλάμ, Κονφουκιανισμός, ινδουισμούς ), των οποίων τις χώρες έχει μεταβάλλει σε αποικίες ή σε ημιαποικίες, αλλά έχει μεταφέρει και ευρωπαϊκό πολιτισμό καθώς και ευρωπαϊκές γλώσσες.
4. Σε όλες τις εθνικές γλώσσες του Δυτικού Κύκλου Πολιτισμού αποτελούν οι αρχαίες ελληνικές και οι λατινικές λέξεις περίπου 35% όλου του γλωσσικού πλούτου. Αυτονοήτως είναι στις νεολατινικές (ρωμανικές γλώσσες) το ποσοστό των λατινικών λέξεων μέγιστο.
Στην Δύση έχουν επικρατήσει οι όροι στα αρχαία ελληνικά στις περισσότερες επιστήμες (πρωτίστως στην Φιλοσοφία, στην Θεωρία και στην Μεθοδολογία ) καθώς και σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες, ενώ οι όροι της Λατινικής έχουν επικρατήσει στις νομικές επιστήμες. Στην Ιατρική, στην Γλωσσολογία και στην Βοτανολογία (εδώ είναι οι ονομασίες σύνθετες ελληνολατινικές) σημειώνονται επιστημονικοί όροι στα αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά.
5. Οι επιστήμονες της εξελιγμένης Δύσης διατυπώνουν για επιστημονικούς λόγους νέες έννοιες επί τη βάσει της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και της Λατινικής γλώσσας (πχ. skepticism, gnoseology, postmodern κτλ.).
Και εδώ εγείρεται το ερώτημα, διατί δεν πράττουν οι Ελληνες επιστήμονες κάτι τέτοιο, αλλά εκ των υστέρων μεταφράζουν τις ελληνογενείς έννοιες στα νέα Ελληνικά ;
Συμπέρασμα : Οι Ευρωπαίοι επιστήμονες είναι αναμφιβόλως οι κληρονόμοι της αρχαίας ελληνικής επιστήμης.

6. Αλλα και οι άλοι προαναφερθέντες Κύκλοι Πολιτισμού έχουν τους δικούς τους επιστημονικούς όρους στην εκάστοτε επίσημη γλώσσα τους.

7. Σε συνδυασμό με τις υψηλές τεχνολογίες , οι οποίες είναι πρωτίστως επιτεύξεις των ΗΠΑ , έχει επικρατήσει η Αγγλική γλώσσα.

8. Γιατί σημειώνονται στις ευρωπαϊκές γλώσσες πολυάριθμες ελληνικές λέξεις ;

Γιατί ο Δυτικός Κύκλος Πολιτισμού στηρίζεται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και όχι στον φοινικικό ή τον αιγυπτιακό ή τον σουμερικό ή τον ακκαδικό ή τον βαβυλωνικό, και πέραν τούτου οι ευρωπαϊκές γλώσσες ( εξαίρεση : Ουγκρικά, Εσθονικά, Φιννλανδικά και Βασκικά) ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, και εκτός τούτου όλες οι γραμματικές των ευρωπαϊκών γλωσσών (όχι οι εξαιρέσεις) έχουν ως βάση την αρχαία ελληνική γραμματική.

Καθημερινή (22.1.17)

———————————————————

Μεταξύ του 3ου και του 2ου αι. πΧ. εχει λάβει χώραν στην Αλεξάνδρεια στα πλαίσια της εμπέδωσης μίας Γραμματικής της ελληνικής γλώσσας η μεταλλαγή στην προφορά των φωνηέντων, π.χ. των διφθόγγων :από ε-ι σε ει, α-ι σε ε κλπ.
Το ίδιο έχει συμβεί τον 5ο αι. π.Χ. μέσω της πρώτης Γραμματικής στον κόσμο,έργο του γραμματικού Πανίνι και με τα φωνήεντα της συγγενούς γλώσσας ινδοευρωπαϊκής της Σανσκριτικής (στην ουσία αρχαιότατα ιρανικά). Με προβληματίζει και η νεοκελτική γλώσσα (Gällish, Ιρλανδία, Ουαλία)) με τα πολλά φωνήεντα και τους διφθόγγους.
Μέσω της Κοινής έχει απλοποιηθεί η γλώσσα και έχει εμπεδωθεί γενικά η προφορά των φωνηέντων ,κάτι που δεν έχει πλέον αλλάξει έως σήμερα.
Επομένως , έχετε μεν δίκαιο, μπορούμε να λάβουμε και υπ όψη την προφορά των ελληνικών λέξεων , ιδιαιτέρως των ονομάτων στα Λατινικά μεν, αλλά αυτό δεν ισχύει πάντα. Ερασιτεχνικά ασχολούμαι εδώ και 15 χρόνια με το φαινόμενο των φωνηέντων στις σπουδαιότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ξεκινώντας από τις αρχαιότερες.

Συμπεράσματα : α) Υπήρχε μία σχετικά εκτενής μεταβατική περίοδος.
β) Για τα Ελληνικά των ομηρικών έπων και των κλασσικών χρόνων ισχύει η ερασμιακή προφορά.
γ) Για τα κείμενα από την εμπέδωση της Κοινής και εδώθεν ισχύει η απλοποιημένη προφορά.
δ). Επομένως είναι η γενική συνήθεια των Ευρωπαίων, να προφέρουν τα κείμενα της τελευταίας εποχής (3.) ακόμη και σημερινά κείμενα ( λέξεις, τοπωνύμια ) ερασμιακά τελείως εσφαλμένη. Καθημερινή (9.6.15)

————————————————————–

Συστηματικά περί την προφορά των διφθόγγων της αρχαίας Ελληνικής ΓλώσσαςΤο θέμα με έχει απασχολήσει εδώ και πολλά χρόνια. Εχω συλλέξει σχετικά πολύ κατάλληλο υλικό από έγκριτα πανεπιστημιακά εγχειρίδια και λεξικά, από Standard-βιβλία καθώς και από μερικά ειδικά επιστημονικά περιοδικά , αλλά δεν είχα καιρό να το επεξεργασθώ κατάλληλα. Σχεδίασα ήδη προ πολλών ετών να το κάνω αντικείμενο πιο συστηματικής ενασχόλησης.

Ευκαιρίας δοθείσης μελέτησα τώρα το υλικό προσεκτικά και συγκριτικά.Ιδέ παρακάτω τις διαπιστώσεις

1. Πολλά φωνήεντα καθώς και διφθόγγους είχαν και
η Σανσκριτική και η αρχαία Κελτική γλώσσα (σήμερα όλες οι νεοκελτικές γλώσσες
στην Ιρλανδία, στην Ουαλία και στην Σκωτία).

Σε ό,τι αφορά την Σανσκριτική, έως τον 5ο αι.
π.Χ. έχουν προφερθεί οι δίφθογγοι ει και αι χωριστά κατόπιν επί τη βάση τως πρώτης γραμματικής του κόσμου επεξεργασθείσα από τον γραμματικό-φιλόλογο Πανίνι εί ως ι και αι ως ε.

Στα Κελτικά και Νεοκελτικά, τα οποία έχουν διφθόγους (ai ao ; ea ei èi eo eò eu ; ia io ìo iu ; oi òi ua ui ùi ) ακόμη και τριφθόγγους ( aoi eoi iai iui uai) προφέρονται τα φωνήεντα ως επί το πλείστον χωριστά.

2. Για τα ομηρικά και για όλα τα κλασσικά κείμενα έως τον 4ο και 3ο αι. π.Χ. έχουν προφερθεί τα φωνήεντα χωριστά ). Ιδέ μεταξύ άλλων και Α. Τζαρτζάνου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1958, σ. 11 : « Αρχήθεν όμως υπό των παλαιών εκάστη δίφθογγος επροφέρετο ούτως, ώστε διεκρίνοντο κατά την προφοράν οι δύο φθόγγοι, ήτοι τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελείται. ( πρβλ. Νυν : Νεραϊδα, ρό ϊδο)«. Εδώ  Ο Ερασμος έχει σε γενικές γραμμές δίκιο.

O Μιχ. Χ. Οικονόμου (Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, ISBN 960-231-048-0, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.9 ) γράφει πιο λεπτομερειακά : ” Οι παραπάνω συνδυασμοί φωνηέντων προφερόνταν από τους αρχαίους πραγματικά σαν δίφθογγοι (βλ.§5), δηλ. το αι σαν αϊ (όπως το νεοελληνικό χαϊδεύω), το ει σαν εϊ (όπως το νεοελληνικό λεϊμόνι), το οι σαν οϊ (όπως το νεοελληνικό ρόιδι). κτλ. Ετσι π.χ. λέξεις όπως σφαίρα, πείρα, μοίρα κτλ. προφέρονταν σφάιρα, πέιρα, μόιρα κτλ. Με τον καιρό όμως έπαψαν να προφέρονται σαν  δίφθογγοι και ήδη προφέρονται…”.

Αλλά  ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. στην ελληνιστική εποχή έχει η προφορά απλοποιηθεί.

Τον 9ο αι. μ.Χ. έχει μεταβληθεί και η προφορά της διφθόγγου οι (από ϋ σε ι) (
ιδέ Lexikon der Alten Welt, hrsg, Carl Andresen et alt. , Tübingen et Zürich, Band 1, 2, 3 (εδώ 1, σ.1172). Πρόκειται για ένα Standard-λεξικό, στην συγγραφή του οποίου έχουν συμβάλλει 236 κορυφαίοι ειδικοί επιστήμονες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από την Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία.

Συμπεράσματα

1. Είναι λοιπόν ανιστόρητο και τελείως εσφαλμένο, να εφαρμόζεται η ερασμιακή
προφορά σε κείμενα γραμμένα ακόμη και ύστερα από τον 4ο και 3ο  αι. π.Χ. Το συμπέρασμα ισχύει και για όλη την Αγία Γραφή (Παλαιά και και Καινή Διαθήκη).

2. Η προφορά των διφθόγγων της Ελληνικής
Γλώσσας δεν έχει βασικά αλλάξει σχεδόν εδώ και 2300 έως 2400 έτη. Αλλά αυτονοήτως σημειώνεται διαφορά στην προφορά μεταξύ της Ελληνιστικής
κοινής, της Μεσαιωνικής ελληνικής και της Νεοελληνικής .

3. Η Ελληνική γλώσσα έχει σε γενικές γραμμές συνέχεια σε γραπτή μορφή τουλάχιστον 2800 ετών. Εάν λάβουμε και την μυκηναϊκή εποχή , τότε θα έπρεπε να προσθέσουμε ακόμη περίπου 700 έτη. Αλλά δέον να λάβουμε υπ όψη,
ότι η προφορά της Μυκηναϊκής («Πρώϊμης ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ γλώσσας» (Γραμμική Β), διεθνώς
επιστημονικά καθιερωμένος όρος ), την οπoία έχουν αποκρυπτογραφήσει ο Michael
Ventris και ο John Chawick από την «επάρατη» Ευρώπη ( διατί δεν το έκαναν αυτό Ελληνες
γλωσσολόγοι)  είναι πολύ διαφορετική από την Ελληνική γλώσσα στην εποχή του Ομήρου.

Αναφέρω μόνον μερικά παραδείγματα : A-ta-na : Αθήνα , Do-e-ro ( do(h)elos : δούλος, wa-na-ka : άναξ, ga-si-re-u : βασιλεύς, e-ra-wa : έργον,
o-la-i-a : ελιά.

Προσθήκη :

α) Σύμφωνα με την Γενική Μεθοδολογία των  επιστημονικών ερευνών ισχύει ο κανώνας “ομοφωνία των καθηγητών και δοκτόρων” ( “consensus professorum et doctorum”) , η οποία εκφράζεται στα έγκριτα πανεπιστημιακά εγχειρίδια και λεξικά. Αναφέρω ένα παράδειγμα από την ιστορία-αρχαιολογία : Μόνον ένας καθηγητής πανεπιστημίου στην Γερμανία έχει απορρίψει την επικρατούσα άποψη, ότι οι πρώτοι γεωργοί της Κεντρικής Ευρώπης έχουν προέλθει από τη Μέση Ανατολή μέσω της Μικράς Ασίας. Υστερα όμως από λίγους μήνες έχει απορρίψει την απόρριψή του.

Αυτό όμως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, ότι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες ίσως ανατραπεί μία πρυτανεύουσα επιστημονική άποψη. Αλλά η νέα άποψη θα ληφθεί ταχέως υπ όψη στη νέα έκδοση των προαναφερθέντων βιβλίων.

β) Προ μερικών εβδομάδων έχει ανακοινωθεί, ότι πάλι ένας Αγγλος αρχαιολόγος-γλωσσολόγος κατόρθωσε να αποκρυπτογραφήσει μερικές λέξεις της Γραμμικής Α !
Πάλι διερωτώμαι, διατί όχι ένας δικός μας γλωσσολόγος ; Μα τί συμβαίνει στα ελληνικά πανεπιστήμια ; Αλλά και διατί είναι οι ξένοι επιστήμονες τόσο δημιουργικοί και επιτυχείς ακόμη σε ζητήματα που αφορούν άμεσα την δική μας εθνική ταυτότητα ;

Πηγές

-FG. Bodmer, Die Sprachen der Welt, Geschichte,
Grammatik, Wortschatz in vergleichender Darstellung (Orig. The Loom of Language), ISBN 3-88059-880-0, Köln 1977.
-H. Haarmann, Weltgeschishte der Sprachen, Von der Frühzeit des Menschen bis zur Gegenwart, ISBN 3-406-47596-5, München 2006.
- A. Bartoněk , Handbuch des mykenischen Griechisch,ISBN 3-8253-1435-9, Heidelberg 2003.
-J. Chadwick, L. Baumbach , The Mycenaean Greek Vocabulary. In : Glotta 41, 1963, ISSN 0017-1298.S. 157-271. (Indogermanische Bibliothek Reihe 1).
-S. Hiller, O. Panagl , Die frühgriechischen Texte aus mykenischer Zeit, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, ISBN 3-534-06820-3, Darmstadt 1986.
-C. J. Ruijgh , Études sur la grammaire et le vocabulaire du grec mycénien, Hakkert, Amsterdam 1967. Καθημερινή (21.2.16)

————————————————-

Γλώσσα και λογοτεχνία

Μία γλώσσα μπορεί να είναι απλή η εξελιγμένη εως σε λογοτεχνικό επίπεδο.
Το δεύτερο είναι επίτευξη των λογοτεχνών (ποιητών και πεζογράφων) , οι οποίοι θεωρούνται συχνά και γλωσσοπλάστες.

Θα αναφέρουμε τα πιό γνωστά παραδείγματα από την ιστορία της λογοτεχνίας σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών : Dante (13os αι. ) και Petrarca (14os αι. ) στην Ιταλία, Shakespear (16oς αι. ), Calderon (17ος αι., Ισπανία), Racine (17ος αι. Γαλλία), Dostojewski και Tolstoi (19ος αι., Ρωσία), Goethe και Schiller (19ος αι., Γερμανία). Προ αυτών των δύο ποιητών οι πιό εξελιγμένοι   Γάλλοι λοιδορούσαν τα τότε Γερμανικά ως “γερμανικές βαρβαρότητες”.

Η  νέα Ελλάδα δεν είχε δυστυχώς λογοτέχνες τέτοιου βεληνεκούς. Περαν τούτου νομίζω ότι το πείραμα με την καθαρεύουσα έχει επιδράσει πολύ αρνητικά στην φυσιολογική εξέλιξη της Δημοτικής ,την οποία περιφρονούσαμε ως γυμνασιόπαιδα ακόμη και στα μέσα της δεκαετίας του 50 ως  κάτι το υποδεέστερο. Είχαμε την φιλοδοξία να μιλούμε όσο το δυνατό καλύτερα την καθαρεύουσα, για να μας θαυμάζουν. Καθημερινή

——————————————————————-

Γερμανική Γλώσσα

Τα σύγχρονη γερμανικά (Hochdeutsch) έχουν ως βάση πρωτίστως την επίσημη γλώσσα της καγκελαρτίας της Δρέσδης , πρωτεύουσας της Σαξονίας.
Στην περαιτέρω εξέλιξή της έχουν συμβάλλει ιστορικά ο Λούθηρος, και ιδιαιτέρως τον 18 και 19ο αι. οι ποιητές και γενικά οι λογοτέχνες πρωτοστατούντως του μεγαλύτερου ποιητού της Γερμανίας Wolfgang von Goethe.
Στην διαμόρφωση της Αγγλικής έχει συμβάλλει καθοριστικά ο Shakespeare, στην Ιταλία ο Dante και ο Petrarca, στην Ισπανία ο Calderon κτλ. Ποιος έχει διαπλασει σε τέτοιο βαθμό την Δημοτική μας ;

Οπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι λογοτέχνες έχουν βαθμιαία συμβάλλει στην περαιτέρω εξέλιξη της εθνικής γλώσσας , έτσι το ίδιο έκαναν πολλοί λογοτέχνες στην Γερμανία. Ο Wilhelm Humboldt ήταν γλωσσολόγος και όχι γλωσσοπλάστης. Καθημερινή (5.2.18)

———————————————————-

Λατινικά, Γερμανικά, Γαλλικά , Γερμανία

Οι αριστοκράτες της Γερμανίας μιλούσαν γερμανικά, τα οποία όμως περιφρονούσαν.Η επίσημη γλώσσα της διπλωματίας και των κρατικών ντοκουμέντων ήταν τα Λατινικά.

Υστερα από τον 18ο αι.  οι αριστοκράτες μιλούσαν μεταξύ τους Γαλλικά, τα οποία ήταν η διπλωματική γλώσσα (όλα τα διεθνή νοκουμέντα στα Γαλλικά). Το ίδιο έγινε και στη Ρωσία.

Στις Βαλτικές χώρες μιλούσαν οι μορφωμένοι πρωτίστως Γερμανικά και ο απλός λαός την εκάστοτε εθνική γλώσσα (π.χ.Λιθουανικά , Λετονικά κτλ.) Καθημερινή (30.1.16)

——————————————————-

Ποιές γλώσσες είναι οι πιό σπουδαίες ;

Συγκριτικά περί της σπουδαιότητας των γλωσσών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης : ΑΓΓΛΙΚΑ, Ισπανικά (Λατινική Αμερική), Γαλλικά.
Η σημαντικότητα των Αγγλικών αυξάνει ραγδαίως σε συνδυασμό με την υπεροχή των ΗΠΑ στις υψηλές τεχνολογίες.

Στην Ευρωπη είναι λίγο διαφορετικά : Αγγλικά,Γερμανικά, Γαλλικά.
Γενικά για τους Ελληνες , οι οποίοι θέλουν να εργασθούν ή να κάνουν επιστημονική σταδιοδρομία στην Ευρώπη, ισχύει η εξής σκάλα : Αγγλικά, Γερμανικά Γαλλικά. και εάν αφορά αυτό την Γερμανία Γερμανικά και Αγγλικά.

Σε γενικές γραμμές τα Γαλλικά έχουν απωλέσει κατά πολύ την σπουδαιότητά τους.

Υπό τον φακό της ευρωπαϊκής ιστορίας σημειώνεται η εξής σκάλα σημαντικότητας :

Ελληνικά, Λατινικά (στο Βυζάντιο από τον 6.-7ο αι. πάλι Ελληνικά), Γαλλικά ( 18ος-20ς αι.), Αγγλικά( ύστερα από 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο).

Σημαντικότερες γλώσσες προ των αρχαίων Ελληνικών : Σουμερικά, Ακκαδικά, Βαβυλωνικά, Αραμαϊκά ( γλώσσα της τεράστιας περσικής αυτοκρατορίας και τασυτόχρονα γλώσσα του Ιησού Χριστού, αν και η Καινή Διαθήκη έχει γραφεί στα Ελληνικά (ΚΟΙΝΗ). Καθημερινή (3.10.15)

———————————————————————————

Σερβοκροατικά, Σλοβενικά, Βοσνιακά ,Γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας

Η επίσημη γλώσσα της πρώην Γιουγκοσλαβίας ήταν η ΣΕΡΒΟΚΡΟΑΤΙΚΗ.

Αμέσως  ύστερα από την ανεξαρτοποίηση της Κροατίας (ο Τίτο ήταν Κροάτης), Κροάτες φιλόλογοι έχουν καταβάλλει τεράστιες γλωσσολογικές προσπάθειες με σοπό να αποδείξουν, ότι τα Κροατικά  αποτελούν μίαν άλλη σλαβική γλώσσα. Το ίδιο έκαναν και οι Ουκρανοί για να επισημάνουν την ιδιαιτερότητα της ουκρανικής γλώσσας έναντι της Ρωσικής.

Η Κροατική η Σλοβενική και η  Βοσνιακή  χρησιμοποιούν  το Λατινικό αλφάβητο, η Σερβική, η  Μαυροβουνιακή και η Σλαβομακεδονική γράφονται στο Κυριλλικό αλφάβητο , το οποίο στηρίζεται στο ελληνικό αλφάβητο που έχει  ως βάση πρωτίστως το αλφάβητο της συριακής πόλης   Ούγκαριτ (9ος αι. π.Χ.). Καθημερινή (1.2__________________

____________________________________________________________________________

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Π. Παυλόπουλος: «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός»

Ομιλία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και επίτιμου καθηγητή της Νομικής σχολής του ΕΚΠΑ στο 20ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου Ελληνίδων στην Καλαμάτα

Π. Παυλόπουλος: «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός»

ΙΝΤΙΜΕ NEWS

Σημεία της ομιλίας του Προκοπίου Παυλοπούλου, τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός» που διοργανώνει το Λύκειο των Ελληνίδων Καλαμάτας σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με θέμα: «Ελληνικότητα και Ρωμιοσύνη: Η μακρά διαμόρφωση της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας μέσα από τη σύγκρουση δύο οραμάτων».

Αναλυτικά η ομιλία του με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός»: 

Η «σύλληψη» και κατανόηση του Ελληνικού Πολιτισμού, από τις καταβολές του ως σήμερα, πάντοτε ως δημιουργήματος του ελεύθερου Αρχαίου Πνεύματος, δίχως την συσχέτισή του με την Ελληνική Γλώσσα αναδεικνύονται άκρως ελλιπείς.

Α. Για την ακρίβεια, η  άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει, κατά κύριο λόγο, εκ του ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου.  Πολλώ μάλλον όταν η περίοδος, οπωσδήποτε υπαρκτή, της «προφορικότητάς» του ήταν και σύντομη και άνευ ουσιαστικής πολιτισμικής «παραγωγής». Συγκεκριμένα, ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι Πολιτισμός του γραπτού λόγου πρωτίστως, και κατά κύριο λόγο, υπό την έννοια ότι συνιστά το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων που τον απαρτίζουν.  Ο γραπτός λόγος όμως είναι -γενικώς και όχι μόνο στο πλαίσιο της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού- και το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα.  Άρα στην βάση του γραπτού λόγου είναι η γλώσσα.

Κατά τούτο δε η γλώσσα, πριν καταστεί μέσο εξωτερίκευσης της σκέψης και, επέκεινα, μέσο επικοινωνίας με τρίτους δια της διάδοσής της κυρίως μέσω του γραπτού λόγου, είναι, προηγουμένως και αναποδράστως, το μέσο δημιουργίας και διαμόρφωσης της σκέψης.  Με άλλες λέξεις αυτή η «ενδοσκοπική» θεώρηση της γλώσσας, ως δημιουργού της σκέψης, εμφανίζει οιονεί «αρχετυπικά» χαρακτηριστικά, δοθέντος ότι δίχως την δημιουργία και την διαμόρφωση της σκέψης μέσω της γλώσσας, είναι ουσιαστικώς αδύνατη και αδιανόητη η «εξωτερίκευσή» της, βεβαίως κατά τον προορισμό της. Δηλαδή προκειμένου να καταστεί, δια της επικοινωνίας που αυτή καθιστά εφικτή, «κτήμα» τρίτων.

Ι. Ο Ελληνικός Πολιτισμός ως Πολιτισμός του γραπτού λόγου

Εκ προοιμίου, και προς άρση κάθε παρανόησης (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Ιωάννη Καζάζη, «Λόγος για την Ελληνική Γλώσσα, Λόγος για την Ελληνική Παιδεία», Θεσσαλονίκη, 2016), πρέπει να διασαφηνισθεί ευκρινώς ότι γλώσσα και πολιτισμός -επομένως η Ελληνική Γλώσσα και ο Ελληνικός Πολιτισμός- είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις, αφού και οι δύο πέρασαν από την φάση της προφορικότητας στην φάση της γραπτής έκφρασης.

Α. Ο γραπτός λόγος

Όμως είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο το γεγονός πως η ριζική «μετάλλαξη» -πάντοτε προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής πνευματικής δημιουργίας- της Ελληνικής Γλώσσας, αφότου άρχισε να γράφεται, «συμπαρέσυρε» και τον Ελληνικό Πολιτισμό:

Το Ελληνικό Λεξιλόγιο του Πολιτισμού -ήτοι, στην πραγματικότητα, το «Ελληνικό Εννοιολογικό», που δημιουργήθηκε για όλο το φάσμα των Γραμμάτων, των Τεχνών, των Επιστημών και της Φιλοσοφίας-  επέφερε την πλήρη «μετάλλαξη», προς την ίδια κατεύθυνση, και του συνόλου του Ελληνικού Πολιτισμού.

Αυτή η, άκρως θετική για τον Πολιτισμό, «μετάλλαξη» της Ελληνικής Γλώσσας της έδωσε και την δυνατότητα -θάλεγε κανείς το «προνόμιο», αν αναλογισθούμε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη με κάθε γλώσσα, άρα δεν είναι συστατικό στοιχείο κάθε γλώσσας, αλλά μόνον εκείνων που έχουν την «έφεση» διαμόρφωσης αυθεντικής πολιτισμικής «παραγωγής»- να υπερβεί τα όρια του χώρου, εντός του οποίου την ομιλούσαν. Και να έλθει, συνακόλουθα, σ’ επαφή με άλλες γλώσσες, επέκεινα δε με άλλα κοινωνικά σύνολα, εντελώς διαφορετικής γλωσσικής ιδιοσυστασίας.

Β. Η «εκφραστική διαχρονία» της Ελληνικής Γλώσσας

Επειδή δε με αυτή την εκδοχή της Ελληνικής Γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού ήλθαν σ’ επαφή οι Λατίνοι και, μέσω αυτών, η Δύση γενικότερα, δικαιολογημένα επιφανείς ειδικοί Ελληνιστές χαρακτηρίζουν τις Νεολατινικές και τις λοιπές Ευρωπαϊκές γλώσσες «κρυπτοελληνικές» και, κατ’ επέκταση, τον Δυτικό Πολιτισμό «κρυπτοελληνικό».

Πραγματικά, η Ελληνική Γλώσσα, ως γραπτή γλώσσα, άφησε ανεξίτηλα αποτυπωμένη την «σφραγίδα» της πάνω στην Λατινική.  Και δι’ αυτής, πάνω στις Νεολατινικές όπως και πάνω στις Γερμανικές και τις Σλαβικές γλώσσες, που γνώρισαν την Ελληνική Γλώσσα δια της εξ αυτής μετάφρασης σ’ εκείνες των Ιερών Βιβλίων. Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι και μόνο το γεγονός πως τα Ιερά Βιβλία -τεράστιας σημασίας από πλευράς επίδρασης σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ και πολυσύνθετο αναγνωστικό κοινό- διατυπώθηκαν, μετά την αρχική «πηγή» τους, στην Ελληνική Γλώσσα, αναδεικνύει, δίχως αμφιβολία, την εξαιρετική εκφραστική δύναμη, από κάθε έποψη, της τελευταίας.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ακριβώς λόγω και της κατά τ’ ανωτέρω «διεισδυτικότητας» της Ελληνικής Γλώσσας, τα στοιχεία της «διαχύθηκαν» σε άλλες, όπως οι προαναφερόμενες, κατ’ εξοχήν στο πεδίο της Επιστήμης και της Λογοτεχνίας.  Και μάλιστα η ώθηση μιας τέτοιας «διάχυσης» ήταν τόση, ώστε η διάρκεια της αντίστοιχης επιρροής της Ελληνικής Γλώσσας υπήρξε εξαιρετικά μακρά, σε σημείο που να δεχόμαστε σήμερα πως η παρουσία της στα λοιπά ως άνω γλωσσικά πεδία ουδέποτε διεκόπη ως τις μέρες μας.  Ούτε, βεβαίως, υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να διακοπεί στο μέλλον. Το φαινόμενο δε τούτο αποδίδει αυτό, το οποίο θα μπορούσαμε, δίχως υπερβολή, ν’ αποδώσουμε με τον όρο της «εκφραστικής διαχρονίας» της Ελληνικής Γλώσσας.

Γ. Η «γοητεία» του κειμένου

Για την συμπλήρωση της εν προκειμένω ανάλυσης είναι ανάγκη να προστεθεί και τούτο: Εξασφαλίζοντας στην Ελληνική Γλώσσα την γραπτή της μορφή, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός έδωσε στους «κοινωνούς» του, μεταξύ άλλων, και:

Την ικανότητα να εξετάζουν το ίδιο γραπτό έργο πολλές φορές, ώστε να δημιουργηθεί έτσι η έννοια του «κειμένου», ως οντότητας ανεξάρτητης από τα συμφραζόμενα και τις συνθήκες παραγωγής του.  Με τον τρόπο αυτό το «κείμενο» αποκτά την ικανότητα να «ταξιδεύει» αυτοτελώς και ν’ ασκεί την ανάλογη επιρροή του μέσα στον χρόνο.

Την ικανότητα να «συγκρίνουν» μεταξύ τους τα κείμενα και τμήματα των κειμένων -έως τις έσχατες μονάδες τους, μετά την σταδιακή κατάτμησή τους, τις «λέξεις»- καθιστώντας έτσι δυνατή την σύλληψη της «γραμματικής», ως «τέχνης» συνδυασμού των λέξεων σ’ ευρύτερες νοηματικές μονάδες, ακόμη και εκτός των «συμφραζομένων».

Την ικανότητα να συλλάβουν και ν’ αναγάγουν σ’ ένα είδος «επιστήμης»  την «Λογική». Δηλαδή τις «λογικές» σχέσεις μεταξύ των εννοιών και των προτάσεων του γραπτού λόγου, ως μια «τέχνη» αφηρημένη, ανεξάρτητη ιδίως από τα συμφραζόμενά της.

ΙΙ. Η καταξίωση της Ελληνικής Γλώσσας

Περαιτέρω, η «τελειότητα» -στο μέτρο που της αναλογεί σε σχέση με τις λοιπές- της γλώσσας κρίνεται, δίχως αμφιβολία, από την δύναμή της να συμβάλλει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και ολοκληρωμένη δημιουργία και σύνθεση της σκέψης.Με τρόπο ώστε παίρνοντας η τελευταία την μορφή της Γνώσης και, έπειτα, της «Σοφίας», ήτοι της Επιστήμης, να δώσει στην γλώσσα την δυνατότητα της επικοινωνίας με τρίτους, άρα να της επιτρέψει να «χαράξει» τον δρόμο γέννησης Πολιτισμού.

Α. Η σαφήνεια της σκέψης και της έκφρασης

Και ακόμη τούτο, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν:

Εκείνος που δεν έχει πραγματική και ουσιαστική γνώση της γλώσσας δεν μπορεί να δημιουργήσει και να διαμορφώσει με πληρότητα τις σκέψεις του ούτε, επομένως, να τις μεταδώσει προς τρίτους, κατά τρόπο σύμφωνο με τις απαιτήσεις της Γνώσης και της Επιστήμης. Και τούτο διότι, κατ’ ακολουθία των όσων ήδη επισημάνθηκαν, η γλώσσα είναι ο κατ’ εξοχήν «οδηγός» της σκέψης, έως ότου αποκτήσει την πληρότητα που αναλογεί στον ανθρώπινο συλλογισμό και διαλογισμό. Άρα ο σκεπτόμενος ασαφώς εκφράζεται, οιονεί νομοτελειακώς, ασαφώς.

Αυτή δε η ασάφεια «υποβαθμίζει» -κατά κάποιον τρόπο, και πάντοτε ως προς τον συγκεκριμένο σκεπτόμενο-  την λειτουργικότητα της γλώσσας.  Διότι υπ’ αυτές τις συνθήκες η γλώσσα δεν έχει την δυνατότητα να του «μεταδώσει»  το σύνολο των εγγενών της εκφραστικών πλεονεκτημάτων.  Και το μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας έγκειται, πρωτίστως, ακριβώς στην ανεπανάληπτη, μέσα στην ανά τις χιλιετίες αδιάλειπτη πορεία της, δύναμή της να συμβάλλει στην πλήρη και ολοκληρωμένη δημιουργία και διαμόρφωση της σκέψης. Με άλλες λέξεις η Ελληνική Γλώσσα, οιονεί «εκ φύσεως», διαθέτει το μείζον πλεονέκτημα της διευκόλυνσης της σκέψης όχι μόνο στο επίπεδο της διαμόρφωσής της αλλά και στο επίπεδο της έκφρασής της.  Γεγονός που σημαίνει ότι εκείνος, ο οποίος την γνωρίζει επαρκώς μπορεί, ακόμη και αν το διανοητικό του επίπεδο στέκεται αρχικώς εμπόδιο προς τούτο, να σκέπτεται με περισσότερη σαφήνεια και, άρα, να εκφράζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Το ότι η Ελληνική Γλώσσα διευκόλυνε, κατά τ’ ανωτέρω, τα μέγιστα την εν γένει σκέψη και την διάδοσή της οφείλεται, εν πολλοίς, και στον τρόπο, με το οποίο οι Προσωκρατικοί αλλά και, στην συνέχεια, η πλειονότητα των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων «μεταχειρίσθηκαν» την γλώσσα κατά την διαμόρφωση της πνευματικής τους «παραγωγής».

α) Κατ’ ακρίβεια, η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα -πάντα βεβαίως κατά κανόνα- χρησιμοποίησε την Ελληνική Γλώσσα έτσι ώστε το νόημα μιας λέξης ή μιας πρότασης να προσδιορίζεται όχι τόσο με τον τρόπο, με τον οποίο «απεικονίζει» την πραγματικότητα. Αλλά, πολύ περισσότερο, με τον τρόπο χρήσης του στο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, εντός του οποίου λειτουργεί εκφραστικώς. Και τούτο διότι, κατά την ρήση του Αντισθένους «ἀρχή σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα -επαναλαμβάνεται, κατά κανόνα- ουδέποτε επικεντρώθηκε αποκλειστικώς στην διερεύνηση του νοήματος της γλώσσας. Αντιθέτως, η νοηματική προσέγγιση των λέξεων και των προτάσεων αποτελούσε το μέσο, για να διευκολυνθεί το θεμελιώδες αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας, που ήταν πρωτίστως ο καθορισμός του περιεχομένου των υπό έρευνα εννοιών σε σχέση με τα πράγματα, στα οποία αυτές αναφέρονται.

β) Το πόσο «προωθημένη» ήταν εν προκειμένω, για την εποχή εκείνη, η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα προκύπτει, οπωσδήποτε με όλες τις επιφυλάξεις μιας τέτοιας αναλογίας, και από το εξής: Ο κορυφαίος σύγχρονος φιλόσοφος Ludwig Josef Johann Wittgenstein, στην περίφημη πρώτη «Πραγματεία» του, το «Tractatus Logico-Philosophicus» (1922), υιοθέτησε την λεγόμενη «απεικονιστική» θεώρηση της γλώσσας.  Ήτοι εκείνη, κατά την οποία η λέξη έχει νόημα μόνον όταν «απεικονίζει» πιστώς και, επέκεινα, αποδίδει πιστώς τα πράγματα και την πραγματικότητα. Κάτι το οποίο συναντάμε και στον «Κρατύλο» του Πλάτωνος, όπου επιχειρήθηκε μια αναίρεση της προαναφερόμενης ρήσης του Αντισθένους περί της «αρχής της σοφίας».  Πολύ αργότερα ο Wittgenstein, στην συλλογή του «Philosophical Investigations» -η οποία, σημειωτέον, εκδόθηκε ολοκληρωμένη το 1953, ήτοι μετά τον θάνατό του που επισυνέβη το 1951- αναίρεσε τις προμνημονευόμενες θέσεις του περί της γλώσσας.  Για να καταλήξει οριστικά στο συμπέρασμα -στο οποίο, κατά τα προλεχθέντα, είχε οδηγηθεί προ αιώνων η φιλοσοφική σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα- πως το νόημα μιας λέξης ή μιας πρότασης καθορίζεται όχι από την δυνατότητά τους ν’ «απεικονίζουν» τα πράγματα και την πραγματικότητα αλλά από τον τρόπο χρήσης τους μέσα στο ad hoc κάθε φορά πλαίσιο συλλογιστικής αναφοράς.

Β. Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία

Η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα. Αλλά το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την σύγχρονη εξέλιξή του, λόγω του ότι, σύμφωνα με τις επόμενες σκέψεις, η Ελληνική Γλώσσα συνέβαλε καθοριστικώς στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων.

Όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο γεγονός, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα.  Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, σταθερά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων.

Ενότητα η οποία, όπως εκτίθεται στην συνέχεια, οδήγησε από τότε στην «γέννηση» του Έθνους των Ελλήνων. Ενός Έθνους που η γλώσσα του, ομιλούμενη ουσιαστικώς  δίχως διακοπή μέσα στον χρόνο, του επιτρέπει να διατηρεί, αδιαλείπτως, μια σταθερή «ισορροπία». Δοθέντος ότι, μέσω αυτής, οι «κεντρομόλες» ενωτικές για τον «εθνικό πυρήνα» δυνάμεις παραμένουν σταθερά πολύ περισσότερες και πολύ πιο ισχυρές από τις, ενδεχομένως, «φυγόκεντρες».  Πραγματικά, η ίδια η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αποδεικνύει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι η διαχρονική ενότητά του οφείλει πολλά -αν όχι τα περισσότερα- στην Ελληνική Γλώσσα.

Γ. Το δίδαγμα του Θουκυδίδη

Ο μέγιστος των ιστορικών Θουκυδίδης είναι, δίχως αμφιβολία, οπιο κατάλληλος για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια, αν αναλογισθούμε το μεγαλείο και την «αυθεντία» του έργου του.

1. Συγκεκριμένα ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του, καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου, έστω και αν ο σκοπός του πολέμου αυτού έχει τις ρίζες του σε μυθολογικά, αμιγώς, δεδομένα.

α) Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μίαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε Ιωνική βάση. Υπό τις συνθήκες αυτές ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος ιστορικός ερευνητής, ο οποίος ανέδειξε την σημασία της Ελληνικής Γλώσσας στην δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων. Ίσως δε και ο μόνος ιστορικός ερευνητής, ο οποίος κατάφερε να σηματοδοτήσει, με πειστικά τεκμήρια, το πώς και γιατί μια γλώσσα μπορεί να θέσει τις βάσεις της δημιουργίας ενός έθνους.

β) Επιπλέον, αυτές οι βάσεις μας παρέχουν, ακόμη και σήμερα, επαρκείς εξηγήσεις για την αδιάλειπτη συνέχεια της Ελληνικής Γλώσσας. Αρκεί ν’ αναλογισθεί κανείς π.χ. την πλειάδα λέξεων της εποχής του Ομήρου που «επιβιώνει» σε όλο το φάσμα του προφορικού και γραπτού λόγου, ιδίως δε σε πεδία τα οποία έχουν μια μορφή «κοινότητας αναφοράς» μεταξύ ορισμένων σημερινών δρώμενων και των δρώμενων που εξιστορούν τα Ομηρικά Έπη.  Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακή, κατά κυριολεξία, η ανίχνευση μεγάλου αριθμού ναυτικών λέξεων-όρων στην Γλώσσα μας, που έλκουν ευθέως, σχεδόν, την καταγωγή τους από τις εξιστορήσεις του Ομήρου (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Αθανασίου Γιαννάκη, «Ομηρικό Λεξικό ναυτικών όρων», εκδ. Αμφιτρίτη, Αθήνα, 2013). Στο ίδιο, κατά βάση, συμπέρασμα καταλήγει στις μέρες μας ο μεγάλος νομπελίστας Ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, με τους εξής στίχους από το ποίημά του «Άξιον Εστί» (Ενότητα «Τα Πάθη»): το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».

Χρήσιμο είναι να παρατεθεί το απόσπασμα των «Ιστοριών» (Ι,1.3.1-1.3.4), όπου με τρόπο «λακωνικό», πλην σαφή, ο Θουκυδίδης αποδεικνύει πως η Ελληνική Γλώσσα ήταν εκείνη, η οποία έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία του Έθνους των Ελλήνων.
α) «Δηλοῖ δέ μοι καὶ τόδε τῶν παλαιῶν ἀσθένειαν οὐχ ἥκιστα· πρὸ γὰρ τῶν Τρωικῶν οὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῇ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς· δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, κατὰ ἔθνη δὲ ἄλλα τε καὶ τὸ Πελασγικὸν ἐπὶ πλεῖστον ἀφ᾽ ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι, Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ᾽ ὠφελίᾳ ἐς τὰς ἄλλας πόλεις, καθ᾽ ἑκάστους μὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου [ἐδύνατο] καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι. τεκμηριοῖ δὲ μάλιστα Ὅμηρος· πολλῷ γὰρ ὕστερον ἔτι καὶ τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν, οὐδ᾽ ἄλλους ἢ τοὺς μετ᾽ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν, Δαναοὺς δὲ ἐν τοῖς ἔπεσι καὶ Ἀργείους καὶ Ἀχαιοὺς ἀνακαλεῖ. οὐ μὴν οὐδὲ βαρβάρους εἴρηκε διὰ τὸ μηδὲ Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι.  Οἱ δ᾽ οὖν ὡς ἕκαστοι Ἕλληνες κατὰ πόλεις τε ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν καὶ ξύμπαντες ὕστερον κληθέντες οὐδὲν πρὸ τῶν Τρωικῶν δι᾽ ἀσθένειαν καὶ ἀμειξίαν ἀλλήλων ἁθρόοι ἔπραξαν. ἀλλὰ καὶ ταύτην τὴν στρατείαν θαλάσσῃ ἤδη πλείω χρώμενοι ξυνεξῆλθον».

β) Κατά την μετάφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου, με δικό του τίτλο «Το όνομα Ελλάς»: «1.1.3. Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικρατήση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης».

3. Στο απόσπασμα αυτό ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνει και προεκτείνει, σε παρελθόντα χρόνο, όσα είχε διαπιστώσει ο προγενέστερός του, «Πατέρας της Ιστορίας», Ηρόδοτος στις δικές του «Ιστορίες» (Θ, 8. 144,2) για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην διαμόρφωση του Έθνους των Ελλήνων.

α) Στο ως άνω απόσπασμα ο Ηρόδοτος παραθέτει την απάντηση των Αθηναίων προς τους Σπαρτιάτες, όταν οι τελευταίοι δυσπιστούσαν έναντι των Αθηναίων, φοβούμενοι μιαν ενδεχόμενη μελλοντική συμμαχία τους με τον Βασιλέα των Περσών. Για να είμαστε ιστορικώς ακριβείς, τούτο ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής Σπαρτιατικής καχυποψίας προς άλλους, εκ μέρους της Σπάρτης.  Το οποίο όμως δεν θα μπορούσε, κατ’ ουδένα τρόπο, να δικαιολογηθεί έναντι των Αθηναίων, ακόμη και αν είχαν υπάρξει στο παρελθόν εντελώς μεμονωμένα και αμιγώς προσωπικά «δείγματα γραφής» φιλικών σχέσεων, κυρίως με την περσική «αυλή».

β) Συγκεκριμένα, στην απάντησή τους οι Αθηναίοι θεωρούν «ντροπή» και «αίσχος» μια τέτοια υποψία για πολλούς λόγους, κυρίως όμως διότι: «Αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι». («Επιπλέον δε είμαστε Έλληνες, με κοινό αίμα και γλώσσα, κοινούς βωμούς, κοινές θυσίες και παρεμφερή ήθη και έθιμα, πράγμα που σημαίνει ότι αν προδίδαμε όλα αυτά θα ήταν ντροπή και αίσχος για τους Αθηναίους»). Είναι δε εδώ χαρακτηριστικό το ότι οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, δεν κατέφυγαν στο επιχείρημα ότι οι υποψίες των Σπαρτιατών ήταν αβάσιμες λόγω της πάγιας αντίθεσης της Αθήνας προς τους Πέρσες.  Αλλά προτίμησαν, εντείνοντας τις ενδείξεις ότι υφίσταται ήδη -και προ πολλού- Έθνος Ελλήνων, ν’ αναδείξουν την οιονεί «ιερή» προσήλωσή τους στο «όμαιμον» και, κατ’ εξοχήν, στο «ομόγλωσσον».

ΙΙΙ. Η «δοξαστική» πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος

Την πορεία εξέλιξης του Ελληνικού Πολιτισμού, σε όλη του την μακραίωνη διαδρομή, «καταγράφει», πιστά και αξιόπιστα όπως επισημάνθηκε συνοπτικώς προηγουμένως, κυρίως η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στον δρόμο προς την επιστημονική -ουσιαστικώς την πρώτη στην ιστορία της επιστημονικής εξέλιξης- δημιουργία.  Αυτή η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος προς την θεμελίωση της ολοκληρωμένης Επιστήμης και της Φιλοσοφίας με συστηματική δομή  παραπέμπει, εν πολλοίς, στον μύθο του Προμηθέα, κατά την Αισχύλεια εκδοχή του.  Ήτοι παραπέμπει στον ημίθεο, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία του Ανθρώπου -προκειμένου  να τον διδάξει τις Τέχνες, μέσω της χρήσης της φωτιάς που έχει κλέψει από τους θεούς- με σκοπό να καταστήσει την  ανθρώπινη δημιουργία δύναμη «παραγωγής» Πολιτισμού, άρα δύναμη η οποία θ’ απελευ-θερώσει τον Άνθρωπο και από τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Σκοπό, τον οποίο «αποκαλύπτει» στον Χορό ο Προμηθέας με τον συγκλονιστικό στίχο του Αισχύλου (260): «Θνητούς γ’ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον» («Απέβαλα από τους θνητούς τον φόβο του θανάτου»). Και τούτο στοίχισε στον Προμηθέα την σύγκρουση ως και με τον Δία,  σύγκρουση που «σφραγίσθηκε»  με την τιμωρία της αλυσόδεσής του στον καυκασιανό βράχο.

Α. Μια «προμηθεϊκή» πορεία

Μεσ’ απ’ αυτήν την, οιονεί προμηθεϊκή, πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία, κατά τα προλεχθέντα συντόμως. Σήμερα, η συνεισφορά αυτή του Ελληνικού Πνεύματος στον Πολιτισμό, εν γένει, φαίνεται ίσως φυσική.  Όμως η ιστορική διαδρομή και έρευνα στο πεδίο κυρίως της Επιστήμης αρκεί για να καταδείξει, ότι αυτή η «προμηθεϊκή»,  κατά τ’ ανωτέρω, πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος συνιστά μια από τις πιο συγκλονιστικές -δίχως ίχνος υπερβολής- περιόδους της ανθρώπινης δημιουργίας, αφότου εμφανίσθηκε ο Homo Sapiens ως «τελείωση» του Homo Sentiens. Και τούτο διότι, κατ’ ουσία και κατ’ αποτέλεσμα, σηματοδοτεί την αρχή της πνευματικής «καταξίωσης» του Homo Sapiens.

1. Για να γίνει σαφέστερη και, επομένως, ακριβέστερη η ανάλυση που προηγήθηκε, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα έφθασε στον «κολοφώνα» της διάπλασης της Επιστήμης μέσ’ από την «επαναστατική», μεθοδολογικώς, για την εποχή εκείνη μετατροπή της πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε «Σοφία».

α) Με άλλες λέξεις το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα οδήγησε έτσι την εν γένει Παιδεία -υπό την έννοια του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, κατά τον André Malraux- της Αρχαίας Ελλάδας σε μια πρωτόγνωρη, με οιαδήποτε σύγκριση παρελθόντος, ολοκλήρωσή της, προσθέτοντάς της τους «ακρογωνιαίους λίθους» της, ήτοι την Επιστήμη και την Φιλοσοφία.  Την τελευταία δε ιδίως με την μορφή της «τελειοποίησης» -για τα δεδομένα της εποχής- της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της Γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της.  Ολιστική θεώρηση, η οποία βεβαίως και δεν οδηγεί στην, από μεθοδολογικής πλευράς, πλήρη «εξομοίωση» των επιμέρους επιστημονικών κλάδων, πλην όμως αναζητεί τα υπαρκτά κοινά σημεία μεταξύ τους, έτσι ώστε ν’ αποφεύγονται, όσο αυτό είναι εφικτό, μεγάλες αντιφάσεις στο lato sensu πεδίο του «επιστητού».

β) Η «δοξαστική» σύλληψη και κυοφορία της Επιστήμης –που, με πολλή «ελευθερότητα» ως προς την χρησιμοποίηση του όρου είναι αλήθεια,  συνιστά το ισοδύναμο του «big-bang» στο πεδίο μορφοποίησης του «σύμπαντος» της ανθρώπινης δημιουργίας, καθώς ο Άνθρωπος πλάθει το δικό του Σύμπαν για να κατανοήσει εκείνο του Δημιουργού του- είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, έργο των Προσωκρατικών φιλοσόφων καθώς και των Σοφιστών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από αυτούς, με κυριότερους τους Πρωταγόρα και Ιππία, φυσικά με βάση τα υπάρχοντα, δυστυχώς άκρως ελλιπή, ιστορικά τεκμήρια.  Κατά κάποιον τρόπο οι Προσωκρατικοί, με τις πρωτόγνωρες για την εποχή εκείνη προσεγγίσεις της αλήθειας γύρω από την φύση του Κόσμου, «οργάνωσαν» το πρώτο «επιστημονικό εργαστήρι» στο πλαίσιο της ιστορίας της επιστημονικής «παραγωγής».

2. Και τούτο, διότι ήταν εκείνοι που πρώτοι επιχείρησαν –και ουσιαστικώς πέτυχαν- ν’ απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του Κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις.

α) Ταυτοχρόνως, αυτή η «ριζοσπαστική» δημιουργική παρακαταθήκη των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, το σπουδαιότερο όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του.   Δογματισμού ο οποίος, εν τέλει, έφθανε, μέσ’ από ένα καταστροφικό «πισωγύρισμα», στο να μετατρέψει την όποια Γνώση είχε προκύψει και πάλι σε απλή πληροφορία.  Πληροφορία, που μεταδιδόταν εφεξής μεταξύ των, δήθεν, «επαϊόντων», δίχως δυνατότητα αμφισβήτησής της εκ μέρους τους και, πολύ περισσότερο, τροποποίησης του περιεχομένου της προς την κατεύθυνση οιασδήποτε επιστημονικώς αποδεκτής εξέλιξής της.

β) Αυτό, ακριβώς, το καταστροφικό «πισωγύρισμα» της ανθρώπινης Σκέψης και της καθήλωσής της στην «κατεστημένη» πληροφορία απέτρεψε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, στην πορεία της ελεύθερης δημιουργίας του.  Ουσιαστικώς δε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα ουδέποτε, ακόμη και στις απαρχές της «ανόδου» του, συμβιβάσθηκε με μια τέτοια μεθοδολογική στασιμότητα που είναι, εκ των πραγμάτων και διαχρονικώς, ο κυριότερος «εχθρός» της Επιστήμης.  Και υπενθυμίζεται εκ νέου: Το «άλμα» αυτό του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος δεν κατανοήθηκε πλήρως ακόμη και με τα πνευματικά «εργαλεία» των απαρχών της σύγχρονης εποχής. Χρειάσθηκε πολύς χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να οριοθετηθεί επαρκώς το μέγεθος των «επαναστατικών» καινοτομιών της περιόδου και της συνεισφοράς των Προσωκρατικών στο πεδίο της επιστημονικής εξέλιξης, ιδίως κατά το αρχικό της στάδιο.

3. Αλήθεια πόσο αργότερα, άραγε, ο Max Weber, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», ανέδειξε ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» («die Entzauberung der Welt»), ήτοι την απαλλαγή της Σκέψης, κατά την έρευνα του Κόσμου τούτου, από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου!

α) Βεβαίως, και για ν’ αποδοθούν «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», είχε προηγηθεί η σκέψη του René Descartes και του Francis Bacon, που εξέφρασαν την πλήρη αντίθεσή τους στην αυθεντία της παράδοσης, στην εξωλογική πίστη, στο δόγμα σε κάθε πεδίο της γνώσης.  Αλλά και η σκέψη του Gottfried Wilhelm Leibniz, μέσω της «αρχής του αποχρώντος λόγου», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν «θαύματα», τίποτα στον Κόσμο μας δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Descartes, Bacon και Leibniz -όπως και άλλοι φιλόσοφοι, σε μικρότερο όμως βαθμό- ανέδειξαν πως ό,τι συμβαίνει στον Κόσμο δεν είναι προϊόν κάποιας «θείας» παρέμβασης ούτε καν κάποιας «μοιραίας», οιονεί νομοτελειακής, εξέλιξης, ανεπίδεκτης λογικής έρευνας και επεξήγησης.

β) Όλως αντιθέτως, κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του, άρα η πρόοδος της Επιστήμης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους αιτίου και αποτελέσματος.  Όπου ως αίτιο εμφανίζεται αυτό, το οποίο επιτρέπει στο αιτιατό να προκύψει υπό συνθήκες δυνατότητας επιστημονικής απόδειξης, που φυσικά και υπόκειται στην διαρκή δοκιμασία της επιλάθευσης. Και με τον τρόπο αυτό, όπως υποστήριξε ο θεμελιωτής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου Francis Bacon: «Scientia nihil aliud est quam veritatis imago» («Η  Επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα της Αλήθειας»). Της ίδιας αλήθειας την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν αρχίσει ν’ αναζητούν αιώνες πριν οι Προσωκρατικοί, απορρίπτοντας εκ προοιμίου την «τύχη» και το «τυχαίο» ως μέσα εξήγησης των φυσικών, κυρίως, φαινομένων.

4. Οι Προσωκρατικοί λοιπόν, στις ακτές της Ιωνίας, παρατηρώντας τον Κόσμο που απλωνόταν γύρω τους πήραν την εμπειρία και την πληροφορία, η οποία εκπορεύεται από αυτήν, και οργανώνοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό στα πεδία της λογικής, της μεταφυσικής και της επιστημολογίας την μετέτρεψαν σε ουσιαστική, εξελικτικώς αναπαραγόμενη, Γνώση. Επέκεινα, βασιζόμενοι πρωτίστως στην μεθοδική αποδεικτική διαδικασία -την οποία εφάρμοσαν π.χ. ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης- παρήγαγαν «Σοφία».  Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, Επιστήμη.  Βασικό τους όπλο υπήρξε η «πραγματική σκέψη», όπως την «κωδικοποίησε» ο Κορνήλιος Καστοριάδης ως μέθοδο που επιτρέπει, διαδοχικώς:

α) Αρχικώς την «εξήγηση», που σημαίνει την αναγωγή ενός φαινομένου στις ρίζες και στις αιτίες του.

β) Έπειτα την «κατανόηση», που σημαίνει την δημιουργία νοημάτων για την σύλληψη της σημασίας της εξήγησης.

γ) Και, τελικώς, την «διαύγαση», που σημαίνει την μέσω της εξήγησης και της κατανόησης ολιστική σύλληψη της Γνώσης.  Κάπως έτσι το Πνεύμα φθάνει στον τελευταίο σταθμό του «ταξιδιού» της επιστημονικής δημιουργίας, που είναι η Φιλοσοφία.

Β. Η συμβολή των Προσωκρατικών και των επιγόνων τους στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου

Τα όσα προηγήθηκαν αρκούν για να καταδείξουν ότι δεν πρέπει να προσπεράσει κανείς «αβασάνιστα» το γεγονός, πως οι Προσωκρατικοί -και οι επίγονοί τους βεβαίως, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο ενός είδους «επιλάθευσης», όπως εκτίθεται ειδικότερα στην συνέχεια- ακριβώς επειδή υπήρξαν συνεπείς πολέμιοι της πνευματικής «αιχμαλωσίας» του μύθου και του δόγματος, ουδέποτε επιφύλαξαν στο έργο τους ένα είδος επιστημονικού «αλαθήτου».

1. Όλως αντιθέτως, είχαν πλήρη επίγνωση -τόσο ενωρίς, που και σήμερα προκαλεί ένα είδος επιστημονικού «δέους»- ότι το «επιφαινόμενο» δεν αποδίδει αυτονοήτως την αλήθεια, χρειάζεται έρευνα σε βάθος για την αποκάλυψή της.  Έρευνα, η οποία πρέπει να είναι διαρκής και αδιάλειπτη, επιπλέον δε πρέπει να έχει ως αφετηρία την επίγνωση αυτού τούτου του εαυτού μας.  Κατά τον Ηράκλειτο, «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» (Diels-Kranz, 53, 101).

α) Το ότι το «επιφαινόμενο», κατά τους Προσωκρατικούς, δεν αποδίδει αυτονοήτως την αλήθεια καταδεικνύει η ρήση του Ηρακλείτου, αναφορικά με την τάση της φύσης ν’ αντιτίθεται στην «αποκρυπτογράφηση των μυστικών της» : «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ» (Diels-Kranz, 53,123). Την διαχρονική επικαιρότητα της ως άνω διαπίστωσης του Ηρακλείτου αναδεικνύει -βεβαίως τηρουμένων των επιστημονικών αναλογιών, και μάλιστα μετά την παρέλευση χιλιετιών επιστημονικής αναζήτησης- π.χ. το μεγάλο «μυστήριο», και σήμερα και ποιος ξέρει για πόσο χρόνο ακόμη, ως προς την σύνθεση του Σύμπαντος.  Συγκεκριμένα, και παρ’ όλη την αλματώδη επιστημονική πρόοδο εν προκειμένω, ελάχιστα γνωρίζουμε για το 95%, περίπου, της σύνθεσης του Σύμπαντος, το οποίο απαρτίζουν η σκοτεινή ύλη και η σκοτεινή ενέργεια, κατά το 26,8% και 68,3% αντιστοίχως.  Κατ’ ακρίβεια, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι -και αυτό υπό όρους πιθανολόγησης- η μεν σκοτεινή ύλη κρατά «δεμένους» τους γαλαξίες μεταξύ τους, ως μια μορφή «συμπαντικού chainage».  Η δε σκοτεινή ενέργεια συνιστά την «κινητήρια δύναμη» της αέναης διαστολής του Σύμπαντος, η οποία ξεκίνησε αμέσως μετά την «Μεγάλη Έκρηξη».

β) Υπό τις ως άνω συνθήκες, και με αφετηρία π.χ. τις ρήσεις του Ηρακλείτου, «πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει»(Πλάτωνος, Κρατύλος, 402α) και του Πρωταγόρα, «πάντων χρηµάτων µέτρον ἄνθρωπος» (Πλάτωνος, Θεαίτητος, 152α), οι Προσωκρατικοί έβαλαν πρώτοι στον χώρο της Επιστήμης τον «θεμέλιο λίθο» της «σχετικότητας», φυσικά υπό την ευρεία του όρου έννοια.  Άρα, έστω και εμμέσως, της «επιλάθευσης» -και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια-  που, επειδή δεν θεωρεί τίποτε δεδομένο, ανοίγει τον δρόμο της αναγνώρισης του σφάλματος, προκειμένου η επιστημονική έρευνα να εξελιχθεί ως την τελική, οριακή, αποστολή της.  Και έτσι συνιστά τον θεμέλιο λίθο της Επιστημονικής Μεθόδου. Είναι, λοιπόν, οι Προσωκρατικοί που, κατ’ αποτέλεσμα, υπήρξαν οι «προπομποί» εμπνευστές του Karl Popper, όταν έγραφε για την «ανοιχτή κοινωνία και τους εχθρούς της» -ο ίδιος, άλλωστε, τ’ ομολογεί, ουσιαστικώς ευθέως, στο έργο του «Ο κόσμος του Παρμενίδη, Δοκίμια για τον προσωκρατικό διαφωτισμό» (εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2002)- και τουThomas Kuhn, όταν θεμελίωνε την θεωρία του για την «δομή των επιστημονικών επαναστάσεων».

γ) Δεν ήταν, άραγε, αυτοί που –για ν’ αναχθούμε στο κατά Kuhn πρότυπο της «επιστημονικής επανάστασης»- αποτέλεσαν ένα είδος, βεβαίως πρωτόλειας, «επιστημονικής κοινότητας», η οποία διαμόρφωσε περαιτέρω ένα, επίσης πρωτόλειο, «επιστημονικό παράδειγμα»; Και μάλιστα αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο της μελλοντικής αμφισβήτησής του και αντικατάστασής του από ένα νέο «επιστημονικό παράδειγμα», με το ανάλογο «περιβάλλον» μιας, εξίσου νέας, «επιστημονικής κοινότητας»; Και για να γίνει σαφέστερος αλλά και να τεκμηριωθεί επαρκέστερα ο ισχυρισμός αυτός: Πόσο, άραγε, απέχει από τα δεδομένα της σύγχρονης μεθοδολογικής θεώρησης η άποψη, ότι φεύγοντας ο Λεύκιππος από την Μίλητο και πηγαίνοντας στα Άβδηρα, όπου συναντήθηκε με τον Δημόκριτο, διαμόρφωσε μαζί του -με την ιστορική ακρίβεια να επιβάλλει την αναγνώριση της «μερίδας του λέοντος» επ’ αυτού στον τελευταίο- μια κυριολεκτικώς πρωτόγνωρη, σε σχέση με το παρελθόν των Προσωκρατικών, νέα «επιστημονική κοινότητα», στο επίκεντρο της οποίας κυριάρχησε το «επιστημονικό παράδειγμα» της Ατομικής Θεωρίας ως προς την σύνθεση και την αέναη εξέλιξη του Σύμπαντος;

2. Το παράδειγμα της ανάπτυξης της Επιστήμης των, και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια, Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα      -κατ’ εξοχήν μέσω της Ελληνικής Γλώσσας- είναι άκρως ενδεικτικό της συνεισφοράς του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου.  Η αρχή ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα, κυρίως με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο στο πεδίο της Ατομικής Θεωρίας, κατά τα προαναφερθέντα, και τον Πυθαγόρα στο πεδίο των Μαθηματικών.  Άκρως αποκαλυπτική είναι η συνέχεια, πρωτίστως με τον Θαλή και τον Ευκλείδη στην Γεωμετρία και τον Διόφαντο στην Άλγεβρα, βεβαίως κατά το επιστημονικό όνομα που πήρε αυτή αργότερα.  Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί περισσότερο εκείνο που ήδη επισημάνθηκε, ως προς την σύνδεση της Επιστήμης των Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα με την Ελληνική Γλώσσα. Και τούτο διότι αποφασιστική, από πλευράς επιστημονικής δημιουργίας, υπήρξε -φυσικά μεταξύ άλλων- η «συνάντηση» της Ελληνικής Γλώσσας με την Επιστήμη των Μαθηματικών. Και αυτή η «συνάντηση» ήταν η αιτία, η οποία εξηγεί το γιατί και άλλοι, βεβαίως, Λαοί στην Αρχαιότητα είχαν αξιοσημείωτη γνώση στον ευρύτερο χώρο των Μαθηματικών. Πλην όμως, οι Έλληνες πρωτοπόρησαν στην θεμελίωση της Επιστήμης των Μαθηματικών, με κολοφώνα τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το έργο του Ευδόξου και του Αρχιμήδη -σχετικά με το είδος των Μαθηματικών που είναι γνωστά από τον 17ο αιώνα και μετά ως «απειροστικά μαθηματικά»- και την εν γένει μαθηματική σκέψη του Διοφάντου όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα εξής:

α) Προφανώς, κάτι υπήρχε ειδικώς στην γλωσσική υφή της Ελληνικής Γλώσσας που αποδείχθηκε πρόσφορο για την σχέση, η οποία διαμορφώθηκε μεταξύ αυτής και των Μαθηματικών.

α1) Και τούτο εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στις εξής δύο «ιδιομορφίες» της. Κατά πρώτο λόγο σε μια ειδική γραμματική προϋπόθεση της Ελληνικής Γλώσσας, συγκεκριμένα στην ύπαρξη του οριστικού άρθρου, κάτι ανύπαρκτο π.χ. στην λατινική γλώσσα.  Το οριστικό άρθρο εξελίχθηκε στην μεθομηρική Ελληνική Γλώσσα από την αντωνυμική χρήση του «ο, η, το».  Το άρθρο, προτασσόμενο σε συγκεκριμένες γραμματικές δομές της γλώσσας, δημιουργεί «αφηρημένη έκφραση».  Και αυτή, στην χρονική συνέχεια, οδηγεί στο «αφηρημένο ουσιαστικό».  Το δε «αφηρημένο» είναι, εξ ορισμού και εκ φύσεως, η βάση του σχηματισμού λογικών προτάσεων και συλλογισμών, ένα στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξη της Μαθηματικής Σκέψης, ιδίως στην πρώιμη φάση της.

α2) Η ως άνω ευνοϊκή γραμματική προϋπόθεση συμπορεύθηκε, ως προς την σχέση μεταξύ της Ελληνικής Γλώσσας και της Μαθηματικής Σκέψης, μ’ ένα γενικότερο όρο που διέπει εξ αρχής την Ελληνική Σκέψη: Την «ακατάσχετη» και «καθολική» ροπή προς την κατεύθυνση της εύρεσης της «ατομικής μονάδας» σε κάθε χώρο του επιστητού.  Είναι η ροπή που «απομόνωσε», στον εκφερόμενο και ακουόμενο λόγο, τον «φθόγγο», ως την έσχατη ατομική και αδιαίρετη ακουστική μονάδα, που υπήρξε η βάση του μετασχηματισμού του φοινικικού αλφαβήτου σ’ Ελληνικό.  Και είναι αυτή η ροπή η οποία «απομόνωσε», με την μέθοδο ιδίως του Δημοκρίτου, το άτομο, αναδεικνύοντάς το ως την έσχατη, άτμητη και αδιαίρετη, μονάδα της ύλης.

Καθώς παρατηρεί ο J.L.Gardies (L’organisation des mathématiques grecques de Théétète à Archimède, Paris, εκδ. Vrin, 1997, σελ. 270 και κυρίως 276 επ.), μοναδική υπήρξε η συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στον τομέα των Μαθηματικών, σε ό,τι αφορά την σύνθεση προβλήματος και απόδειξης.

β1) Και για την ακρίβεια, σε ό,τι αφορά από την μια πλευρά την διαμόρφωση του προβλήματος, μέσω της διατύπωσης του θεωρήματος με την μαθηματική εκείνη ιδιότητα, η οποία του προσδίδει την πιο γενική μορφή.  Και, από την άλλη πλευρά, την προσθήκη, στην διαδικασία λύσης του προβλήματος, της κατάλληλης απόδειξης.  Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι η παραγωγή και η επαγωγή αναπτύχθηκαν στην Ελληνική διανόηση πολύ ενωρίς, με την εμφάνιση της εμπειρικής γλώσσας των Ιώνων στην Φιλοσοφία και ήδη στην Αρχαϊκή Ποίηση.

β2) Μέσα, λοιπόν, από αυτή την εμβληματική «διαδρομή» η Ελληνική Γλώσσα κατέστησε εφικτή και την δημιουργία γλωσσικών διατυπώσεων τέτοιας «αφαιρετικότητας», ώστε να μπορεί να «συντονίζεται» ευχερώς ακόμη και με ακραίως αφηρημένες μαθηματικές έννοιες.  Γι’ αυτό και η Ελληνική Γλώσσα αναδείχθηκε στην πιο κατάλληλη «μεταγλώσσα» ως προς τα Μαθηματικά, προκαλώντας την «έκρηξη» της εν γένει μαθηματικής γνώσης.

γ) Η προαναφερόμενη όμως -μοναδική όπως τονίσθηκε- συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην δημιουργία της Επιστήμης των Μαθηματικών κατέστη δυνατή μέσω της εξίσου μοναδικής, όπως επίσης προαναφέρθηκε, ιδιοσυστασίας της Ελληνικής Γλώσσας. Εξ ού και Λαοί που δεν διέθεταν το κατάλληλο «γλωσσικό εργαλείο» δεν κατάφεραν να κάνουν ανάλογα επιστημονικά βήματα.

γ1) Κατ’ ουσία δε, η ως άνω ιδιοσυστασία έγκειται, πρωτίστως, στο ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι οιονεί «ιδανική» στο πεδίο της παραγωγής «συμβόλων», ικανών ν’ απεικονίσουν επαρκώς την Σκέψη, έτσι ώστε να δομηθεί η αναγκαία, για την συνολική επιστημονική δημιουργία, «κιβωτός γνώσεων».  Κυρίως δε η «κιβωτός γνώσεων» που άνοιξε τον δρόμο στην θεμελίωση και εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Χρ. Φίλη «Οι Αρχαιοελληνικές Καταβολές των Σύγχρονων Μαθηματικών», εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2010, σελ. 877).

γ2) Είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση ότι τα σύμβολα διευκόλυναν καθοριστικώς και την χρήση των αριθμών ως, κατά την φύση τους και τον προορισμό τους, βάσης της μαθηματικής σκέψης, όπως συνάγεται και από τα εξής: Ετυμολογικώς η λέξη «αριθμός» προκύπτει από την σύνθεση του ρήματος «αραρίσκω» – αναδιπλασιασμένος τύπος του «άρω» – που σημαίνει, μεταξύ άλλων, την αρμονική σύνδεση δεδομένων μεταξύ τους,  και του ουσιαστικού το «ίθμα», που σημαίνει το «βήμα».  Με άλλες λέξεις,  ο «αριθμός» είναι το μέσο για να τεθεί κάτι στην σωστή του θέση σε σχέση με συγγενή δεδομένα, και υπ’ αυτό το πρίσμα ο αριθμητικός συλλογισμός μπορεί να κάνει τα επόμενα βήματα, κυρίως για την διατύπωση ενός προβλήματος.  Ακριβώς αυτή την λειτουργία των αριθμών διευκόλυναν καθοριστικώς, όπως προεκτέθηκε, τα σύμβολα, κατ’ εξοχήν ως προς την διατύπωση ενός προβλήματος.  Πολλώ μάλλον αφού, όπως η ίδια η Ιστορία των Επιστημών έχει τεκμηριώσει, προ της χρήσης των συμβόλων,  με «όχημα» διαμόρφωσής τους την Ελληνική Γλώσσα, δεν είχε «αναδυθεί» επαρκώς η επιστημονική προσέγγιση και καλλιέργεια των Μαθηματικών.

δ) Μέσω των «εργαλείων» της Ελληνικής Γλώσσας εξελίχθηκε και η μαθηματική σκέψη του Διοφάντου του Αλεξανδρέως.

δ1) Και τούτο, διότι η ιδιοσυστασία της Ελληνικής Γλώσσας επέτρεψε στον Διόφαντο ν’ ανοίξει τον δρόμο στην «πρόδρομη» κατάσταση της διαμόρφωσης ενός μαθηματικού προβλήματος, υπό όρους που καταλήγουν στις λεγόμενες «πολυωνυμικές αλγεβρικές εξισώσεις», όπως είναι η «διώνυμη εξίσωση» αxn =bxm ή η «τριώνυμη εξίσωση» . Καθώς επίσης γίνεται δεκτό, ότι η αναζήτηση των λεγόμενων «Πυθαγόρειων τριάδων» -ήτοι ακέραιων λύσεων της εξίσωσης «χ2 + ψ2 = γ2»- αποτελεί μέρος των κλασικών προβλημάτων της όλης ανάλυσης του Διοφάντου.  Δικαίως, λοιπόν, τ’ «Αριθμητικά» του Διοφάντου -σε δεκατρία βιβλία, από τα οποία σώζονται έξη στην Ελληνική Γλώσσα και τέσσερα σε αραβική μετάφραση- θεωρούνται, και σήμερα, «θεμέλιο» της δημιουργίας της παράδοσης, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της αλγεβρικής σκέψης και ανάλυσης της νεότερης εποχής.  Διότι, όπως έχει γράψει ο J.Klein, η «σύγχρονη άλγεβρα και ο σύγχρονος φορμαλισμός προέκυψαν από την ενασχόληση του Viète με τον Διόφαντο» (βλ. J. Klein, «Ο κόσμος της Φυσικής και ο “φυσικός” κόσμος», μετ. Δ. Λάππας, Μ. Μυτιληναίος, Γ. Σαγιάς, Τ. Σπύρου, Γ. Χριστιανίδης, Νεύσις 7 (1998), 41-74. Το αγγλικό κείμενο δημοσιεύθηκε το 1981, στο περιοδικό «The St. Johns Review» και ανατυπώθηκε στην συλλογή, R.B. Williamson and E. Zucherman (επιμ.) «Jacob Klein: Lectures and Essays», Annapolis, Maryland, St. John’s College Press, 1985, 1-34).

δ2) Ας σημειωθεί ότι ο όρος «Άλγεβρα» ανήκει στον Πέρση μαθηματικό, αστρονόμο και γεωγράφο Αμπού Μουσά αλ-Χουαρίζμι.  Ο οποίος πολύ αργότερα, τον 9ο αιώνα -κοντά 500 χρόνια μετά τον Διόφαντο- παρουσίασε, είναι αλήθεια για πρώτη φορά, την συστηματική επίλυση της δευτεροβάθμιας πολυωνυμικής εξίσωσης. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αναρωτηθούμε: Θα είχε, άραγε, οδηγηθεί ο αλ-Χουαρίζμι, έστω και στα χρόνια του, στην αλγεβρική του ανάλυση δίχως την πρωτοποριακή μαθηματική «παρακαταθήκη» του Διοφάντου αναφορικά με την δημιουργία των, «πρόδρομων» κατά τα προλεχθέντα, αλγεβρικών τεχνικών επίλυσης προβλημάτων, μέσω της «αφαιρετικής» δύναμης της Ελληνικής Γλώσσας;

ε) Σ’ επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να γίνει, εν προκειμένω, ειδική αναφορά στο σύγγραμμα του Reviel Netz, Καθηγητή Ελληνικών Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ -ενός εκ των κορυφαίων μελετητών του έργου του Αρχιμήδη- με τίτλο: «Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου στα Ελληνικά Μαθηματικά-Μια μελέτη υπό το πρίσμα της γνωσιακής επιστήμης» (απόδοση στα ελληνικά Β. Σπυρόπουλου, επιστημονική επιμέλεια Γ. Χριστιανίδη και Μ. Σιάλαρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2019).

ε1) Στο σύγγραμμα αυτό μελετάται ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την όλη ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού.  Ήτοι η διαμόρφωση της παραγωγικής απόδειξης στα Κλασικά Ελληνικά Μαθηματικά.  Η εντυπωσιακή, κυριολεκτικώς, πρωτοτυπία του ως άνω έργου του Reviel Netz έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας εστιάζει την ανάλυσή του σε δύο, θεμελιώδη, χαρακτηριστικά της πρακτικής των Ελληνικών αποδείξεων, το εγγράμματο διάγραμμα και την τεχνική, λογοτυπική γλώσσα.  Δίχως μάλιστα να παραλείπει, έστω και κατ’ ελάχιστο, την ανάδειξη των υλικών και κοινωνικών συνθηκών αλλά και των πρακτικών, εντός των οποίων τα κατά τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά «αναδύθηκαν», μέσα στην πορεία της εξέλιξης των Ελληνικών Μαθηματικών.

ε2) Ειδικότερα, ο Reviel Netz ανέδειξε ότι οι τεχνικές που τότε ανέπτυξαν οι Έλληνες Μαθηματικοί -εστιάζοντας την μελέτη του στον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο- για την κατασκευή γραμμάτων στα διαγράμματά τους και, συνακόλουθα, η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ του κειμένου και του διαγράμματος στις αποδείξεις τους, υπήρξαν καίριας σημασίας για την «γέννηση» της παραγωγικής απόδειξης. Με τον τρόπο αυτόν ο Reviel Netz κατάφερε ν’ αποσαφηνίσει, επαρκώς, και τις υποκείμενες γνωστικές διαδικασίες.

ε3) Το γεγονός, όμως, αυτό έχει και μια δεύτερη, ευρύτερη, σημασία που αφορά την πορεία της όλης Επιστήμης στην Δύση, άρα την πορεία αυτού τούτου του Δυτικού Πολιτισμού.  Είναι δε χαρακτηριστικά τα όσα, συνοπτικώς, υπογραμμίζει ο ίδιος ο Reviel Netz στην εισαγωγή, την οποία έγραψε για την ελληνική έκδοση του προμνημονευόμενου συγγράμματός του: «Οι Έλληνες μαθηματικοί ανακάλυψαν μια συγκεκριμένη πρακτική και ένα συγκεκριμένο σύνολο εργαλείων, που κατέστησαν δυνατό ένα συγκεκριμένο έργο: Την συνεπή άσκηση της παραγωγικής απόδειξης.  Αυτό θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ανάδυση της δυτικής επιστήμης.  Η προοπτική της απόδειξης οδήγησε στην μαθηματικοποίηση του συνόλου της επιστήμης, και εν τέλει στο νευτώνειο πρόγραμμα το οποίο, με την επιτυχία του, άνοιξε το δρόμο για την βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο της Δύσης» (όπ. παρ., σελ. XV-XVI).

Γ. Οι πολιτειακές επιπτώσεις

Αυτό το, ταυτοχρόνως και αθροιστικώς, ελεύθερο, ατίθασο και δημιουργικό Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα είχε καταλυτικές επιπτώσεις και στον τομέα της πολιτειακής οργάνωσης, κυρίως της Αρχαίας Αθήνας και των Πόλεων-Κρατών, που η «ακτινοβολία» της κάλυπτε στον ευρύτερο χώρο της τότε Ελληνικής επικράτειας, η οποία συμπεριλάμβανε, φυσικά, και τον χώρο των Αποικιών της.

Για λόγους σαφήνειας πρέπει να επισημανθεί ότι ήταν, αναμφιβόλως, και η επιρροή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος που συνέβαλε- αυτή κυρίως- στην γέννηση του προτύπου της Άμεσης Δημοκρατίας ή, όπου η Άμεση Δημοκρατία δεν εφαρμόσθηκε στο σύνολό της, του προτύπου της lato sensu δημοκρατικής οργάνωσης ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου, με θεσμικά και πολιτικά χαρακτηριστικά Πόλης-Κράτους.  Μια τέτοια, πάντα lato sensu, δημοκρατική οργάνωση μπορεί να «περικλείσει» -φυσικά με τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα της εποχής εκείνης- και την «αριστοκρατική» διακυβέρνηση, όταν βεβαίως η τελευταία δεν συγκάλυπτε την ολιγαρχία αλλά είχε την τάση ν’ αποτελέσει ένα είδος «βασιλικής οδού» προς μια, έστω και περιορισμένης έκτασης, Άμεση Δημοκρατία. Όταν δηλαδή λειτούργησε ως «προπομπός» της Άμεσης Δημοκρατίας, είτε σε περιόδους όπου η αριστοκρατική διακυβέρνηση είχε προηγουμένως καταλύσει αντιδημοκρατικά ολιγαρχικά καθεστώτα. Είτε είχε προκύψει λόγω «κατάρρευσης» της Άμεσης Δημοκρατίας για συγκεκριμένους, κατά περίπτωση, λόγους και ασκούσε την εξουσία όχι για να «διαιωνισθεί» σε αυτήν αλλά προκειμένου να προετοιμάσει, εκ νέου, το έδαφος με στόχο την «επανίδρυση»  της Άμεσης Δημοκρατίας.

Την επιρροή αυτή του ελεύθερου, ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός, ότι αυτή η πολυπρισματικώς φιλελεύθερη ιδιοσυστασία του δεν θα μπορούσε, υφ’ οιανδήποτε ιστορική και πολιτική εκδοχή, να συμβιβασθεί με ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, ήτοι πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Ειδικότερα δε δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο, όπως θ’ αναλυθεί εκτενέστερα στην συνέχεια: Το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα υπό καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του  θέτει όρια σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης.  Με άλλες λέξεις ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος.  Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το Πνεύμα.  Όλως αντιθέτως, το ελεύθερο Πνεύμα -όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό- κατατείνει πάντα, καθώς προεκτέθηκε, στο «ξεμάγεμα» του κόσμου. Μέγιστη απόδειξη αυτής της, βαθύτατα φιλελεύθερης, ιδιοσυστασίας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και της εντεύθεν ουσιώδους διαφοροποίησής του σε σχέση με τον πνευματικό σκοταδισμό του δεσποτισμού συνιστά, κυρίως, η σύγκριση των εκατέρωθεν επιδόσεων ως προς τα αποτελέσματα της πνευματικής δημιουργίας:

Α. Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, μέσα σ’ ένα πεδίο πραγματικής ελευθερίας, κατάφερε να μετατρέψει την εμπειρία, την πληροφορία και την Γνώση σ’ Επιστήμη, επέκεινα δε σε Φιλοσοφία.  Σε κανένα όμως από τα Βασίλεια της τότε Ανατολής οι πνευματικοί τους άνθρωποι, κάθε είδους, όση εμπειρία, πληροφορία και γνώση και αν συσσώρευσαν δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τον «Όλυμπο της Σοφίας», στον οποίο «ανέβηκε» το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα. Γι’ αυτό, και δίχως ν’ αμφισβητείται το γεγονός ότι στα Βασίλεια αυτά υπήρχε αξιοσημείωτη, πολλές φορές, πληροφορία ή και γνώση, οφειλόμενη στην σταδιακή συλλογή τους από γενιά σε γενιά -πληροφορία και γνώση, η οποία είχε οδηγήσει π.χ. στην κατασκευή εμβληματικών κτιρίων και μνημείων- οι «κάτοχοι» της πληροφορίας και της γνώσης δεν συνεισέφεραν κάτι χειροπιαστό στην μετέπειτα επιστημονική δημιουργία.  Εκτός, ίσως, από ένα είδος «βάσης δεδομένων» πληροφοριακού χαρακτήρα, την οποία αξιοποίησαν άλλοι μελλοντικά, όπως συνέβη με τα όποια τέτοια «δάνεια» αξιοποίησε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα στον δρόμο της δικής του, εμβληματικής, επιστημονικής «παραγωγής».

Β. Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι, όπως συνάγεται από το σύνολο της ανάλυσης που προηγήθηκε, απολύτως θεμιτό, ιστορικώς, να ερμηνεύουμε τους Μηδικούς Πολέμους και την τελική περηφανή επικράτηση των Ελλήνων, υπό την Αθηναϊκή καθοδήγηση, και ως εξίσου περιφανή επικράτηση του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.  Το οποίο έτσι νομιμοποιείται ιστορικώς, και μάλιστα στο ακέραιο, να διεκδικεί, ως κοιτίδα και λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, την «παλαίφατη» όχι μόνο γεωγραφική αλλά και πνευματική οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.